Εν τη ερήμω: «Με ένα όμποε»

Ένα νέο ποίημα του Μάκη Πολίτη, του πλέον γνωστού από τους Μεγανησιώτες ποιητές, φιλοξενούμε σήμερα Κυριακή στην στήλη Εν τη Ερήμω . Ο τίτλος είναι «Με ένα όμποε».

Το ποίημα, γραμμένο στο γνωστό πλέον στιλ του ποιητή μας (γλώσσα σφιχτή και τολμηρή, πηγαίος λυρισμός, ελεύθερος και ανένταχτος στίχος, υπερρεαλιστικές και μεταμοντέρνες επιρροές και συνθήκες) μιλάει για μια κατάρα: την κατάρα των μουσικών. Εκείνων που από μύστες εκπίπτουν σε διασκεδαστές. Εκείνων που από Απολλώνιοι πρεσβευτές του αιώνιου καταντούν υπηρέτες του εφήμερου.

Οι στίχοι κατάφορτοι, όπως συχνά παρατηρούμε στην ποίηση του Μάκη, με μυθολογικές αναφορές, με μύθους ξεχασμένους στον χρόνο, με πρόσωπα που δεν υπήρξαν, μα που έχουν να πουν μυριάδες δακρυσμένες ιστορίες μέσα στους αιώνες. Κι αυτό προσδίδει στο ποίημα μια πρόσθετη δραματοποίηση και μια γεύση μεγαλοπρέπειας, σαν κι αυτήν που συναντάμε στα αρχαία περιστύλια.

Φλυάρησα όμως, απολαύστε το ποίημα:

Μ’ ένα όμποε

του Μάκη Πολίτη

Μ’ ένα όμποε θρηνώ για τον Μαρσύα
τον πρώτο της Σοφίας αυλό.
Θρηνώ για της Νιόβης τα τέκνα
που πλήρωσαν άδικα την έπαρση της Μάνας,
τη μάταιη ανθρώπινη δόξα.

Πάει καιρός που άφησα στο χιόνι
ξεκούρδιστη λύρα
να σκουριάζει και να χάνεται στα Τάρταρα.
Μα ήμουν εγώ τάχα
άρχοντας της Αμφικτυονίας,
θεμελιωτής των μεγάλων θεσμών;
Όχι, στο βυθό μόνο της μεγάλης αβύσσου,
κάτω απ’ το νερό, λαμπιρίζουν οι χαρακτήρες
πάνω στον πάπυρο,
τα χρυσά γράμματα της καταδίκης μου.

 

Και τότε πώς κουβαλάω σαράντα αιώνων μνήμες;
Και τότε πώς νοιώθω τόσο ένοχος;
Πώς έγινα συγκαταβατικός
να περιφέρω με ελεεινότητα,
σαν τον Οιδίποδα, την τιμωρία μου;
Θεός ποιος τάχα κρατώντας άγρια βουκέντρα,
με σαλαγάει στ’ αμπέλια και στα λιοστάσια;

 

Μ’ ένα όμποε θρηνώ και πάλι
τον αγαθότατο γίγαντα, τον Προμηθέα.
Ναι τον Προμηθέα που μόλις είδε
τη χρήση της φωτιάς απ’ τους θνητούς
δέθηκε, μόνος του αυτή τη φορά,
στον Καύκασο.
Τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα
περήφανη λησμονιά.
Ας έρθουν λοιπόν οι νεροσυρμές, οι θύελλες.
Ας έρθουν τα χιόνια και τα κρούσταλλα.
Ε, να! Προφασίσου πως δεν υπάρχεις,
γιε του Ιαπετού.

 

Περήφανη λησμονιά ναι, μα όχι για μένα.
Δε μου φτάνει κι ούτε μ’ αρέσει να ξεφεύγω
μέσα στων ανοήτων θεών την αυτολύπηση.
Καλύτερα να περιφέρομαι στον κόσμο
κατά τη ρήση της κόρης του Πριάμου:
«Εσύ γιε των απατηλών χρησμών,
εσύ πολυπρόσωπε λοξευτή,
πανηγυριτζής θα τριγυρίζεις
με τη φλογέρα,
τον αυλό που περιφρόνησες».

 

Κι εδώ κατέληξα
μ’ ένα όμποε να  σε θρηνώ, Λίνε.
Αλήθεια εγώ ήμουν
που έστειλα τη σαΐτα να σε βρει κατάστηθα,
τραγουδιστή των αμπελιών;
Εγώ ήμουν, δεν ήμουν εγώ, εγώ ήμουν.
Πόσους εαυτούς κουβαλάει τάχα
ετούτο το λιπόσαρκο σώμα;

 

Πανηγυριτζής του χλευασμού,
δεν παίζω επικά πνευστά.
Το όμποε μόνο
με διάκριση και ταπεινότητα
όση μπορώ, όσο αντέχω.
Έτσι περνούν τα καλοκαίρια, οι χειμώνες,
φρικτά όλα στο ασάλευτο παρόν
που καταδικάστηκα
κι ένας μόνο ραγίζει το κοσμικό υφαντό,
ετούτος ναι, ο θεοπάλαβος καρτεζινιάρης.

 

Δες τονε πάλι, στρωμένο στην μπαλιάτζα
να ρουφάει αράδα κι ανεχόρταγα
πνοή και νάμα
από τα κλήματα που φρόντισε και κανάκεψε,
κεφαλιακό, φλογάτο βερτζαμί
 και άσπρο αρετσίνωτο.
Μ’ ένα όμποε τον συνταράζω.
Πετιέται πάνω, τινάζεται, χορεύει
παραδοσιακό της τάβλας.
Τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει απ’ την αγρύπνια.
Κισσοί κι αγράμπελες
είναι μπλεγμένες στα μουστάκια του
κι ώπα ξανά,
ως να πεθάνει ο Χάροντας που τονε παραστέκει.

 

 

Στέκεται τώρα. Τα όργανα σιωπούν.
«Ε, συ γέρο με το παράξενο κλαρίνο,
ψηλά, πολύ ψηλά το πήρες.
Πού λογαριάζεις να με πάς, μωρέ;
Στο χώμα είν’ οι ρίζες μου, δε βλέπεις;
Άντε, γεροπαλλήκαρε,
πάρ’ το και πάλι απ’ την αρχή
και λάσκαρε μου δυο κλειδιά,
να ζήσεις».