«Νοικοκυριό όπως παλιά …»

Οι συσκευές των παλιών σπιτιών πριν την τεχνολογία …

Τα χρόνια πέρασαν και ίσως λίγοι γνώρισαν ή θυμούνται τον οικιακό εξοπλισμό ή τα «τσάντζαλα» του (όχι και τόσο μακρυνού) παρελθόντος.  Πάντως καλό είναι να γνωρίζουμε πώς ζούσαν οι παλιότερες γενιές και να είμαστε και ευχαριστημένοι που έχουμε, τουλάχιστον, τις στοιχειώδεις ανέσεις. 

Βέβαια ας  μη ξεχνάμε ότι σε πολλά μέρη του κόσμου ακόμα δεν έχουν ούτε αυτά που βλέπετε στις φωτογραφίες…

Βρυσούλα

Εγκατάσταση παροχής…τρεχούμενου νερού. Πλύσιμο πιάτων, χεριών, προσώπου, κλπ. με τη βρυσούλα γινόταν, που όμως χρειαζόταν συνεχώς να γεμίζει από τη  λαίνα, το μπρακάτσι, τη λάτα  ή από άλλο αγγειό.

Σκάφη

Το “πλυντήριο” της γιαγιάς. Ξύλινη πέτρινη ή από λαμαρίνα. Μέσα, διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Μπουγάδα με το χέρι και πράσινο ή άσπρο σαπούνι (δεν υπήρχαν άλλα απορρυπαντικά). Από τις σκληρότερες δουλειές της νοικοκυράς που δεν είχε “δούλες” (έτσι έλεγαν τις οικιακές βοηθούς) ούτε “παραδουλεύτρες”. Συχνά η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μιά και τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν ήταν και καθημερινή συνήθεια. Κάθε Σάββατο και αν…

Τον εξοπλισμό συμπλήρωνε η πλυταριά. Απαραίτητη για το τρίψιμο των ρούχων.

Το βαποράκι

Ή βαπορέτα…Σίδερο με κάρβουνα. Πριν αποκτήσουν σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο (πολλές περιοχές συνδέθηκαν τη δεκαετία του 1970) δεν είχαν άλλο τρόπο να σιδερώνουν τα ρούχα οι νοικοκυρές, από το βαποράκι. Τα ξυλοκάρβουνα “χώνευαν” στο εσωτερικό του σκεύους και θέρμαιναν την πλάκα.

Το φανάρι

Η κλούβα...Ο πρόγονος του ψυγείου πάγου, το φανάρι, έτσι το έλεγαν , έμοιαζε με το φανάρι που χρησιμοποιούσαν στα καΐκια, και όχι μόνο. Οι σίτες εμπόδιζαν τα έντομα να πλησιάσουν τα φαγητά και ο διερχόμενος αέρας δημιουργούσε κάπως καλύτερες συνθήκες διατήρησης, από τον στάσιμο αέρα του ντουλαπιού. Ο χρόνος διατήρησης δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις μερικές ώρες, άντε ένα 24ωρο!

Ψυγείο πάγου

Το ψυγείο πάγου ήταν η επανάσταση! Παγοποιεία υπήρχαν πολλά (λίγα υπάρχουν ακόμη, αλλά για άλλους σκοπούς) σε όλη τη χώρα. Οι διανομείς γύριζαν με ένα φορτηγάκι ή καροτσάκι που έσπρωχναν με τα χέρια και άφηναν συνήθως ένα τέταρτο της κολώνας (τόσο χωρούσε). Το νερό έβγαινε παγωμένο από το ντεποζιτάκι που υπήρχε στο εσωτερικό τους, αλλά η θερμοκρασία στο θάλαμο δεν πρέπει να ήταν χαμηλότερη από 10-12 βαθμούς C, στη καλύτερη περίπτωση.

Αιγινήτικο κανάτι

Η καπάσα η λαϊνα ή το ρομπόλι…Εναλλακτικός τρόπος ψύξης του νερού. Πριν ακόμη την εμφάνιση του ψυγείου πάγου (αλλά και μετά) ήταν σε χρήση το Αιγινήτικο κανάτι, για να δίνει δροσερό νερό. Η μέθοδος βασίζεται στην αρχή της φυσικής, ότι όταν ένα υγρό εξατμίζεται, απορροφά θερμότητα. Τα κανάτια ήταν από πορώδες υλικό (πηλό) που επέτρεπε μια μικρή ποσότητα νερού να βγαίνει στην εξωτερική επιφάνεια του κανατιού. Έτσι, το κανάτι “ίδρωνε” και το τοποθετούσαν σε σημεία με ρεύμα αέρα (συνήθως στα πρεβάζια των παραθύρων). Ο αέρας προκαλούσε εξάτμιση και η εξάτμιση έριχνε τη θερμοκρασία στο εσωτερικό του και το νερό απλώς δρόσιζε κάπως, ώστε να πίνεται.

Λάμπα πετρελαίου

Οπου δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχαν οι λάμπες πετρελαίου. Σε μερικές ταβέρνες χρησιμοποιούσαν και λάμπες “Λουξ” που λειτουργούσαν με υγραέριο και έβγαζαν ένα πολύ λαμπρό φως (σήμερα τις χρησιμοποιούν στις ψαρόβαρκες γρι-γρι για να προσελκύουν τα ψάρια). Η λάμπα (το λαμπογυάλι) είχε το φυτίλι, του οποίου η μία άκρη ήταν βυθισμένη στο πετρέλαιο που βρισκόταν μέσα στο δοχείο. Σηκώνοντας το φυτίλι με το χειρισμό μιάς ροδέλλας δυνάμωνε η ένταση του φωτός, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος να σπάσει το γυαλί από τη υψηλή θερμοκρασία. Πολλοί διαπρεπείς επιστήμονες των περασμένων γενιών διάβαζαν στο φως του πετρελαίου ή του κεριού, που τότε δεν ήταν αξεσουάρ πολυτελών εστιατορίων, αλλά αναγκαίο για το φωτισμό, είδος.

Γκαζιέρες και καμινέτα

Το μαγείρεμα γινόταν με γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο ή βενζίνη (σπανιότερα). Ηταν πολύπλοκα εργαλεία που οι νοικοκυρές ήταν απόλυτα εξοικειωμένες μαζί τους. Τρομπάριζαν αέρα μέσα στο δοχείο του καυσίμου, ώστε αυτό να ανεβαίνει στον καυστήρα. Συχνά βούλωναν και υπήρχαν ειδικά βελονάκια για το ξεβούλωμά τους.
Υπήρχαν και οι φουφούδες, μιά κατασκευή παρόμοια με το μαγκάλι, αλλά με σχάρα, για να τοποθετείται η κατσαρόλα. Ο καφές ή τα αφεψήματα ψήνονταν στα καμινέτα που έκαιγαν μπλε οινόπνευμα. Το γκαζάκι δεν υπήρχε τότε και μόνο τα σχετικά πλούσια νοικοκυριά είχαν σύνδεση με το φωταέριο. Πολυτέλεια ήταν και οι στόφες, οι κουζίνες με ξύλα που διέθεταν και φούρνο. Τα φουρνιστά τα έστελναν στο γειτονικό φούρνο που δούλευε σε φοβερούς ρυθμούς τις Κυριακές, που ο κόσμος έτρωγε κρέας ψητό, με μακαρόνια, κριθαράκι ή πατάτες.

Μαγκάλι

Η θέρμανση του φτωχού…Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο έχει γίνει χρυσάφι! Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ και επάνω από το μαγκάλι έψηναν κανά κοψίδι ή φέτες ψωμί. Συχνά τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) που σκότωνε ολόκληρες οικογένειες! Βέβαια υπήρχαν και οι ξυλόσομπες, οι σόμπες με κάρβουνα, καθώς και οι σόμπες πετρελαίου, αργότερα αυτές. Κεντρική θέρμανση διέθεταν τα πλουσιόσπιτα, αλλά καύσιμη ύλη ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο και κάποιος (συνήθως το υπηρετικό προσωπικό) έπρεπε να κατεβαίνει κάθε τόσο στο υπόγειο, να τροφοδοτεί τη φωτιά.

Σερβάντα

Η Σερβάντα συνήθως ήταν ξύλινο έπιπλο με μια μικρή βιτρίνα όπου η νοικοκυρά φύλαγε τα πιο καλά σερβίτσια της ένας μικρός χώρος μπροστά με την φωτογραφία της γιαγιάς και του παππού συνέθεταν το σκηνικό που συναντούσαμε στα πιο πολλά σπίτια της προηγούμενης γενιάς. Σ’ αυτό το σπίτι μεγαλώσαμε. Η μάνα καθάριζε την Σερβάντα κάθε φορά με ευλάβεια το καλό σερβίτσιο, τις κίκαρες και τα φλετζάνια που ήταν  ήταν από την φτωχική της προίκα ή δώρο από καμιά αθηναία στο γάμο της, ή τόχε φέρει από τα καράβια κάνας συγγενής ναυτικός και το θεωρούσε γρουσουζιά να σπάσει. Πηγαίναμε πολλές φορές στα κρυφά να το χαζέψουμε να αποκαλύψουμε τα μυστικά του να καταλάβουμε γιατί ήταν τόσο πολύτιμο για την μάνα. Πάνω είχε χρυσοκέντητα σχέδια  και καλοφτιαγμένα με φινέτσα και την μόδα της εποχής.Και η μάνα έλεγε στην ερώτηση μας «Kαλά αυτό γιατί δεν το βγάζουμε;» «Aστο ρε παιδάκι μου μην έρθει κάνας «άνθρωπος» και με την λέξη «άνθρωπος» εννοούσε κάποιον φιλοξενούμενο που θα έρθει πρώτη φορά σπίτι μας. Όχι την γειτόνισσα, όχι τους συγγενείς. Και η Σερβάντα παρέμεινε εκεί χρόνια άθικτη, περήφανη, στολισμένη με τα μέρλα και τα πετσετάκια, κατακάθαρη περιμένοντας τον «‘άνθρωπο» να μας θυμίζει την κουλτούρα μιας εποχής που έφυγε μαζί με την ανεμελιά και τα μικρά μας όνειρα.

Ο Λαγουμάνος

Μαρμάρινος ή πέτρινος ο νεροχύτης είχε τη θέση του στην κουζίνα. Χωρίς σιφώνια και σωλήνες. Χωρίς βρύσες με ζεστό και κρύο νερό.

Μια βρυσούλα έσταζε ίσα ίσα το νερό που πλέναν τα πιάτα κι όλα τα κουζινικά. Από κάτω μια λάτα μάζευε τα απόνερα . Καμιά φορά ξεχείλιζε χωρίς να το πάρουν είδηση και πλυμμίριζε η παλιοκουζίνα νερά. Μια πάνινη ποδιά μπροστά έκρυβε όλη αυτή την τσαπατσουλιά. Περασμένη σε λάστιχο και καρφωμένη με δυό πρόκες στις άκρες. ‘Αλλαζε κι αυτή τις γιορτινές μέρες.

Ο Φούρνος της αυλής

Αν μπορούσε να μιλήσει αυτός ο φούρνος…Πόσες ιστορίες, πόσους καημούς, κουτσομπολιά, νέα, έχει ακούσει καθώς περίμεναν οι γυναίκες της γειτονιάς να γίνει το ψωμί, το φαί, το γλυκό.

Σωτήρια κατασκευή που υπήρχε σχεδόν σεκάθε γειτονιά. Κυρίως στα πιο ευκατάστατα. Εξυπηρετούσαν όμως όλη τη γειτονιά. Με τη σειρά και ανάλογα με τη χωριτικότητα έμπαιναν κι έβγαιναν τα τεψά και μοσκοβόλαε ο τόπος.

Τις Κυριακές έκαιγε ασταμάτητα από το χάραμα μέχρι το δείλι. Πεντανόστιμα ροδοκοκκινισμένα φαγητά. Και ευκαιρία για ξαπόσταμα, κουβέντα και…ψυχοθεραπεία της μάνας, της γιαγιάς , της κοπέλας.

Κάτασπρος από τον ασβέστη. Απαραίτητα εργαλεία ο σούδαβλος η μάσα και η μπούκα, (το κλείστρο) που ήταν ο πάτος από ένα βαρέλι σιδερένιο.

Εικόνες περασμένης εποχής. Εργαλεία που έζησαν γενιές και γενιές. Μνήμες ατσαλάκωτες . Και τα λιγοστά απομεινάρια από αυτές κοντεύουν κι εκείνα να σβήσουν .

Η τεχνολογία, η γνώση, και η εξέλιξη ήρθαν να ευκολήνουν την ζωή της γυναίκας επιτρέποντας της να βγεί από το σπίτι και να δουλέψει να γίνει ισότιμη με τον άντρα και να εξελιχθεί και η ίδια σαν άνθρωπος και σαν προσωπικότητα.

Αυτές οι γυναίκες  δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ ποδολόγα. Δεν θα κουβαλήσουν ξύλα και νερό στο κεφάλι και δεν θα κάψουν τα χέρια τους από τον ασβέστη την ποτάσα και το πετρέλαιο και το λευκίνι. 

Κι εκείνες οι γυναίκες που έγραψαν τη δική τους ιστορία στην…κουζίνα θα ζούν μέσα  στα δικά μας  γραπτά , στις παλιές φοτωγραφίες και στις αχνές παιδικές μας μνήμες.