Εν τη ερήμω: «Ο αετός που έκλαιγε»
Ο αετός που έκλαιγε
Τον είδα πίσω απ’ το σπασμένο τζάμι.
Άστραφταν μέσ’ στη νύχτα,
μοσχομύριζαν επάνω του
της ζωής τα σημάδια.
Ολόμαυρα θλιμμένα μάτια
και πικρό χαμόγελο αγάπης.
Μόνο στα εβένινα μαλλιά του
είχε απομείνει λίγος ουρανός
και λίγο χώμα.
Τύλιξε μ’ ένα λευκό επίδεσμο
το ματωμένο μου χέρι
κι η Angela Davies σήκωσε ψηλά
δυο ανοιχτές γροθιές.
«Μαύρε πατέρα», είπα, «τι να θέλεις;
Έχεις κιόλας είκοσι χρόνια πεθαμένος.
Γιατί ήλθες πάλι;
Τι συντάραξε
τη βελουδένια κοιλάδα της Νιρβάνας
κι ούτε να λυτρωθείς μπορείς
από τις θύμησες;
Κοίτα!
Μακριά στην εύφορη έρημο
τσιμέντο κι ατσάλι!
Πατρίδα κάτω απ’ το γαλάζιο φεγγάρι.
Δάση και λιβάδια που βούλιαξαν στη λάσπη.
Πόλεις που σάπισαν,
που έσπειραν στους υπονόμους τους
φυτά που γονιμοποίησε η αρρώστια.
Κοίτα!
Οι εχθροί σου
δεν χρησιμοποιούν πια σφαίρες.
Εκατομμύρια χέρια θυμάτων,
ζωντανών νεκρών,
υψώνονται προς αυτούς
εκλιπαρώντας λίγο θάνατο».
Ο Malcolm X γυρνάει ξανά
στα βρώμικα σοκάκια των γκέτο.
Τα βήματα του πνίγονται
στους απόηχους της rap.
«Κοίτα!
Σκοτάδι!
Απονεκρωμένα σπλάχνα,
εκπορνευμένα,
ανάξια να βλαστήσουν ανθρώπους.
Κοίτα!
Η ελπίδα μαράθηκε.
Τώρα ξέρω. Καταλαβαίνω.
Πρέπει κάποιος πάλι να σταυρωθεί.
Ξέρω ναι!
Πάλι και πάλι!
Κι οι καμπάνες να σημάνουν ξανά πένθιμα.
Πάλι και πάλι!
Ώσπου κάποια φορά
απρόσμενα, ανέλπιστα,
όταν δεν θα ‘χουμε πια δάκρυα,
ούτε ρούχα, ούτε πρόσωπα,
σημάνουν αναστάσιμα».
Δυο σμαραγδένιοι μύδροι
κύλησαν στα μάγουλα του.
Άπλωσε τα χέρια, ανυψώθηκε.
Τώρα τα χέρια έγιναν
γιγάντιες αϊτοφτερούγες
που πλατάγισαν σκληρά στον αέρα.
Πήρε ξανά το δρόμο της επιστροφής
ολόκληρος μεταμορφωμένος αετός.
Κι έτρεχαν απ’ τα μάτια του τα σμαράγδια
και τα λιβάδια και τα δάση κι οι πόλεις
γέμισαν ουρανό και χώμα.
Έτσι χάθηκε στο Υπερπέραν
ο Martin Luther King.
Μόνος απόμεινα
να κοιτάζω το σπασμένο τζάμι
και το χέρι μου
αιμορραγούσε ακόμα.
Μάκης Πολίτης