Η συνάντηση των οπλαρχηγών στου «Μαγεμένου» το 1807- του Δ.Τσερέ
(Πηγή: Άρωμα Λευκάδας)
Η συνάντηση των οπλαρχηγών στου «Μαγεμένου», στην οποία είναι αφιερωμένη η σημερινή εκδήλωση, αποτελεί ένα γεγονός πολύ σημαντικό όχι μόνο για την τύχη της Λευκάδας σ’ εκείνα τα κρίσιμα χρόνια αλλά είναι συνδεδεμένο και με την συνολική εθνική ιστορία, εντάσσεται δηλαδή στο πλαίσιο των ενεργειών και των διαδικασιών, που σταδιακά διαμορφώνουν και ομογενοποιούν την εθνική μας συνείδηση και προετοιμάζουν τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Για να το κάνουμε κατανοητό, ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά:
Από το 1800 τα Ιόνια νησιά αποτελούν ένα κράτος, το πρώτο ελληνικό κράτος στη νεότερη ελληνική ιστορία. Όνομα: Republica Settinsulare ιταλική ονομασία, Επτάνησος Πολιτεία η ελληνική. Δεν είναι βέβαια κράτος ανεξάρτητο, όπως εννοείται η ανεξαρτησία στο σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο, αλλά ημι-αυτόνομο υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και την προστασία της ομόδοξης Ρωσίας. Είναι πάντως κράτος με όλες τις συντεταγμένες λειτουργίες ενός κράτους. Από ένα σημείο και πέρα η παρουσία του Σουλτάνου στα Επτάνησα γίνεται όλο και μικρότερη και απομένει κυριαρχική η ρωσική Προστασία: Η Επτάνησος Πολιτεία έχει μετατραπεί κατά μια έννοια σε ένα ρωσικό προγεφύρωμα στο Ιόνιο. Η προστασία αυτή παρέχει στα Επτάνησα ένα αίσθημα ασφάλειας στους ταραγμένους εκείνους χρόνους των ναπολεόντειων πολέμων, κατά τους οποίους τα περισσότερα ευρωπαϊκά εδάφη άλλαζαν κυρίαρχο εν μια νυκτί. Αυτό το αίσθημα ασφάλειας για τη Λευκάδα είναι πολύ σημαντικότερο λόγω της επισφαλούς γεωγραφικής της θέσης και της γειτνίασης με τον άπληστο Αλή Πασά, που η δύναμή του την εποχή αυτή έχει φτάσει στο κατακόρυφο και έχει βάλει τη Λευκάδα πρώτη στη λίστα των κατακτητικών επιθυμιών του.
Αλλά πολύ γρήγορα οι διεθνείς συσχετισμοί και οι ισορροπίες αλλάζουν. Οι χθεσινοί σύμμαχοι Οθωμανική Αυτοκρατορία και Ρωσία, η παρέμβαση των οποίων το 1798 εκδίωξε τους Δημοκρατικούς Γάλλους από τα Ιόνια Νησιά και ίδρυσε το 1800 την Επτάνησο Πολιτεία, είναι πλέον εμπόλεμοι εχθροί. Και η Γαλλία, ο κοινός εχθρός τους, διάκειται πλέον ευνοϊκά προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Αλή, που ως τότε, δεσμευμένος από τη σχέση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Επτανήσου Πολιτείας, δεν μπορούσε να επιτεθεί στη Λευκάδα, νιώθει τα χέρια του λυμένα: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι πλέον σε πόλεμο με την προστάτιδα των Επτανήσων Ρωσία (άρα κυριεύοντας τη Λευκάδα βοηθάει τον υψηλό επικυρίαρχό του, τον Σουλτάνο). Και από την άλλη μεριά οι Γάλλοι, οι «άθεοι» προ ολίγων χρόνων Γάλλοι, εναντίον των οποίων Σουλτάνος και Τσάρος είχαν κηρύξει «ιερό πόλεμο» το 1798 και τους είχαν εκδιώξει από τα Επτάνησα, τώρα ευνοούν κάθε αντιρωσική κίνηση (που θα απασχολήσει ρωσικές δυνάμεις σε άλλα σημεία του διεξαγόμενου πανευρωπαϊκού πολέμου) και στο πλαίσιο της αμοραλιστικής αυτής πολιτικής παρέχουν στον Αλή πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη. Η Λευκάδα βρίσκεται κυριολεκτικά μπροστά στο ανοιχτό στόμα του λύκου! Ηχηρή προειδοποίηση του τι σήμαινε κατάληψη της Λευκάδας από τον Αλή αποτελούσε η πριν από λίγα χρόνια κατάληψη της Πρέβεζας (1798) από τον τελευταίο και η άγρια σφαγή του πληθυσμού που επακολούθησε και η οποία έγινε γνωστή στη Λευκάδα προκαλώντας φόβο και τρόμο.
Στο κορύφωμα της δύναμής του ο Αλή συγκεντρώνει κατά της Λευκάδας, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, περί τις 11.000 εμπειροπόλεμους Αλβανούς, μια δύναμη υπολογίσιμη για τα δεδομένα της εποχής. Όλη η περιοχή από τον Τεκέ ως τη σημερινή Πλαγιά έχει κατακλυστεί από Αλβανούς πολεμιστές του Αλή. Συνάμα κατασκευάζει επί της απέναντι Ακαρνανίας τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου στον λόφο πάνω από το νέο χωριό της Πλαγιάς, απέναντι από τη Λυγιά, και το Κάστρο του Τεκέ, στον λόφο, στη διασταύρωση της επαρχιακής οδού Λευκάδας-Βόνιτσας με την παράκαμψη προς Περατιά-Πλαγιά. Με τα φρούρια αυτά ο Αλή έκλεισε τις δύο εισόδους-εξόδους του Διαύλου και έκοψε τη θαλάσσια συγκοινωνία μέσω της λιμνοθάλασσας προς την πόλη με αποτέλεσμα να διαγράφεται σοβαρός κίνδυνος έλλειψης τροφίμων για τον πληθυσμό και τα στρατιωτικά τμήματα.
Η άμυνα της Λευκάδας, με βάση τη σωστή εκτίμηση ότι η εισβολή θα γινόταν στο πιο στενό σημείο μεταξύ της νήσου και της Ακαρνανίας, δηλαδή στο νοτιότερο άκρο της λιμνοθάλασσας, στον Παλιοχαλιά, οργάνωσε την άμυνά της ως εξής: Οχυρώθηκε με 4 πυροβόλα, που τα χειρίζονταν 25 Ρώσοι πυροβολητές, το μικρό νησάκι του Αλεξάνδρου (τότε του δόθηκε και το όνομα προς τιμήν του Ρώσου αυτοκράτορα) στις Αλυκές, απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα, και το Φορτίνο (που ονομάστηκε τώρα Κωνσταντίνος προς τιμήν του διαδόχου του ρωσικού θρόνου) λίγο βορειότερα (μπροστά στο Καλλιγώνι). Στα βόρεια την άμυνα επωμίστηκε το γνωστό μας φρούριο της Αγίας Μαύρας με προχωρημένο φυλάκιο το οχυρό της Κούλιας προς την πλευρά της Ακαρνανίας.
Επί πλέον, για να προστατευθεί η πόλη σε περίπτωση απόβασης του Αλή και αδυναμίας του φρουρίου του Αλεξάνδρου να την αποτρέψει, όταν έφθασε ο Καποδίστριας στη Λευκάδα, αποφάσισε τη διάνοιξη μιας τάφρου, που άρχιζε από τις Αλυκές του Αλεξάνδρου, περνούσε δυτικά του ναού του Αγίου Μηνά και κατάληγε στο ιχθυοτροφείο της Γύρας. Οι παλιότεροι το θυμούνται ως «Χαντάκι». Στρατός της Επτανήσου Πολιτείας πήρε θέσεις στον κάμπο, για να αντεπιτεθεί σε περίπτωση που ο στρατός του Αλή έσπαγε τις πρώτες γραμμές άμυνας. Οι ντόπιες δυνάμεις της Πολιτοφυλακής μοιράστηκαν κι αυτές στα πιθανά σημεία αποβίβασης του εχθρού και ρωσικά πολεμικά έπλεαν στον Δίαυλο.
Είμαστε στον Μάρτιο του 1807. Φτάνει στη Λευκάδα ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάντιος επικεφαλής ομάδας κλεφτοαρματωλών με εντολή του επιτρόπου της Ρωσίας στα Επτάνησα Μοτσενίγου. Η εντολή προς τον Ιγνάντιο, ο οποίος διέθετε μεγάλη επιρροή στον χώρο των κλεφτοαρματωλών, ήταν να εντάξει όλους τους καπεταναίους, που βρισκόταν στην Επτάνησο, στην υπηρεσία της Ρωσίας και να οργανώσει ένα νέο στρατιωτικό σώμα, να ενισχύσει την άμυνα της Λευκάδας και να κινητοποιήσει τους κλέφτες της Στερεάς Ελλάδας να κάνουν αντιπερισπασμούς στα νώτα του Αλή εμποδίζοντάς τον έτσι να στείλει ενισχύσεις στο μέτωπο της Λευκάδας. Πολλοί πολεμιστές από την απέναντι τουρκοκρατούμενη Ελλάδα πέρασαν στη Λευκάδα και μπήκαν στην υπηρεσία των αρχών του νησιού ενισχύοντας σοβαρά την άμυνα του με την πολεμική πείρα και την αξιοσύνη τους.
Πράγματι αυτοί οι αντιπερισπασμοί (σε συνδυασμό με άλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες) εμποδίζουν τον Αλή μέχρι και τον Απρίλη του 1807 να συγκεντρώσει μεγάλη δύναμή και να επιχειρήσει την απόβαση στη Λευκάδα. Οχυρώνει όμως αδιάκοπα την απέναντι ακτή, κανονιοβολεί και περιμένει. Ο εφιάλτης πλανάται πάνω από τη Λευκάδα. Όλο το νησί βρίσκεται σε κινητοποίηση: Οργανώνεται ένα ολόκληρο σύστημα άμυνας από ντόπιους, για να εμποδίσει απόβαση από τα επικίνδυνα σημεία (Παλιοχαλιάς, Νυδρί, Σύβοτα, Βασιλική, Άγιος Νικήτας, Ανεμόμυλοι) και παράλληλα οργανώνεται ένα σύστημα φρυκτωριών ούτως ώστε, σε περίπτωση απόβασης, να είναι δυνατή η έγκαιρη πληροφόρηση μεταξύ της πόλης και όλων των χωριών του νησιού.
Εξ αιτίας της κρισιμότητας της κατάστασης η κυβέρνηση της Επτανήσου Πολιτείας αποφάσισε να στείλει στη Λευκάδα ως Commisario Straordinario (=Έκτακτο Επίτροπο) υπεύθυνο για την άμυνα του νησιού, με δικτακτορικές σχεδόν εξουσίες, τον νεαρό Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος έφθασε στο νησί την 27.05.1807 μαζί με με τον Γάλλο μηχανικό (ειδικό σε θέματα οχυρωματικής) Μισό φέροντας μαζί του 300 Ρώσους στρατιώτες τυφεκιοφόρους και μερικούς πυροβολητές. Συνεργάτης του, κατ’ εντολήν του Μοτσενίγου, ορίζεται ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάντιος.
Φθάνουμε στον Ιούνιο του 1807 Η κατάσταση είναι κρισιμότατη και η αγωνία στη Λευκάδα κορυφώνεται. Ο Αλή έχει συγκεντρώσει πλέον 7.000 Αλβανούς απέναντι από τη Λευκάδα και αναμένει άλλους 4.000 για να επιχειρήσει την απόβαση από τον Παλιοχαλιά, όπως όλα δείχνουν. Ας δούμε πως βλέπουν οι κάτοικοι της Λευκάδας την κατάσταση μέσα από την από 13.06.1807 επιστολή που στέλνει μια λευκαδίτισσα, η Άννα Γιούργα-Σεττίνι, σε συγγενή της στη Ζάκυνθο:
Ο Βεζήρις εκατέβι από Ιωάννινα εις Πρέβεζα, με απόφαση να απεράσι εις της γειτονίας τα χόματα και να μας κτυπήσει…επτά χιλιάδες αρβανίτες ίνε από Μίτικα, Πρέβεζα, Πούντα, Βόνιτζα και ιπίλοιπα αντικρίς σκαλόματα και φορτιφικατσιόνες του και άλλες τέσσερες χιλιάδες περιμένει δια να δώσει το ατάκο και να κάμι το δεσμπάρκο εις αλέξανδρο, διά το οποίο όπισθεν του μέσα Αγίου Γεωργίου ίνε γινομένες 12 ταράτζες και άλλες 18 οικοδομούντε με βίαν και με αυτό ρίχνοντάς τες στο πέλαγος, κάμι ένα γιοφίρι δια να απεράσι το ασκέρι…….οι ενγάτικι όλι ίνε εις τα άρματα και εις τα απαρθενίζοντα πόστα, αποφασισμένι να θυσιαστούν………Εις πληροφόρισίν σας φτάνει να σας ιπό οπού ο Μετροπολίτης και ο Κο-Καποδίστριας ίνε να τρελαθούν,διότι θεορούν το κίνδυνο…Κλαύσατε αδελφάδες την διστιχίαν της πατρίδος μας και παρακαλίτε κύριον Παντοκράτορα να την ελευθερώσει από την οργίν του αγαρινού…].
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η βοήθεια των κλεφτοαρματωλών, η οποία οργανώθηκε από τον Καποδίστρια και τον Ιγνάντιο, αποδείχθηκε σωτήρια για τη Λευκάδα. Πρώτον, με τις ενέργειες-αντιπερισπασμούς στα νώτα του Αλή και δεύτερον με το πέρασμά στη Λευκάδα των σπουδαιότερον καπετάνιων της Δυτικής Ελλάδας, για να ενισχύσουν την άμυνά της, τη γενική διεύθυνση της οποίας ο Καποδίστριας την έχει αναθέσει στον στρατηγό Εμμανουήλ Παπαδόπουλο, που υπηρετούσε στον ρωσικό στρατό.
Το γεγονός, στο οποίο είναι αφιερωμένη η σημερινή εκδήλωση συνέβη αρχές Ιουλίου: αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα στην περιοχή μας πάνω 250 ή 400 κλέφτες (οι μαρτυρίες ποικίλουν) από εκείνους που πολεμούσαν ως τότε στα νώτα του Αλή, με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κατσαντώνη. Κατά τον Ροντογιάννη η απόβαση έγινε την 5 ή 6 Ιουλίου. Κατ’ άλλους, όπερ και το σωστό, την 1 Ιουλίου. Την 1 Ιουλίου αναφέρει ως ημέρα απόβασης και η χειρόγραφη άγνωστη και ανέκδοτη «Εφημερίς Αγίας Μάβρας», με ημερομηνία έκδοσης την 1 Ιουλίου. Ας διαβάσουμε το «ρεπορτάζ» της εφημερίδας:
Επειδή και η φωνή οπού προλαβόντως έτρεξεν έδώ (ότι ό Αλήπασας είχεν όλην την ετιμασίαν καί απόφασιν νά κάμη την εις τε ενταύθα εφόρμησιν, και ότι μόνον εις αυτό απέβλεπεν ο εις Πρέβεζαν ερχομός του) έφτασεν καί έως τους εδικούς μας αρματωλούς, οι οποίοι εις μίαν παρομοίαν είδησιν ευθύς συνεκρότησαν συμβούλιον και απεφάσισαν οπού εν μέρος αυτών νά δράμη εις βοήθειάν μας, παραβλέπωντας καί τους κινδύνους όπου έμελλε νά απαντήσουν και τους κόπους οπού ήθελε δοκιμάσουν κάνωντες ένα τόσον μακρινόν δρόμον.
Ήτον εις την επαρχίαν των Τρικάλων και προς τό μέτζοβον οι περισσότεροι, όταν έμαθον αυτήν την είδησιν και ευθύς δίχως την παραμικράν αναβολήν, ηνώθησαν καί έκλεξαν διακοσίους πενήντα από τους πλέον ανδρείους όλου του σώματος και υπό των άρχηγών καπετάν Κήτζον Μπότζαρη, Κατζαντώνη, Σκυλοδήμον και Κουμπάρον τους εξεκίνησαν διά εδώ, στέλνωντας πρωτήτερα δέκα ανθρώπους, διά να μας ειδοποιήσουν τον ερχομόν τους.
Δεν εστάθη δυσκολία οπού να μήν υπόφερον εις τούτον τον αποσυρμόν τους, οι Τούρκοι οπού υπόπτευσαν την απόφασίν τους ηνώθησαν εις την στιγμήν όλοι καί αφ’ ού έστειλαν εν αρκετόν μέρος έμπροσθεν να προφυλάξη όλα τα στενώματα καί απεράσματα διά να αντικώψη την διάβασίν τους, το άλλο έγινεν εις δύω σώματα καί τους ακολουθούσεν, ειδοποίησαν συγχρόνως και τον Ισούφαγαν χασναταραγαν εις Πλαγιάν, ο οποίος έστειλε πεντακοσίους να ευρίσκωνται εις τόν κάμπον της Ζαβέρδας, απ’ όπου έμελλε να διαβούν οι αρματωλοί διά να ιμπαρκαρισθούν, όλαι αυταί οι προμήθειαι οπού έγιναν από μέρος των εχθρών δεν εχρησίμευσαν ειμή να αυξήσουν την τόλμην των εδικών μας και να φέρουν αισχύνην και εντροπήν εις τον εαυτόν τους.Εις όλον το διάστημα των οκτώ ημερών οπού έκαμαν οι εδικοί μας έως να φθάσουν εις την άκρην της θαλάσσης, αδιακόπως ήτον εις συναπάντησιν με τους έχθρούς και εις πόλεμον, δεν ευρέθη κανένας δρόμος, κανένα απέρασμα διά όσον στενόν καί πεφυλαγμένον καί αν ήτον, οπού να μη το υπερέβη η μεγαλοψυχία των. Ευθύς όπου οι εχθροί τους έβλεπαν να ορμούν κατεπάνω τους, εις την στιγμήν ετρέποντο εις φυγήν και τους άφηναν να απερνούν ανενόχλητα. Φθάσαντες οι εδικοί μας εις το Βούστρι του Ξηρομέρου, τόπος απέχων δέκα ώραις από εδώ, έως εστάθησαν διά να προμυθευθούν από τροφάς, οπού τας είχον προ δίω ημέρας τελειώση, και διά να ξεκουρασθούν και από την τόσην μακρυνήν και κοπιαστικήν οδηπορία. Μετ’ ου πολύ εφάνησαν και οι Τούρκοι εις τους πρόποδας του βονού καί ώντες τετράδιπλοι εις τόν αριθμόν εντράπηοαν να αποφύγουν τον πόλεμον, δι’ ο και άρχησαν να εξαπλόνωνται και να πιάνουν τας καλλιτέρας τοποθεσίας, διά να ήναι εις κατάστασιν να βλάψουν καί να διαφεντευτούν εις καιρόν χρείας όσον το δυνατόν, τίποτες και αυτά δέν τούς έστάθησαν ωφέλιμα, οι εδικοί μας αφ ού εβάσταξαν διά τέσσεραις ώραις τον πόλεμον, όρμησαν με τα σπαθιά εις τας χείρας κατεπάνω τους καί άνοιξαν με την άνδρεία τους τον δρόμον• τριακόσιοι Τούρκοι έγιναν εις ταύτην την συναπάντησιν αποθαμένοι και επέκεινα των τόσων ελαβώθησαν, από δε τους εδικούς μας εσκοτώθη ένας και δίω ελαφρά επληγώθησαν• μετά ταύτην την ευτυχή πράξιν δεν έλαβον πλέον θάρρος οι εχθροί να ενοχλήσουν τον αποσυρμόν τους, ούτε οι προσαφικόμενοι 500 εις Ζαβέρδαν ακούσαντες τον χαλασμόν των άλλων ετόλμησαν να τους φανούν κατ’ έμπροσθεν, αλλ’ από μακρόθν τους έβλεπαν να απερνούν χωρίς να λάβουν την αποκοτίαν να κατεβούν εις το περιγιάλη να εμποδίσουν το εμπάρκο τους, το οποίο ηκολούθησε κατά την πρώτην του τρέχοντος, επάνω εις τας επί τούτω στελμέναις δίω κανονίστραις και εις το καράβι του καπετάν Χριστόδουλoυ Κομητόπουλου, το οποίον την προλαβούσαν ημέραν έρηξε πολλαίς κανονιές εις την άκρην οπού είχον φανή οι Τούρκοι και τους έκαμε να απομακρυνθούν, την αυτήν ημέραν ήλθον όλοι και εξεμπαρκαρίσθησαν εις του πασά την βρύσιν, όπου και εστρατοπέδευσαν, επήγε πολύς λαός να τους συναντήσουν και να συγχαρούν εις τον ερχομόν τους• την επαύριον ήλθον οι πρώτοι τους εις την πόλιν, επήγαν εις προσκύνησιν των εξοχωτάτων στρατηγών Παπαδοπούλου καί Στέτερ, οι οποίοι τους έκαναν πολλαίς περιποίησαις επαινέσαντες τον ζήλον τους και την ανδρείαν τους.
Και μετά το ρεπορτάζ της εφημερίδας ας παρακολουθήσουμε πως περιγράφει τα γεγονότα ο Καποδίστριας στην με αριθμό 10/08.07.1807 αναφορά του προς τη κυβέρνηση της Επτανήσου Πολιτείας:
Ο σεβασμιώτατος Ιγνάτιος, μολονότι επισφαλούς υγείας, επήγε στην εξοχή στη θέση που λέγεται Μαγεμένο, και κατασκήνωσε κάτω από τα δένδρα των κήπων που είναι εκεί, ανάμεσα στους ανδρείους οπαδούς του, που ξεπερνούσαν τους 400. Η μέρα ήταν ωραιοτάτη. Καθισμένοι κάτω από την πλατειά σκιά μιας φουντωμένης καρυδιάς, ο σεβασμιώτατος Ιγνάτιος, ο στρατηγός Παπαδόπουλος κι εγώ, περιτριγυριστήκαμε από τους Έλληνες καπεταναίους, και μάλιστα το συνετό και ανδρείο Μπότσαρη, το φοβερό Κατσαντώνη και μερικούς άλλους, που δεν είναι εύκολο να συγκρατήση κανείς τα όχι συνηθισμένα ονόματά τους. Αυτό τον πρώτο κύκλο πλαισίωναν οι υπόλοιποι σε κύκλο επίσης καθισμένοι. Περάσαμε τό πρωί ακούοντας από τους πιο εύγλωττους τη διήγηση των κατορθωμάτων τους, που την ακολούθησε ένα γεύμα, που είχε όλα τά χαρακτηριστικά των ήρωικών συμποσίων που έψαλε ο Όμηρος, τέλος, μουσική, τραγούδι και χαρές…
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γεγονότα, που αφορούν την κινητοποίηση για τη σωτηρία της Λευκάδας. Αλλά τελικά, η επίθεση του Αλή δεν έγινε, διότι άλλαξαν οι συσχετισμοί σε διεθνές επίπεδο. Με τη συνθήκη του Τίλσιτ (26 Ιουλίου 1807) ο ηττημένος από τον Ναπολέοντα τσάρος παραχωρεί τα Επτάνησα στη Γαλλία ματαιώνοντας οριστικά τα σχέδια του Αλή.
Από όλη λοιπόν αυτή την κινητοποίηση δεν έμεινε τίποτα; Όχι βέβαια! Μπορεί να μη δόθηκε τελικά ο υπέρ όλων αγώνας αλλά άφησε πίσω της μια σημαντική παρακαταθήκη.
Η παρακαταθήκη αυτή είναι η συσπείρωση και η συνένωση εναντίον του κοινού εχθρού δυνάμεων ελληνικών υπό ενιαία ηγεσία. Μέχρι πρότινος οι καπεταναίοι, που αποβιβάστηκαν στου Μαγεμένου, ήταν ένας κόσμος ξένος για την Επτάνησο Πολιτεία. Κλεφτοαρματωλοί φουστανελοφόροι του τουρκοκρατούμενου χώρου από τη μια, μια κοινωνία που έζησε επί αιώνες υπό τον αστερισμό δυτικών κυριαρχιών από την άλλη. Αν προσέξατε, ο Καποδίστριας στην αναφορά του γράφει ότι δεν είναι εύκολο να συγκρατήσει κανείς τα όχι συνηθισμένα ονόματά τους. Πολλοί μάλιστα από αυτούς τα αμέσως προηγούμενα χρόνια ήταν πρόσωπα επικηρυγμένα από την Επτάνησο Πολιτεία. Και αυτό γιατί, κατά παράβαση βασικών διεθνών συνθηκών, κατέφευγαν -στη Λευκάδα κυρίως-, για να αποφύγουν την καταδίωξη των τουρκικών αρχών για τις ληστείες, που διέπρατταν αδιακρίτως σε βάρος χριστιανών και μουσουλμάνων, προκαλώντας την αντίδραση του Αλή και δημιουργώντας έτσι δυσεπίλυτα προβλήματα στις σχέσεις Επτανήσου Πολιτείας και του Αλή και τεράστιες δυσχέρειες στη διεξαγωγή του εμπορίου μεταξύ των δύο χώρων. Τα προηγούμενα 8 χρόνια είναι ένας διαρκής αγώνας ανάμεσα στις αρχές της Επτανήσου Πολιτείας και τους κλέφτες της απέναντι τουρκοκρατούμενης περιοχής.
Το 1807 όμως, στην κρίσιμη ώρα, η Επτάνησος Πολιτεία σ’ αυτόν τον κόσμο επιλέγει να στηριχθεί. Αυτός είναι ο φυσικός της σύμμαχος. Και εκπονήθηκε ένα ολόκληρο σχέδιο, υπό την καθοδήγηση του Καποδίστρια και του μητροπολίτη Ιγνάντιου και υπό την υψηλή καθοδήγηση της Ρωσίας (για τους δικούς της σκοπούς) ούτως ώστε ο κόσμος αυτός της παραβατικότητας να ενταχθεί σε ένα σχέδιο εθνικό. Μπορεί αυτή τη στιγμή το θέατρο του αγώνα να μην είναι η μεγάλη πατρίδα αλλά η μικρή Λευκάδα αλλά το ότι στου Μαγεμένου συναντώνται δυο κόσμοι υπό την ηγεσία ενός σπουδαίου άνδρα και μελλοντικού κυβερνήτη του Ελληνικού Κράτους αποτελεί ένα πρόπλασμα των μελλοντικών εξελίξεων.
Η συνάντηση αυτή, με άλλα λόγια, σηματοδοτεί τη στιγμή που διάσπαρτες ένοπλες δυνάμεις του ελλαδικού τουρκοκρατούμενου χώρου σταδιακά αφήνουν πίσω τους τις ως τώρα στενά ωφελιμιστικά δράσεις τους, αρχίζουν να συνειδητοποιούν την ανάγκη κοινής δράσης εναντίον του κατακτητή της πατρίδας τους και προς τούτο προσεγγίζουν τις ομοεθνείς δυνάμεις του ιόνιου χώρου που κι αυτές σταδιακά συντονίζονται στον ίδιο σκοπό. Μπορεί ο λυρισμός της στιγμής και ο αναπόφευκτος πολιτικός υπολογισμός να έχει επηρεάσει την περιγραφή της σκηνής από τον Καποδίστρια• μπορεί η ίδια σκηνή να έχει αποκτήσει τις μυθολογικές διαστάσεις, που με την πάροδο του χρόνου δίνει η συλλογική συνείδηση στα ιστορικά γεγονότα (Στον νου μου έρχεται το αφελές αλλά αντιπροσωπευτικό αυτών των αντιλήψεων σκίτσο, που έχει δημοσιεύσει ο Δημοσθένης Κουνιάκης στη μελέτη του «Ο Καποδίστριας και η συγκέντρωση των κλεφταρματολών στου Μαγεμένου στη Λευκάδα το 1807» και δείχνει τον Καποδίστρια, ντυμένον με επίσημη ευρωπαϊκή ενδυμασία, να σέρνει τον τσάμικο του φουστανελοφόρου Κατσαντώνη) – αλλά όλα αυτά δεν είναι μακριά απ’ την αλήθεια.
Είμαστε μόλις 14 χρόνια πριν τον μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Το ελληνικό έθνος με δυσκολίες και θυσίες ανοίγει τον δρόμο που θα οδηγήσει στην απελευθέρωσή του και στην ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους μετά από αιώνες πολιτικής αφάνειας. Και αυτοί οι φουστανελοφόροι με τα «περίεργα ονόματα», που συναντήθηκαν το 1807 στου «Μαγεμένου», και οι όμοιοί τους ανά την Ελλάδα αποτελούν τον πρώτο στρατό αυτού του κράτους και ο Ιωάννης Καποδίστριας τον πρώτο κυβερνήτη του!
Η ομιλία αυτή –σύνοψη ευρύτερου κειμένου διασκευασμένου για την περίσταση- διαβάστηκε στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Αλεξάνδρου Λευκάδας «Οι Σκάροι» την 16.07.2016, που έγινε στο λιμάνι της Νικιάνας. Στο πλαίσιο αυτό η Εφημερίς της Αγίας Μάβρας χαρακτηρίζεται «άγνωστη και ανέκδοτη»: Οι αποσπασματικές πληροφορίες, που έχουν όλοι οι μελετητές της λευκαδίτικης ιστορίας περί αυτής είναι έμμεσες και όχι από αυτοψία. Εκκρεμεί έρευνα προς αποσαφήνιση πολλών σχετικών προβλημάτων.