Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη
Από τις γραμμές τούτης της στήλης, είναι η τρίτη φορά που καταπιάνομαι με τον κορυφαίο μας συγγραφέα και ποιητή, ίσως γιατί τον θεωρώ ένα αθάνατο σύμβολο της άδολης απλότητας, της συνειδησιακής στιβαρότητας και της μελωδικής διάστασης της τέχνης της ηθογραφίας, καθώς ποτέ του δε φαίνεται να ξεχώρισε την αληθινή του ζωή από αυτή των ηρώων που ζωντάνευε μέσα από τις σελίδες των γραπτών του.
Παρότι πολλοί έχουν διατυπώσει την άποψη ότι το κοινό του Παπαδιαμάντη πρέπει να διακατέχεται από ένα ορισμένο ήθος για να εντρυφήσει κοπιάζοντας στο βάθος των διηγημάτων του, προσωπικά πιστεύω ότι η ενασχόληση (και όχι απλώς η ανάγνωση) με το πολυδαίδαλο έργο του, προσδίδει στον αναγνώστη με τρόπο ωσμωτικό μια πρωτόγνωρη γεύση οικειότητας, σα τη μυρωδιά του καπνισμένου τζακιού της γιαγιάς μας, χωρίς να χρειάζεται αρχικά κάποια ιδιαίτερη προπαρασκευή.
Όλοι μας σε πολλές φάσεις της ζωής μας, έχουμε αισθανθεί την ανάγκη να προστρέξουμε σε κάποιο καταφύγιο της παιδικής μας μνήμης, όπου η οχλοβοή και ο διάχυτος φόβος της καθημερινότητας δε μπορεί να μας βρει και να μας τραυματίσει. Μια τέτοια απάνεμη κι απόμερη φωλιά είναι ο κόσμος που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, προσφέροντάς μας αφειδώς την αίσθηση της συναισθηματικής πλησμονής και της ψυχικής γαλήνης.
Με αδρά χαρακτηριστικά ξεφυτρώνουν γύρω μας κάθε είδους άνθρωποι, χαρακτήρες εμβληματικοί, ξωμάχοι, διαβάτες, γραΐδια, φιλοπερίεργοι, μικρόνοες, αλαφροΐσκιωτοι, δύσμορφοι, τυχοδιώκτες, αιπόλοι, ορνιθοκλόποι, πλάνητες και άλλοι υπερτονισμένοι τύποι της καθημερινότητας, παίρνοντας τη θέση οικείων μας προσώπων με παρόμοια πάθη, που ζουν και υπάρχουνε μέσα στα δικά μας σπίτια, στα δικά μας τοπία, τα καφενεία της γειτονιάς μας και τα προγονικά μας αμπέλια και αγροκτήματα.
Η λιτή φιγούρα του κοσμοκαλόγερου που αρκούνταν στα απολύτως απαραίτητα, σε τίποτα δεν αντιτίθεται με τον πλούτο της πένας του. Για να καταστεί όμως περισσότερο κατανοητό το έργο του σε βάθος, δε μπορεί να αποκοπεί ούτε για μια στιγμή από την ίδια του την ύπαρξη. Με τρόπο μεταφυσικό και ιερό συνάμα, μας εισάγει βελούδινα στην πραγματικότητα των ήχων, των μουσικών και των θείων πνοών, γεμίζοντας την ψυχή μας με συναισθήματα που εκ των υστέρων αναγνωρίζουμε ότι κρατούσαμε κλειδωμένα, αλλά δεν ξέραμε τον τρόπο να τα λευτερώσουμε.
Γλωσσοπλάστης και άφθαστος λογοτέχνης, μας μιλάει με τις ώρες για «καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, για γλυκερά, μελιχρά, αβρά και μεθυστικά άσματα, για μελωδία ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλίχια, αναρριχωμένη εις τα ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, ως μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την απάνοδον του έαρος».
Περιγράφοντας τη Μοσχούλα, την ηρωίδα του «Ονείρου στο κύμα», μας καθηλώνει γράφοντας: «Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας τα ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάναστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει μαγική, η ναύς των ανείρων…»
Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού»
Δαμάζοντας λοιπόν με μαεστρία τη Νηρηίδα των θαλασσίων ρευμάτων και την Αύρα των απογείων πνοών, ο Παπαδιαμάντης και ο κατά Βακαλόπουλο “ιερός μελωδός της πραγματικότητας”, με βεβαιότητα μας οδηγεί στον υπήνεμο λιμένα της συναισθηματικής μας πλήρωσης, με την υπενθύμιση πως η γαλήνη φωλιάζει δίπλα στην απλότητα.
(Το άρθρο μας έστειλε ο Αριστείδης Δάγλας- δημοσιεύτηκε στο www.statesmen.gr)