«Volo surgere»- ποίημα του Μάκη Πολίτη
Volo surgere
Ανάψτε το φως.
Ένας ανελέητος άνεμος με σπρώχνει τώρα
και πέφτω πάνω στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα.
Πίσω απ’ αυτό καραδοκούν θηρία
με τον αριθμό του Αντίχριστου στο κούτελο.
Φοβάμαι κι εσένα Φρίντιχ, δεν σ’ εμπιστεύομαι πια.
Σε είδα να παραμονεύεις στο σκοτάδι.
Να χτίζεις βωμό στην αλαζονεία μου.
Ανάψτε το φως.
Οι πρόγονοι σκαρφαλώνουν στις ανεμόσκαλες λυσσασμένοι.
Φρικτές κατηγόριες ακούγονται.
Άλλαξα το όνομα μου,
πρόδωσα λένε τα απαράγραπτα προνόμια
μιας νόμπιλης γενιάς.
Αφήστε με ήσυχο, βρικόλακες με τις άσπρες περούκες.
Ποτέ δεν ήμουνα δικός σας.
Γεννήθηκα στον ίσκιο μιας φτωχής, ρημαγμένης ιτιάς.
Ανάψτε το φως.
Το δωμάτιο κατακρημνίζεται
σε μια κόλαση απαρτχάιντ.
Απ’ τ’ αγκωνάρια του ξεπετάγονται
σιδερένιες γέφυρες, γερανοί,
πλοκάμια που απλώνονται και υπονομεύουν
ότι καταστάλαζε μέσ’ στην ψυχή μου γαλήνη.
Τι ζητούσα, Θεέ μου;
Και τώρα ποιος προστάζει την αρρώστια;
Ποιος αποσαθρώνει το δίκαιο αρμόδεμα του σύμπαντος;
Ανάψτε το φως, προλάβετε.
Όχι, όχι, ετούτο δεν είναι ποίημα.
Πού είν’ η μουσικότητα, πού είναι ο ρυθμός;
Μια κραυγή πνιγμένη είναι μόνο.
Ανοίγω το στόμα μου, μα ότι βγαίνει
δεν είναι παρά κιτρινισμένα σουδάρια.
Ανάψτε το φως, προλάβετε, σώστε με.
Θέλω να ξυπνήσω.
ΣημΜΤ: (Volo surgere =(λατινικά) Θέλω να ξυπνήσω.