Ο Λάμπρος Δάγλας (Λαμπράκης) στην Μακρόνησο
Ο θρύλος της Μεγανησιώτικης Αντίστασης Λάμπρος Δάγλας (Λαμπράκης) εξόριστος στη Μακρόνησο
Άρθρο του Φ.Κολυβά, πηγή: www.kolivas.de
Ο Λάμπρος Δάγλας (αριστερά με το χέρι στο γόνατο) εξόριστος το 1948 στο Μακρονήσι
[Λεζάντα φωτογραφίας: Α΄ Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου, 1948. Σημείωση στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: «Άκρη αριστερά με σταυρωμένα τα χέρια στο γόνατο: o Λάμπρος (επιλοχίας)»].
Στις κατά καιρούς αναζητήσεις μας για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας έχουμε πέσει δυο φορές ως ώρας πάνω στο θρύλο της μεγανησιώτικης Αντίστασης, τον Λάμπρο Δάγλα (Λαμπράκη).
Ο Λάμπρος Δάγλας (στη μέση με το δίκωχο) εξόριστος το 1948 στο Μακρονήσι
[Λεζάντα φωτογραφίας: Στο βάθος η πλαγιά του θεάτρου. Α΄ Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου. Ημερομηνία φωτογραφίας: 3/9/1948. Σημείωση στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: «Στο 2ο λόχο. Λάμπρος Δαγκλάς, Λευκάδα» (σ.σ. έχει γραφτεί λάθος το όνομά του].
Η μια ήταν στο χειρόγραφο του Γιώργου Σγουρού, ειδικού απεσταλμένου της ΠΕ του ΕΑΜ στη Λευκάδα από τον Φλεβάρη μέχρι τον Μάη του 1944. Ο Σγουρός είχε ξεκινήσει την περιοδεία του από το Μεγανήσι, προτού περάσει στις 15 Φλεβάρη του 1944 με μια βάρκα στο Νυδρί. Μέσα από τις σημειώσεις του βρίσκουμε τον Λαμπράκη, όπως αποκαλούνταν ο Λάμπρος Δάγλας, να είναι γραμματέας του ΕΑΜ στο χωριό του, το Κατωμέρι, και να συντροφεύει ως σύνδεσμος τον Σγουρό στην πορεία του για το Σπαρτοχώρι.
Ο Λάμπρος Δάγλας (δεξιά στην κάτω σειρά) εξόριστος το 1949 στο Μακρονήσι
[Λεζάντα φωτογραφίας: Λ. Δάγλας (σ.σ. εσφαλμένα έχει γραφτεί ως Λ. Δαγκλάς). Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου, 14/12/1949].
Γράφει ο Σγουρός (Δες εδώ απόσπασμα από το χειρόγραφό του):
«… Συνέχεια του αχτίφ κάναμε πλατειά συζήτηση στο καφενείο του χωριού με συμμετοχή της πλειονότητας των κατοίκων με θέμα τους σκοπούς και τους αγώνες του ΕΑΜ. Η εντύπωση από την ομιλία ήταν καταπληκτική. Αλλεπάλληλες ερωτήσεις δείχνανε το ενδιαφέρον των χωρικών για ότι ακούγανε και που μέχρις εκείνης της στιγμής τα περισσότερα τους ήταν άγνωστα. Ακόμα τους κάνανε εντύπωση τα κηρύγματα συμφιλίωσης και αγάπης που έκανε η οργάνωσή μας, αντίθετα με τα κηρύγματα μίσους και εξόντωσης που έριχνε η Αντίδραση. Εμείς λέγαμε: «Μόνο στην ενότητα και την αλληλεγγύη η λευτεριά και η προκοπή μας». Αυτοί λέγανε ότι και οι Γερμανοί: «Θάνατος στους ΕΑΜίτες (και ας είναι οι περισσότεροι Έλληνες εαμίτες) με την βοήθεια των γερμανών».
Αργά το απόγευμα ξεκίνησα με τον γραμματέα του χωριού Λαμπράκη, σαν σύνδεσμο, για το Σπαρτοχώρι, πρωτεύουσα του Νησιού και έδρα μιας από τις 5 τομεακές της Λευκάδας. Έγιναν οι απαραίτητες συνεργασίες με την τομεακή και την οργάνωση του χωριού. Εδώ η κατάσταση είναι κάπως πιο καλή. Λειτουργούν κανονικά οι επιτροπές και καταπιάνονται με τη λύση των προβλημάτων που απασχολούν το χωριό. Τους λείπει μόνο η πείρα για να παρακολουθήσουν και οργανώσουν το άλλο το χωριό το Κατωμέρι (Βαθύ).»
Τη δεύτερη φορά, πρόσφατα, βρήκαμε τον Λαμπράκη να είναι εξόριστος το 1948 και 1949 στο κολαστήρι της Μακρονήσου – τις φωτογραφίες αγνοούσαν ακόμη και οι πιο κοντινοί του συγγενείς). Έναν τόπο κόλαση που ύμνησαν στο παρελθόν ως εξής κορυφαίοι αστοί πολιτικοί: «Στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε η Ελλάς ωραιοτέρα από κάθε φορά. Η ιστορία θα γράψει πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο» και «Παρθενώνας του νέου ελληνισμού» (τάδε έφη Παναγιώτης Κανελλόπουλος) ή «αναρρωτήριο ψυχών», μια «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», μια «νέα Έδεμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας» (τάδε έφη Κωνσταντίνος Τσάτσος, μετέπειτα (1975-1980) Πρόεδρος της Δημοκρατίας).
Ο ίδιος ο Λάμπρος Δάγλας, που έζησε στο πετσί του, όπως και χιλιάδες άλλα παιδιά του ελληνικού λαού που είχαν το θάρρος να αγωνιστούν για μια άλλη κοινωνία μακριά από την αδικία και την εκμετάλλευση, τον «Παρθενώνα του νέου ελληνισμού», είχε πει για την εποχή εκείνη:
«Δεν υπάρχουν λέξεις κατάλληλες για να περιγράψουν την ζωή μας εκεί … για να διατηρούμε την σιλουέτα μας, από το πρωί ως το βράδυ κουβαλούσαμε πέτρες … ήταν η εποχή που σώπαιναν οι λύκοι γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι…»
(Οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Μάργαρη. Έχουν δημοσιευτεί στο «Ψηφιακό Μουσείο Μακρονήσου» που δημιουργήθηκε από τα Αρχεία Σύγχρονης Ιστορίας (ΑΣΚΙ), σε συνεργασία με το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού).
Ο Λάμπρος Δάγλας (Πανολάμπρος ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στο Κατωμέρι το 1925 από την Μαρία, δεύτερη γυναίκα του Αριστείδη Δάγλα. Ορφάνεψε σε ηλικία 5 χρόνων και μεγάλωσε ανάμεσα σε τρεις αδελφές, τον πατέρα και τον θείο του τον παπά-Μηνά. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Κατωμέρι και συνέχισε στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Λευκάδας.
Όταν κηρύχτηκε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, το Γυμνάσιο μπήκε κάτω απ’ την κηδεμονία των Ιταλών που παρακολουθούσαν άγρυπνα τα μαθήματα και τις δραστηριότητες των μαθητών. Χαρακτηριστική ήταν μια επιγραφή που ανάρτησαν στο σχολείο “Salutare Romanamente”. Παρ’ όλη όμως την εποπτεία τους οι μαθητές έβρισκαν τρόπους να δίνουν τον δικό τους αγώνα αντιστεκόμενοι στον κατακτητή.
Το 1942 έκλεισαν το Γυμνάσιο κι ο Λάμπρος γύρισε στο χωριό, συνεχίζοντας τον αγώνα του μέσα από το ΕΑΜ Νέων και την ΕΠΟΝ. Στην αρχή του 1943, προδόθηκε η οργάνωση και για ν’ αποφύγει την σύλληψη έμεινε κρυμμμένος σ’ ένα δωμάτιο δύο μήνες.
Γυρίζοντας στη Λευκάδα από το Ξηρόμερο πιάστηκε από Ιταλούς και βασανίστηκε στο Βλυχό 20 μέρες ώσπου μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λευκάδας και κρατήθηκε 4 μήνες. Μετά την συνθηκολόγηση, επέστρεψε στο χωριό απ’ όπου είχαν φύγει οι Ιταλοί κι είχαν μείνει μόνο 2-3 Γερμανοί.
Εκεί προσπάθησε να αναδιοργανώσει την ΕΠΟΝ, να οργανώσει τα παιδικά συσσίτια και παράλληλα έδωσε εξετάσεις και πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου. Αυτή την περίοδο, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα πολιτιστικά στο νησί, ανεβάζοντας θεατρικά έργα εθνικού περιεχομένου κι ήταν τότε που πρωτοεμφανίστηκε γυναίκα του χωριού επονίτισα σε ρόλο στην σκηνή.
Τον Ιούλιο του 1944 κατατάχτηκε στο σύνταγμα Ιονίων νήσων του ΕΛΑΣ, έλαβε μέρος στην απελευθέρωση των νησιών, Ιθάκης, Κεφαλονιάς, Λευκάδας, ώσπου τους ανάγκασαν να παραδώσουν τα όπλα.
Το 1945 πιάστηκε με την κατηγορία κατοχής πολεμικού υλικού, μεταφέρθηκε στην Πάτρα, φυλακίστηκε κι αθωώθηκε μετά από ενάμισι χρόνο. Επιστρέφοντας στο νησί, άρχισε να δουλεύει αγιογραφώντας τις εκκλησίες, βάφοντας σπίτια, ζώντας μέσα σε συνεχή ανασφάλεια, μέχρι τον Νοέμβρη του 1947 όταν πιάστηκε ξανά και μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου κι έμεινε ως τον Απρίλη του 1950. Έχει πει ο ίδιος γι΄ αυτή την περίοδο “δεν υπάρχουν λέξεις κατάλληλες για να περιγράψουν την ζωή μας εκεί … για να διατηρούμε την σιλουέτα μας, από το πρωί ως το βράδυ κουβαλούσαμε πέτρες … ήταν η εποχή που σώπαιναν οι λύκοι γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι”.
Όταν αφέθηκε ελεύθερος, γύρισε πάλι στο χωριό κι άνοιξε κουρείο. Αργότερα ανέλαβε διαχειριστής στο λιοτριβείο του αγροτικού συνεταιρισμού, ασχολούμενος πάντα με το ανέβασμα θεατρικών έργων συνεχίζοντας την κομματική του δράση κι αγιογραφώντας. Πολύ καλός αγιογράφος, αυτοδίδακτος με μεγάλο μεράκι στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου στο Κατωμέρι, αποκάλυψε παλιά τοιχογραφία του Αγ. Γιώργη κι άλλες στο τέμπλο και τις θύρες.
Τον Απρίλη του 1967 συνελήφθη από την χούντα κι οδηγήθηκε στη Γυάρο.
Από το 1975 έως το 1990 εκλέγονταν πρόεδρος στην Κοινότητα Κατωμερίου. Έγινε πρόεδρος του συνδέσμου ύδρευσης κοινότητας Μεγανησίου απο το 1978 ως το 1988. Στην διάρκεια της θητείας του κατάφερε να γίνουν πολλά έργα στο νησί.
Πέθανε το 2015 και κηδεύτηκε στις 6 Γενάρη σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Κατωμέρι Μεγανησίου.
(Τα βιογραφικά στοιχεία είναι από το Meganisi Times)