Εν τη ερήμω: «Ο Διγενής κι ο Χάροντας»

Ο Διγενής κι ο Χάροντας

-του Μάκη Πολίτη-

Αυτό που μ’ έχει πραγματικά συγκλονίσει στα ακριτικά τραγούδια είναι ο σεβασμός του άγνωστου ποιητή προς το πρόσωπο του θανάτου. Ο Διγενής πεθαίνει στα μαρμαρένια αλώνια από τα χέρια του Χάροντα. Ο Διγενής μέσα στο πολυεθνικό κράτος της Ρωμανίας, όπως λεγότανε τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν είναι ο νέος Ηρακλής του γένους μας. Δεν του επιβάλλεται κάποιος Ευρυσθέας, δεν παίρνει εντολές από έξωθεν εξουσίες για τους άθλους του. Τους προσφέρει από καρδιάς και με τη θέληση του στους ανθρώπους. Είναι ένας πανανθρώπινος ήρωας, μισός Ρωμιός, Έλληνας δηλαδή αλλά με την πιο ευρεία έννοια που μπορεί να πάρει αυτή η ιδιότητα, και μισός Άραβας. Εκτός από την χιλιοτραγουδισμένη του λεβεντιά διακρίνεται για την εντιμότητα, τη σεμνότητα του, διακρίνεται για τη δράση του που στόχο έχει την ευημερία και την ασφάλεια των ανθρώπων. Εκτρέπει τους μεγάλους ποταμούς και αρδεύει τεράστιες εκτάσεις, δημιουργεί παραδείσους που θα εξασφαλίσουν τροφή και υγεία στους κατοίκους της επικράτειας του. Καταδιώκει και εξορίζει έξω από τα σύνορα του, κλέφτες, απελάτες, ληστές, στρατούς και  πολέμαρχους για να διάγουν οι άνθρωποι «βίον ησύχιον και ατάραχον» κατά την ευαγγελική ρήση. Εν τούτοις δεν παύει να είναι άνθρωπος, που πρέπει κάποτε κι αυτός όπως όλοι οι άνθρωποι να «αποτίσει το κοινόν χρέος», να πεθάνει. Πεθαίνει νέος γιατί η δημοτική μούσα δεν μπορεί να φανταστεί έναν Διγενή γέρο, άρρωστο κι αδύναμο. Πεθαίνει νέος γιατί πρέπει να παραμείνει ες αεί η εικόνα του ήρωα στη μνήμη των γενεών ως έχει.

Κι ο Χάροντας δεν είναι ο φρικτός στην όψη εχθρός της μετέπειτα εικονικής πραγματικότητας. Είναι ένας αστραφτερός αρχάγγελος.

 

«Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,

πο ‘χει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια».

 

Και το κυριότερο είναι θεόσταλτος. Αυτό φαίνεται καθαρά από το δημοτικό ποίημα του «λεβέντη και του Χάρου».

 

«Λεβέντη μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου».

 

Στο τέλος όταν ο λεβέντης τον παρακαλεί για τη ζωή του, ο Χάροντας τον βεβαιώνει για τη θεϊκή πρόνοια. Οι υποχρεώσεις μας μπορούν να διεκπεραιωθούν και χωρίς τη δική μας παρουσία. Η ζωή συνεχίζεται κι αυτοί που θα μείνουν πίσω θα τα καταφέρουν.

 

  • Άσε με, Χάροντα, άσε με παρακαλώ να ζήσω,
    τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί στο ζύγι,
    τι έχω γυναίκα που ‘ναι νια και χήρα δεν της πρέπει,
    τι έχω παιδιά που ‘ναι  μικρά, ορφάνια μη γνωρίσουν.
  • Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται,
    και τα ορφανά πορεύονται κι η χήρα κυβερνιέται.

 

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Διγενή.

 

«Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει».

 

Αυτός ο στίχος δε λέχτηκε παρά για να τιμηθεί άλλη μια φορά ο Ακρίτας. Δεν είναι παρά η απορία του ποιητή. «Μπορεί να πεθάνει ένας τέτοιος άντρας»; Όμως όπως βλέπουμε παρακάτω αυτή η υπόθεση αναιρείται. Ο αρχάγγελος του θανάτου τον καλεί να παλέψουν χωρίς μπαμπεσιές, χωρίς «χωσιές», στα ίσια, έντιμα σαν πολεμιστής με πολεμιστή.

 

«Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,

πο ‘χει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,

με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια

κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του».

 

Μα ποιος είναι πιο δυνατός; Ο οικουμενικός ήρωας ή ο Θάνατος;

Κι εδώ ακριβώς η λαϊκή μούσα με λύπη αλλά και συγκατάβαση δίνει την απάντηση:

 

«Κι όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει.

Κι όθε χτυπάει ο Χάροντας το αίμα τάφρο κάνει».

 

Άμοιροι θνητοί! Τι να κάνει το αυλάκι μπροστά στην τάφρο; Ο Διγενής θα ακολουθήσει κι αυτός την μοίρα των ανθρώπων. Είτε με χωσιά, είτε στα ίσια στήθος με στήθος, σπαθί με σπαθί, ο Χάροντας είναι ανίκητος.

Ωστόσο, ο νικημένος Διγενής περνάει στην αθανασία ακριβώς γιατί εγκαταλείπει την φθαρτότητα αυτού του κόσμου νέος, δυνατός, ωραίος μέσα στο φως και την αίγλη, γίνεται τελικά το πανανθρώπινο σύμβολο που του αξίζει. Αυτό το τελευταίο σημαίνον εξέφρασε κι ο Παλαμάς στον δικό του Ακρίτα.

 

«Δε χάνομαι στα Τάρταρα,

μονάχα ξαποσταίνω.

Στη ζωή ξαναφαίνομαι

και λαούς ανασταίνω!».