Δελτίο τύπου βουλευτή κου Μαργέλη για τις καταθέσεις σε ξένες τράπεζες

 

Ερώτηση για τη φοροδιαφυγή από καταθέσεις στο εξωτερικό

 

 ρώτηση κατέθεσαν ο βουλευτής Σπύρος Μαργέλης και 10 ακόμη βουλευτές του ΠΑΣΟΚ προς τον Υπουργό Οικονομικών για το θέμα της φοροδιαφυγής που λαμβάνει χώρα μέσω της εκροής καταθέσεων σε τράπεζες του εξωτερικού.

Σύμφωνα με την ερώτηση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ «η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή αποτελούν διαρθρωτικό πρόβλημα για την εθνική οικονομία, που διογκώνεται με την αυξημένη ροή καταθέσεων σε Τραπεζικά Ιδρύματα του Εξωτερικού, ιδίως της Ελβετίας και της Κύπρου, καθώς η απόκρυψη των εισοδημάτων από τους τόκους καθιστά αδύνατη τη φορολόγησή τους».

Συνεχίζοντας στην ερώτησή τους οι βουλευτές αναφέρουν πως η πάταξη της φοροδιαφυγής και η φορολόγηση των καταθέσεων αυτών μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην αύξηση των εσόδων του κράτους και για το λόγο αυτό ζητούν από τον Υπουργό να διατάξει έρευνα για τη διαρροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό απαιτώντας την συνεργασία τόσο των ελληνικών τραπεζών όσο και των τραπεζών της Ελβετίας και της Κύπρου. Σημειώνουν, ωστόσο, πως οι έλεγχοι αυτοί θα πρέπει να επικεντρωθούν στους μεγαλοκαταθέτες και όχι στους μικρούς καταθέτες που ωθήθηκαν στη κίνηση αυτή εξαιτίας του πανικού που κερδοσκοπικά συμφέροντα δημιούργησαν και συνεχίζουν κατά καιρούς να δημιουργούν.

 Την ερώτηση συνυπογράφουν οι κ.κ. βουλευτές Μιχάλης Κατρίνης, Αμοιρίδης Ιωάννης, Γερανίδης Βασίλειος, Γικόνογλου Αθανάσιος, Καρτάλης Κωνσταντίνος, Καρύδης Δημήτριος, Κουκουλόπουλος Παρασκευάς, Κωνσταντινόπουλος Οδυσσέας, Λιντζέρης Δημήτριος και Παπουτσής Δημήτριος.

Το ακριβές κείμενο της ερώτησης έχει ως εξής:

Ένα χρόνο μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η προσπάθεια για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος που ανέρχεται στο 10,5% του ΑΕΠ είναι μέγιστης σημασίας. Η προσπάθεια αυτή μάλιστα απειλείται με αποσταθεροποίηση εξαιτίας κακόβουλων και εκ του πονηρού ενεργειών και φημών.

Παρά την πρωτοφανή μείωση του ελλείμματος κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, η κατάσταση δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Η αύξηση των εσόδων ανάγεται σε υψηλή προτεραιότητα για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, για την εικόνα που μεταδίδει το ελληνικό κράτος στην ΕΕ και στις αγορές και τελικά για την συντομότερη και ασφαλέστερη έξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό καθίσταται αναγκαία η εκμετάλλευση όλων των σχετικών δυνατοτήτων που διαθέτει το Δημόσιο.

Η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή αποτελούν διαρθρωτικό πρόβλημα για την εθνική οικονομία, που διογκώνεται με την αυξημένη ροή καταθέσεων σε Τραπεζικά Ιδρύματα του Εξωτερικού, ιδίως της Ελβετίας και της Κύπρου, καθώς η απόκρυψη των εισοδημάτων από τους τόκους καθιστά αδύνατη τη φορολόγησή τους.

Με την πρακτική αυτή ένας ιδιαίτερα υπολογίσιμος όγκος εισοδημάτων, περιλαμβανομένων και των εισοδημάτων που δεν δηλώνονται στις ελληνικές φορολογικές αρχές, διαφεύγει της φορολογητέας ύλης και έτσι το ελληνικό Δημόσιο στερείται πολύτιμους πόρους που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.

Η απόκρυψη της φορολογητέας ύλης οφείλεται εν μέρει και στην εκροή καταθέσεων σε Τραπεζικά Ιδρύματα του Εξωτερικού. Σύμφωνα με πρόσφατη Μελέτη της Εθνικής Τράπεζας η εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό ήταν η βασική συνιστώσα (85% του συνόλου) της σημαντικής μείωσης των καταθέσεων κατά το 1ο εξάμηνο του 2010.

Ήδη οι αρχές της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελβετίας, στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ ΕΕ – Ελβετίας, συμφώνησαν σε αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών οικονομικού χαρακτήρα που θα οδηγήσει στη φορολόγηση αδήλωτων εισοδημάτων βρετανών πολιτών σε τράπεζες της Ελβετίας, που αναμένεται να αποφέρει έσοδα ύψους 3,3 δις. ευρώ για το βρετανικό δημόσιο. Αντίστοιχη συμφωνία αναμένεται να ολοκληρωθεί και με τη Γερμανία, που θα επιφέρει εισπράξεις που εκτιμώνται σε δεκάδες δις. για το γερμανικό Δημόσιο ενώ θα ακολουθήσουν άμεσα σχετικές συμφωνίες με τη Γαλλία και την Ιταλία. Τα οφειλόμενα ποσά θα επιδοθούν στα κράτη μέσω της ελβετικής Φορολογικής Διοίκησης ενώ ανεπίσημα υπολογίζεται ότι με μια ανάλογη συμφωνία το ελληνικό Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει έως 2 δις ευρώ τον πρώτο χρόνο.

Η Συμφωνία αυτή μεταξύ ΕΕ και Ελβετικού Κράτους παρ’ όλο που συνήφθη το 2004 δεν κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο παρά τον Μάρτιο του 2011. Η  ολιγωρία και η έλλειψη πολιτικής βούλησης που επέδειξε η προηγούμενη Κυβέρνηση προκαλεί εύλογα ερωτηματικά. Είναι ενδεικτικό ότι τα ποσά που εισέρευσαν στην Ελλάδα από τόκους ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία κατά την φορολογική περίοδο 2006 – 2008 ανέρχονται μόλις σε 22,8 εκ. ευρώ, σύμφωνα με δήλωση του Υφυπουργού Οικονομικών στη Βουλή κατά την κύρωση της εν λόγω συμφωνίας.

Σύμφωνα με τις ίδιες δηλώσεις του Υφυπουργού, οι καταθέσεις Ελλήνων στην Ελβετία ανέρχονται σε περίπου 280 δις. Αν υπολογιστεί ότι οι τόκοι καταθέσεων φορολογούνται με ποσοστό 10% μπορεί να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ωφέλειας που θα προκύψει για το ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον, σημαντικά έσοδα αναμένεται να προκύψουν εάν οι σχετικοί έλεγχοι επεκταθούν και στο αν οι καταθέσεις καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματα σε βάθος δεκαετίας.

Βάσει του ελβετικού δικαίου, που κατ’ αναλογία μπορούν να επικαλεστούν οι ελληνικές Αρχές, τιμωρείται όχι μόνο ο φορολογικά υπόχρεος που ενεργεί ώστε να μην διεξαχθεί ή να μην ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος, αλλά και όποιος με πρόθεση υποβοηθά τη φοροδιαφυγή (Νόμος περί φοροδιαφυγής, άρθρο 177).

Τέλος, υπολογίζεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της διαρροής κεφαλαίων στο εξωτερικό, κυρίως στην Ελβετία και την Κύπρο, πραγματοποιείται μέσω τραπεζικών εμβασμάτων από ελληνικές τράπεζες. Η έρευνα θα πρέπει να επικεντρωθεί  στους μεγαλοκαταθέτες και όχι στους μικρούς καταθέτες που ωθήθηκαν σε αυτήν την κίνηση από το κλίμα πανικού που κατά καιρούς ενσπείρουν κερδοσκοπικά συμφέροντα.

 Ωστόσο, τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα κωλυσιεργούν και δεν παρέχουν τα απαραίτητα στοιχεία για τις κινήσεις μέσω εμβασμάτων στις ελληνικές αρχές, καθυστερώντας αρκετά (τουλάχιστον για 6 μήνες) ή και αρνούμενα ,επί της ουσίας, τελικά.

Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης με την παροχή φορολογικών κινήτρων για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων με  χαμηλό φορολογικό συντελεστή (5%) , ελάχιστα ποσά τελικά εισέρρευσαν στην Ελλάδα.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το ελληνικό δημόσιο έχει ισχυρές δυνατότητες αύξησης των εσόδων του και μείωσης του ελλείμματος από την εξακρίβωση του ακριβούς ποσού των καταθέσεων Ελλήνων στο εξωτερικό, στοιχείο που πρέπει να αξιοποιήσει πάσει θυσία ενεργοποιώντας και συντονίζοντας στην προσπάθεια αυτή όλα τα νομικά και διοικητικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή του. Όταν η ελληνική κοινωνία καταβάλλει σκληρούς αγώνες για να συμβάλει στην εθνική προσπάθεια, δεν είναι δυνατόν ορισμένοι να διαφεύγουν προκλητικά και να αφήνουν στους άλλους το βάρος της προσπάθειας, με αποτέλεσμα να μην τηρείται πλήρως η αρχή της φορολογικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθιστώντας αναπόφευκτη τη λήψη νέων μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Στη μάχη κατά της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής το Δημόσιο πρέπει να σταματήσει να έχει το ρόλο του κυνηγού που βλέπει το λιοντάρι μπροστά του και ψάχνει για τα ίχνη του

Με βάση τα παραπάνω, ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:

1) Αν προτίθεται να διατάξει έρευνα για τη διαρροή κεφαλαίων μέσω εμβασμάτων από τις ελληνικές Τράπεζες απαιτώντας την άμεση συνεργασία και την παροχή εκ μέρους τους των σχετικών στοιχείων ενισχύοντας το πρόσφατα ανακοινωθέν Τριετές Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κατά της φοροδιαφυγής.

2) Τι σκοπεύει να πράξει για να ενισχύσει τη συνεργασία με τις ελβετικές και τις κυπριακές τράπεζες ώστε να διευκολυνθεί η συνεργασία και να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη ροή των στοιχείων.

3) Αν θα επεκταθεί αναδρομικά ο έλεγχος και σε προηγούμενα οικονομικά έτη καθώς η δημοσιότητα που λαμβάνει το ζήτημα ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες διαρροές κεφαλαίων προς τρίτους προορισμούς προς αποφυγή ενδεχόμενης φορολόγησης.

4) Ποιο εκτιμά ότι θα είναι σε γενικές γραμμές το προσδοκώμενο όφελος για τον κρατικό προϋπολογισμό αν καταστεί η όλη έρευνα πλήρως αποτελεσματική και αποδοτική.

(Από το Γραφείο Τύπου)