Τα σταφύλια της οργής- του Αριστείδη Δάγλα
Του Αριστείδη Δάγλα
ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ: ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
«Κι η Αμερική, μη νομίζεις πως είναι και τόσο μεγάλη. Δεν υπάρχει χώρος για μένα και για σένα, για τους όμοιούς μου και για τους όμοιούς σου, δε χωράνε μαζί πλούσιοι και φτωχοί στην ίδια χώρα, δε χωράνε κλέφτες και τίμιοι άνθρωποι μαζί, ούτε η πείνα μαζί με το πάχος»
Το βιβλίο του πολυβραβευμένου συγγραφέα Τζων Στάινμπεκ «Τα σταφύλια της Οργής», είναι η ιστορία των καταφρονεμένων της Αμερικής στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Με τις σοδειές τους κατεστραμμένες από παρατεταμένη ξηρασία, ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους λόγω της εισβολής των νέων καλλιεργητικών μεθόδων, χιλιάδες εξαθλιωμένοι αγρότες του αμερικανικού Νότου εγκαταλείπουν τις εστίες τους κατευθυνόμενοι προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια.
Ένα ανάγνωσμα που σε κάνει να σκεφτείς πάνω στα ανθρώπινα και να δεις, τελικώς, με περισσότερη αγάπη και συγκατάβαση τους ανθρώπους και τα ανθρώπινα. Ένα ανάγνωσμα που μιλάει για το πόσο ψηλά και ταυτοχρόνως πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν οι συνθήκες της ζωής ξεφεύγουν από τα όρια και η εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού γίνεται ένας καθημερινός, μεγάλος και δύσκολος στόχος. Ένα βιβλίο που μπορεί κάλλιστα να μας διδάξει πολλά για το πώς φτάσαμε σήμερα ως εδώ και ότι αν δεν επιστρατεύσουμε πρωτίστως την ανθρωπιά μας, δε μπορούμε να αντιταχτούμε με κανέναν τρόπο στις αποικιοκρατικές απαιτήσεις των αγορών και των εκπροσώπων τους.
Αυτό που για μας φαντάζει παράλογο, για τους αδίστακτους εκπροσώπους του άκρατου καπιταλισμού, είναι καθημερινή πρακτική. Διαβάστε το σχετικό απόσπασμα που αναφέρεται στην προσπάθεια των εμπόρων να κρατήσουν ψηλά τις τιμές των προϊόντων τους, καταστρέφοντάς τα, παρότι οι άνθρωποι που συνωστίζονταν γύρω από τα περιφραγμένα χωράφια, πέθαιναν από την πείνα:
«Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελλάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δε βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά -πέθανε από υποσιτισμό- γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι. Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες από το ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά· έρχονται με αυτοκίνητα που βροντολογούν, για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ποτισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοί να παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουνε μπροστά τους, ακούν τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο, και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό· και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεωκοπία· και μες στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο…»
Αυτές οι τελευταίες λέξεις και ειδικά ο «τρύγος» με τη σημειολογική του σημασία, δε σας κρύβω ότι πολλές φορές εσχάτως με έχει απασχολήσει αναλογιζόμενος την ολοένα και επιδεινούμενη σκλαβιά με την οποία μας καταδικάζουν οι κυβερνώντες και οι υποκινητές τους…
Τα σταφύλια της οργής λοιπόν, είναι η ιστορία μιας οικογένειας στην Αμερική που χάνουν τα κτήματά τους -όπως και πολλοί άλλοι -και αναγκάζονται να μετατοπιστούν. Ξεκινάνε ψάχνοντας την γη της επαγγελίας τους… αλλά το μόνο που συναντούν είναι η φτώχεια, η εξαθλίωση, η εκμετάλλευση, η καταστολή και η αδυναμία να καλύψουν τις ανάγκες τους. Όλα αυτά τους αλλάζουν… κάποιοι χάνονται στον δρόμο είτε φεύγουν… όμως με τον καιρό κάποιοι προχωράνε, ωριμάζουν… και τελικά… κάνουν το πρώτο βήμα όπως λέει ο συγγραφέας από το εγώ στο εμείς, υιοθετώντας την ιστορική φράση του δικού μας, Στρατηγού Μακρυγιάννη.
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το σημαντικό αυτό βιβλίο:
«Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Και το τελευταίο ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία να ξέρει τον πόνο της ιδιοκτησίας; Και οι υπερασπιζόμενοι, είπαν, φέρνουν ασθένεια, είναι βρώμικοι. Δεν μπορούμε να τους έχουμε στα σχολεία. Είναι ξένοι. Πως θα σου φαινόταν να έχεις την αδερφή σου να βγαίνει με έναν από αυτούς;
Οι ντόπιοι μπήκαν γρήγορα στο καλούπι της σκληρότητας. Έπειτα σχημάτισαν μονάδες, αποσπάσματα και τα όπλισαν –με ρόπαλα, με βενζίνη, με όπλα. Μας ανήκει η περιοχή. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτούς τους Okies να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και οι άνδρες που ήταν οπλισμένοι δεν κατείχαν τη γη, αλλά νόμιζαν ότι την κατείχαν.
Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς και η πείνα τους, ήταν στα μάτια τους, και η ανάγκη τους ήταν στα μάτια τους. Δεν είχαν κανένα επιχείρημα, κανένα σύστημα, παρά μόνο τον αριθμό τους και τις ανάγκες τους. Όταν υπήρχε δουλειά για έναν άνθρωπο, δέκα άνδρες πολεμούσαν γι αυτήν – πολεμούσαν με το χαμηλό μεροκάματο. Αν αυτός ο τύπος δουλεύει για τριάντα σεντς, θα δουλέψω για είκοσι πέντε. Αν θα πάρει είκοσι πέντε, θα το κάνω για είκοσι.
Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα’ πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.
Και αυτό ήταν καλό, γιατί οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές έμεναν ψηλά. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες ήταν ευτυχείς και έστελναν περισσότερα φεϊγβολάν για να φέρουν περισσότερους ανθρώπους και οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές παρέμεναν πάνω. Και πολύ σύντομα τώρα θα έχουμε και πάλι δουλοπάροικους.
Και τώρα οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι εταιρείες εφεύραν μια νέα μέθοδο. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης αγόραζε ένα κονσερβοποιείο. Και όταν τα ροδάκινα και τα αχλάδια ήταν ώριμα, έκοβε την τιμή των φρούτων κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Και ως ιδιοκτήτης κονσερβοποιείου πλήρωνε ο ίδιος μια χαμηλή τιμή για τα φρούτα και διατηρούσε την τιμή των κονσερβοποιημένων προϊόντων ψηλά και έπαιρνε το κέρδος του. Και οι μικροί αγρότες οι οποίοι δεν είχαν κονσερβοποιία έχαναν τα χωράφια τους, και τους τα έπαιρναν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι τράπεζες και οι εταιρείες οι οποίες, επίσης, είχαν τις κονσερβοποιίες. Καθώς περνούσε ο καιρός, υπήρχαν λιγότερες φάρμες. Οι μικροί αγρότες μετακόμιζαν στην πόλη για λίγο και εξαντλούσαν το βερεσέ τους, εξαντλούσαν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους. Κι ύστερα κι αυτοί πήγαιναν στις εθνικές οδούς. Και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με άνδρες λιμασμένους για δουλειά, δολοφονικούς για δουλειά.
Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει».
Μετά από τόσο καιρό, οι ομοιότητες με τα νέα ήθη που κομίζει η τρόικα και οι αυλικοί της είναι ανατριχιαστικές…
Και η οργή μας, κοντεύει να περάσει την κόκκινη γραμμή…
Καλά μας Χριστούγεννα.