«Η ζωντάνια του νεκροταφείου»- διήγημα του Αριστείδη Δάγλα

Από την σειρά διηγημάτων «Ντοπιολαλήματα», όπου ο Μεγανησιώτης συγγραφέας Άρης Δάγλας γράφει χιουμοριστικές συνήθως ιστορίες χρησιμοποιώντας το Μεγανησιώτικο ιδιόλεκτο, η σημερινή μας ιστορία. Δείτε και λίκνο εδώ

Τον ευχαριστούμε!

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Είχε αρχίσει να δροσίζει καθώς προχωρούσε το απόγευμα στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, που ήταν σκαρφαλωμένο πάνω στο λόφο με το όνομα «Αναπαυτήρια», έξω απ’ το Κατωμέρι.  Τα ψηλά κυπαρίσσια και οι αιωνόβιες ελιές, έριχναν παχύ τον ίσκιο τους πάνω στα μνήματα κι ένα ελαφρό αεράκι είχε αρχίσει να φυσάει. Έτσι, πολλές γυναίκες του χωριού, διάλεγαν αυτή την ώρα για να επισκεφτούν τους τάφους των δικών τους ανθρώπων. Άλλες άσπριζαν με ασβέστη τις πέτρες, άλλες ξεχορτάριαζαν τα μνήματα, μα όλες τους  παρατηρούσαν τι έκαναν οι διπλανές τους και ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμες να σχολιάσουν αυτά που έβλεπαν, αλλά και όσα απλά φαντάζονταν. Προτιμούσαν να μιλήσουν χαμηλόφωνα σε κοντινή απόσταση γιατί αυτά που έλεγαν, συνήθως δεν ήταν «ανακοινώσιμα» σε ευρύ κύκλο. 

-Αμεδά η Βασίλαινα, δεν επρόκαμε να χρονιάσει χήρα και την εξάνοιξε τη μπέρτα τση. Σα κεφένια τηνε βλ΄πεπω μωρ’ Μαριώ, είπε η Φώτω, μια γριά εκατοχρονίτικη που ταυτόχρονα με τα όσα έλεγε, μασούλαγε με τα ’γούλια της κάτι αδιευκρίνιστο…

-Δε θα να’ χε άλλη μαύρη μπαμπακερή βαφή ο Μπακόλας κοντεύει, απάντησε η ανηψιά της η Μαριώ ειρωνικά, ανάβοντας περισσότερο το φυτίλι της περιέργειας και της παραξενιάς της γριάς. 

-Ευτό μ’ το λες, για να με κάμεις να πάου να τση το πω στα μούτρα, είπε η Φώτω. Ο Μπακόλας έχει κουμπάνια από βαφές κι απ’ ούλα. Αλλά γλέπεις ευτήνες οι νεότερες, δε σέβουνται τίποτα. Καλά που δεν έβαλε και κόκκ΄νη τσίπα για να’ ρτει απάνω δω. Αν έζηε ο μακαρίτης ο Βασίλης θα του βγαίνανε τα μάτια του όξου σα μποβόλια… 

-Κι αν δεν έχει βαφή το μαγαζί, να τσακιστεί να βράσει μαυρή απ’ τα καλαμάρια κι ολούς απ’ τα χταπόδια του μπάρμπα Γιάννη του Μαεστή, πετάχτηκε η εγγονή της γριάς πειραχτικά. Η  Φωτεινή, που είχε το όνομα της γιαγιά της, ήταν φοιτήτρια στην Αθήνα και δεν έχανε ευκαιρία να περνάει χρόνο όποτε ερχότανε στο νησί με τη γιαγιά της και τις άλλες γριούλες. Απολάμβανε πολύ την παρέα τους και λάτρευε τη ντοπιολαλιά αλλά και τις παραδοσιακές τους ιδέες, αρπάζοντας πάντα την ευκαιρία να τις πειράζει και να τις φουρκίζει για να ακούει την αντίδρασή τους… 

-Τσώπα μωρέ σαλαμίδι, την αντίκοψε η γιαγιά. Σαν έρτεις εσύ στα χρόνια μου, ποιος ξέρει τι θα φορείς εδ’ απάνου. Από ’φτά τα μίνια που βάνουνε οι ζόρκες και περβατάνε  ανάρια μη λάχει και τα πατήσ’νε και σκοτωθούνε…

-Και πού το ξέρεις γιαγιά εσύ πως θα μείνω χήρα; Επειδή εσύ τονε ξαπόστειλες το παππούλη πάει να πει πως θα τον στείλω κι εγώ; Απάντησε για να σπάσει πλάκα με τη γιαγιά της.

-Φέα δώθε μη σε τσακώσω απ’ το μαλλί και ιδείς, παλιοθήλ’κο π’ θα πράξεις τ’ βαβά σου. Χάει να σ’μμάσεις τον αδερφό σου που ανέβ’κε στην αμυδαλιά του Τάτσ’κου και δε θα’ αφήκει τσίγαλο για τσίγαλο. Θα τ’ κόψ’νε τ’ άντερα και θα τονε πάει ροΐ μανούλα μου. Σύρε να τονε κατεβάσεις. 

-Καλά, καλά θα πάω. Αλλά να ξέρεις πως όλα αυτά είναι ξεπερασμένα. Όταν έρθει η ώρα μου, θα πω στα παιδιά μου να μου κάνουν αποτέφρωση, είπε ρίχνοντας βόμβα…

-Και τι ναι ευτό; Ρώτησε απορημένη η γριά…

-Αποτέφρωση θα πει ότι μόλις έρτει εκείνη η ώρα, σε βάν’νε μέσα σ’ ένα καμίνι σαν εκειό πό’ χ΄νε κας το λιτρουβειό και γένεσαι σκρούμπος. Μετά μαζών’νε τη στάχτ’ σου και τη ρίχν’νε σ’ ένα γκιγούμι. Όποιος θέλει το φ’λάει σ’ ένα αρμάρι, ή το αδειάζει στο πέλαο να πάει στο καλό, πετάχτηκε η Μαριώ.

Η Γριά Φώτω, αδυνατώντας να διαχειριστεί αυτή την πληροφορία για τον συγκεκριμένο νεωτερισμό, έσκυψε το κεφάλι και κατέβασε τη τσίπα της μέχρι το στόμα. Συλλογίστηκε για λίγο, την έβγαλε και άρχισε να μαλλιοτραβιέται κοιτάζοντας τον ουρανό και σκούζοντας με φωνή απόκοσμη και τρομακτική:

-Ε Μωρέ κόσμε ακούσατε τι μού’ πε; Πως θα με κάψ’νε και θα μαλαγρώσ’νε τη στάχτη μου τον Αθερ΄νό. 

-Εγώ δεν είπα τίποτα γιαγιά, απάντησε η Φωτεινή με νάζι. Η θειά Μαριώ τα παρουσιάζει έτσι τρομακτικά. Απλά αντί να σε τρώνε τα σκουλήκια στο χώμα, αποτεφρώνεσαι και μένεις σα μια γλυκιά ανάμνηση.

-Ε μωρή κοπέλα, εμουρλάθ’κες ντίπι; Σε στείλαμε να σπουδάξεις πέρα φτου και συ μού’ ρτες εδώ και δε ξέρεις τι τσαμπ’νάς; Και σα με κάψ’τε πού θα τονε βρω το παππούλη σου;

-Γιατί, αν σε θάβαμε πού θα τον έβρισκες;

-Εκεί που λέει ο παππάς, στον άλλο κόσμο. 

-Και τώρα εκεί θα τον βρεις. 

-Μη κάμ’τε κάνα αστείο. Άσε που δε τη μπορώ τη κάψη. 

-Πεθαμένη θα’σαι βρε γιαγιά. Δε θα καταλάβεις τίποτα.

-Ακούς που σ’ κρένω; Θέλω να πάου τ’ γερόντου μου τσιγάρα και ούζο. Να μ’ βάλτε κοντά και το ράδιο με μπαταρίες καλές, γιατί εκειό π’ το’ βαλα τώρα θα χάλασε. 

-Τι να τα κάνει αυτά ο παππούς;

-Να μη σε γνοιάζει! Ακούς εκεί να θέλει να με βάλει καμένη μέσα σε κατροκάνατο…

-Για λίγο θε είναι καλέ. Εξάλλου θα σε σκορπίσουμε στη θάλασσα, είπε η Φωτεινή προσέχοντας μη φάει καμιά ξανάστροφη.

Στο μεταξύ, ο έντονος διάλογος και το ενδιαφέρον θέμα της συζήτησης, προσέλκυσε κι άλλες γριές που ψόφαγαν να πουν τη γνώμη τους, ειδικά για ένα τόσο πιπεράτο ζήτημα.

-Ακούς να λέει πώς θα κάψει τ’ βαβά τση, πήρε πρώτη το λόγο η θειά Διονύσω. Α κειό ευτό το πράμα, επήε να το πάθει ο Σωκράτης ο Κούλας όταν είχε κρυφτεί μες το φούρνο του Σεσέ, τότες που’ τανε ερωτεμένος με την Ανθούλα. Εβάλανε π’ λετε τσ’ κλαρίδες οι γυναίκες να κάψ’νε το φούρνο για να ρίξ’νε τα καρβέλια και μόλις άναψε το σπίρτο η Σεσού, επετάχτ’κε όξου ο Σωκράτης σκούζοντας. Σκούξο ευτός, σκούξο κι εκειές. Τονε περάσανε για παγανό μαθές…

-Μα δεν είναι το ίδιο αυτό, είπε η Φωτεινή. Η αποτέφρωση γίνεται στους νεκρούς, όχι στους ζωντανούς.

-Μα βέβαια! Σε στείλανε να σπουδάσεις και γύρ’σες πίσω παραμορφωμένη. Ετούτα τα λένε οι κουμμενιστάδες κι οι αντίχριστοι. Μη θέλεις να κάψ’με και τα κονίσματα; Είπε μια άλλη γριά με ιερή αγανάκτηση. 

Η Φωτεινή κατάλαβε ότι το θέμα πλέον είχε αρχίσει να ξεφεύγει μιας και οι παριστάμενες δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν τη συζήτηση αυτή ελαφρά, αλλά είχαν τρομοκρατηθεί και οι αντιδράσεις τους θύμιζαν αγρίμια που απειλούνται. Η «άλλη ζωή» φαίνεται ότι στο μυαλό τους είχε την εικόνα της παρούσας, με σάρκα και οστά, με πάθη και συνήθειες εγκόσμιες…

-Πάω να κατεβάσω τον μικρό από την αμυγδαλιά λοιπόν, είπε σαν δικαιολογία, και αποχώρησε γρήγορα για την άκρη του νεκροταφείου, αφήνοντας πίσω της το μελίσσι να βουίζει…

Το θέμα του «οριστικού τέλους» δεν τις είχε απασχολήσει ποτέ.  Γι’ αυτές ήταν δεδομένο ότι η αιώνια ζωή θα διαδεχόταν την εγκόσμια και μάλιστα θα ήταν ρόδινη και απολαυστική μιας και όλες τους οι αμαρτίες θα είχαν παραγραφεί αφού θα φρόντιζαν έγκαιρα να κοινωνήσουν πριν επέλθει το μοιραίο. Βέβαια υπήρχαν και οι αιρετικές απόψεις αλλά καταπνιγόταν μέσα στη γενική αποδοκιμασία.

-Κανένας δεν ήρτε πίσω να μας πει τι γένεται εκεί απάνου, είπε μια από τις γριές.

-Φαντάσου πόσο καλά είναι που δε μας καταδέχονται, απάντησε μια άλλη.

-Μωρέ πού θα πάει και θα’ ρτει η ’ώρα τσου. Σε λίγο θα πάμε κι εμείς εκεί και θα τσου περ’λάβουμε ματαπάλε, είπε η πρώτη. Χαρέλια τσου! 

-Δε το’ χω σκοπό ακόμα, πετάχτηκε η Φώτω φτύνοντας τον κόρφο της.

Και η συζήτηση συνεχίστηκε ώσπου να εξαντληθεί όλο αυτό το τόσο ελκυστικό θέμα της μεταθανάτιας ζωής.

 Γρήγορα όμως, η καθημερινή συνήθεια και η γοητεία του κουτσομπολιού, εκτόπισε τις μεταφυσικές τους αναζητήσεις κι έτσι οι γυναίκες της παρέας, άλλαξαν θέμα συζήτησης αμέσως:

-Για ’τρα δα που το’ φτασε το μνήμα η Βαγγέλω. Το πήε μέχρι το Βαθύ. Σε μομέντο δε θα μπορ’α’ διαβούμε εδώθε. Πρέπει να σαλτάμε απάνου απ’ τσ’ πεθαμένους και να πατούμε μες τσου ξένους τάφους για να κολλήσ’με τα καντήλια μας. Λες και χώσανε κανένανε δυο οργιές του μάκρου… Ο σχωρεμένος ο Βαγγέλας ήτανε νια πιθαμή σα μ’σορ’ξά…, είπε η Λάμπρω, μια μεσόκοπη γεροδεμένη γυναίκα. 

-Τσώπα μωρή κι ακόμα δεν εβήκ’ η ψ’χή του. Εψές επέθανε ο έρμος, απάντησε χαμηλόφωνα η Σταμάτα, η αδερφή της Λάμπρως. 

-Τι να τσωπάσω που η αχορτασά τση δε λέεται; Είπε εκείνη. Τι θα καταλάβει σα πάρει μισό μέτρο τόπο; Μη σκιάχτ’κε πως  δε χωρέσει ευτήνη σαν έρτουνε και τα δικά τση τα στερνά; Σα δε ταιράζανε, δε συμπεθεράζανε. Και τ’ λόου τση σα σφελάγγι είναι, νιαν οκά… Και σε γλάστρα θα χώραε…

-Πάμε τώρα, και παραπέρα τον Οκτώβρη, σα χορταριάσει ο τόπος, τραβάς τα κουντριά παραπάνου, τη συμβούλεψε η Σταμάτα πονηρά. Βλέπετε εκείνα τα χρόνια οι τάφοι ξεχωρίζανε μεταξύ τους καθώς ήταν κυκλωμένοι από πέτρες ασβεστωμένες μιας και δεν υπήρχανε μάρμαρα και άλλες πολυτέλειες.

-Καλά λες. Πάμε και θα στη συγυρίσω γω, απάντησε η Βαγγέλω και κίνησε να φύγει.

-Μπράβο σας, πετάχτηκε η Φωτεινή που είχε γυρίσει στο μεταξύ κρατώντας το αδερφάκι της απ’ το χέρι. Αυτό που ο ένας κλέβει τόπο απ’ τον τάφο του άλλου είναι χριστιανικό; Κατά τα άλλα σας πείραξε η αποτέφρωση, ενώ σας φαίνεται φυσιολογικό να τσακωνόσαστε για λίγους πόντους χώμα. Λες και αν μεγαλώσετε το μνήμα, ο πεθαμένος θα μπορεί να απλώσει τα πόδια του αναπαυτικότερα, συμπλήρωσε κάπως νευριασμένη.  

-Ο νοικοκύρης μου εμένανε πάντως όταν επέθανε, επήε στον άλλο κόσμο μ’ ένα ποδάρι. Είχε ζάχαρο μαθές και του το κόψανε οι γιατροί, είπε η γεροντότερη.

-Κι ο δ΄κός μου που επήε με δύο, πίσω δεν ήρτε, απάντησε η διπλανή της σαρκαστικά.

– Όταν έρτει η ώρα μου και τον απαντήσω απάνω  φτου, λέτε να τονε βρω με το ποδάρι φυτρωμένο; Ρώτησε με απορία εκείνη. 

-Να ρωτήσεις το παπά Τσίτσα που ξέρει και τα εξηγάει καλά, απάντησε αυτή. 

…Και ο διάλογος συνεχιζόταν κανονικά, παραβλέποντας πλήρως τις ενστάσεις της Φωτεινής. Η μεταφυσική βεβαιότητα των γυναικών εκεί, ήταν τόσο ακλόνητη που το κορίτσι κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να συνεχίσει. Σε όλο αυτό, ήρθε να αποτελειώσει τον ορθολογισμό της η φωνή της γιαγιάς της που τής φώναξε επιτακτικά: 

-Ε μωρή κοπέλα, δε πάμε να ροβολήσ’με κατά το χωριό και θα βγούνε οι βρικολάκοι σε μομέντο; Πάρ’ τα ποδάρια σου και θα’ ρτουνε να μας γουρλώσ’νε…