Τα (ει) ’κονοστάσα των δρόμων
Τα (ει) ’κονοστάσα των δρόμων – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς
Τα συνηθισμένα (ει)κονοστάσα που γνώριζαν οι παλιότεροι, ασφαλώς, δεν ήταν κάτι το τοπικό. Απλά, από μέρος σε μέρος κι από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, η ύπαρξή τους σηματοδοτούνταν από παλιά. Είχαν κοινό λατρευτικό σκοπό αλλά διαφέρανε στο ύφος και στα υλικά. Κυρίως τα τοπικά υλικά ήταν εκείνα που κατεύθυναν και την αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία. Σ’ όλη την Ελλάδα ήταν δημιουργήματα λαϊκών μαστόρων και γι’ αυτό, η ανομοιότητα που προέκυπτε (ακόμα και από τον ίδιο μάστορα) έδινε στο καθένα, απ’ αυτά, τη δική του «προσωπικότητα».
Στο δικό μας τοπικό επίπεδο ελάχιστα έχουν απομείνει και γι’ αυτό, όπως πάντα, φρόντισαν οι κατά καιρούς «οδοχαράκτες», επειδή οι θεμελιωτές αυτών των κτισμάτων, είχαν την ατυχή έμπνευση να τα κατασκευάσουν στο πλάϊ του δρόμου. Τότε που οι χωρικοί πηγαινο-ερχόντανε στη Χώρα, με τα υποζύγιά τους ή «ποδαρόδρομο», δεν υπήρχε κύριος δρόμος (χωματόδρομος βεβαίως) ή παρακλάδι του, που να μην είχε στο πλάϊ του το απαραίτητο λιθόκτιστο ’κονοστάσι. Η συνήθεια κατασκευής τέτοιων λατρευτικών κτισμάτων, διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, αλλά απέχουν αρκετά από την ανάγκη μιας θρησκευτικής επιταγής. Μάλλον για καταστάσεις που σχετίζονται με ατυχήματα ή τον θάνατο, λόγω υπερβολικής ταχύτητας.
Για τα παλιά ’κονοστάσα του δρόμου, υπήρχε πάντα ο σκοπός της κατασκευής τους, ο οποίος δεν ήταν, υποχρεωτικά, συνδεδεμένος με τραγωδίες(1) αλλά και σε διάφορα δρώμενα που είχαν να κάνουν με τα αγροτο-κτηνοτροφικά έθιμα συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων πούχαν σχέση με τα θαλασσινά επαγγέλματα.
Η λιτότητα που χαρακτήριζε εκείνες τις κατασκευές, τόσο στην αρχιτεκτονική γραμμή όσο και στα υλικά, απόπνεε την απλότητα και τον σεβασμό προς τα πατροπαράδοτα στοιχεία της πίστης, καθώς η καθαρότητα του ασβεστωμένου όγκου διέχεε το αμόλυντο λευκό. Τα σημερινά τυποποιημένα ’κονοστάσα, κάθε άλλο αντέχουν τη σύγκριση, αφού είναι κατασκευασμένα από τα γνωστά ψυχρά υλικά (σίδερο-γυαλί) και μάλιστα δίνουν την εντύπωση ότι ο «υπόχρεος» βιάζεται να ξεφορτωθεί την υποχρέωση προς τα θεία. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ανήκουν τα ’κονοστάσα (τα οποία στήνονται εν ριπή οφθαλμού) των… διασωθέντων «επί της καμπής της οδού ή κατά την άφρονον προσπέρασιν».
Πλην των σιδηρόπλεκτων κουβουκλίων, τύπου «σκυλόσπιτου» που στηρίζονται πάνω σε τέσσερα χτικιάρικα πόδια, τώρα τελευταία ξεφύτρωσαν και άλλου είδους κακόγουστων κατασκευών και μάλιστα σε απομίμηση βυζαντινού (ο όρος δεν είναι σωστός) ναΐσκου, υπό σμίκρυνση, καμωμένες από χυτό υλικό (τσιμέντο – σκληρό κονίαμα) και διανθισμένες με συμπαγείς οπτοπλίνθους, με τρούλλους και άλλα παρόμοια στοιχεία. μάλιστα τα πουλάνε και χρωματισμένα ή κατόπιν παραγγελίας.
Στο παρόν σημείωμα, δεν υπάρχει η παραμικρή σκέψη ν’ αναλυθούν τα ευτελή κατασκευάσματα του σήμερα, παρ’ όλο που συναντώνται σε ποικίλα μεγέθη, σε διαφορετικό αρχιτεκτονικό ύφος και καταθλιπτικούς χρωματισμούς (βλέπε χρώμα ανοικτό καφέ, κάτι που συναντάται σε ευρεία κλίμακα στα ενδότερα της Ελλάδας). Πρόθεση είναι η περιγραφή των λιθόκτιστων ’κονοστάσων, έτσι όπως τα θυμούνται οι παλιότεροι, αφού είναι θέμα χρόνου πότε θα «εξαφανιστούν» τα εναπομείναντα. Ήδη απ’ την περιοχή της Χώρας εξέλειπαν τρία-τέσσερα.
Ο συνήθης όγκος αυτών των κτισμάτων, αποτελούνταν από δυο κύρια μέρη: την εδαφιαία υπερυψωμένη βάση και το κουβούκλιο. Η βάση αποτελούνταν από το είδος της πέτρας που αφθονούσε στην περιοχή (αργόλιθοι, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι, πυριτόλιθοι, αργιλλόλιθοι) και υψωνόνταν, περίπου, στο μισό του ανθρώπινου αναστήματος. Η σύνδεση των λίθων γινόταν με ασβεστο-λαν-τσα, δηλαδή μείγμα ασβέστη και λεπτόκκοκου άμμου, τον οποίο προμηθευόνταν από τα ρυάκια του ρόβολου (της πλαγιάς στην οποία καλλιεργείται το αμπέλι, η ελιά και κυρίως εκεί που υπάρχει κυπαρισσόλογγος) ή από κάποια γειτονική σούδα. Επίσης αν εκεί κοντά υπήρχε κάποιο ρημαγμένο καλύβι, ο μάστορας έπαιρνε δυο-τρία σπασμένα κεραμίδια και αφού τα κοπάνιζε με το σκεπάρνι, ώσπου να γίνουν τρίμματα, ενίσχυε περισσότερο το μείγμα. Εάν στην περιοχή αφθονούσε ο πηλός, τότε παίρνοντας μια ποσότητα, την κονιορτοποιούσε ρίχνοντάς την στον ασβέστη μαζί με τα πενιχρά άλλα υλικά.
Η βάση, ως επί το πλείστον ήταν τετραγωνικής διατομής, έχουσα διαστάσεις από 0,55 x 0,55 μέχρις 0,65 x 0,65. Η πάνω επιφάνεια της βάσης, ήταν καλά επιπεδοποιημένη και εάν η περιοχή παρείχε πλακοειδείς λίθους, τότε ο λαϊκός μάστορας έφτιαχνε την επίστεψη, δηλαδή δημιουργούσε μια περιμετρική μαρκίζα ή τουλάχιστον στις τρεις εμφανείς πλευρές. Πάντως, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου αντί κτιστής βάσεως χρησιμοποιούνταν μικρός βράχος, τον οποίο χονδρολάξευαν στις κατακόρυφες πλευρές του και επιπεδοποιούσαν την πάνω επιφάνεια, επί της οποίας θα εδρζόταν το κουβούκλιο.
Λίγο παραμέσα από την περίμετρο της πάνω επιφάνειας, υψώνονταν το κτιστό, ομοίως, κουβούκλιο, τετραγωνικής κι αυτό διατομής. Η επικάλυψη του κουβουκλίου γινόταν από μία κτιστή τετράπλευρη πυραμοειδή σκεπή, όπου και στην κορυφή της τοποθετούνταν ένας λιτός σταυρός, καμωμένος από σιδηρόλαμες. Στη φάτσα του κουβουκλίου υπήρχε και η πορτούλα η οποία (αν στο γειτονικό χωριό υπήρχε σιδεράς ή ξυλουργός) ήταν ανοιγο-κλειόμενη, ενώ στην αντίθετη περίπτωση το φύλλο της ήταν προσθαφαιρούμενο και σφαλιζόταν απ’ έξω με μια πέτρα. Παρ’ όλα αυτά όμως την άφηναν ιμπρέττα (από την ιταλική λέξη liberetta = χαλαρή, ελευθερούτσικια), ώστε να μπαίνει ο αέρας για να τροφοδοτεί την φλόγα του καντηλιού. Στο βάθος του κουβουκλίου υπήρχε, ακουμπισμένο στο πίσω τοίχωμα, το ξύλινο ’κόνισμα του Αγίου ή της Αγίας που ήταν αφιερωμένο το ’κονοστάσι. Άγνωστοι τότε οι σημερινοί αρχιλωποδύτες και απατεώνες που σκαρφίζονται τα πάντα προκειμένου να βάλλουν στο χέρι τέτοια κειμήλια.
Απαραίτητο τελετουργικό σκεύος ήταν και το καντήλι, το οποίο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα κοντό χονδροπότηρο, όπου μέσα στο λάδι, κολυμπούσε το στριφογυρισμένο μπαμπάκι, σε σχήμα φυτιλιού.
Πάντως για να μη μαυρίζει εντελώς το εσωτερικό του κουβουκλίου ο μάστορας φρόντιζε ν’ αφήνει μια τρύπα εξαερισμού κατά το βοριά, ως συνήθως, επειδή στα μέρη μας σπάνια έρχεται βροχή από αυτό το σημείο του ορίζοντα. Μέσα στο κουβούκλιο, υπήρχε το απαραίτητο μποτσόνι (botiglione) με λάδι, αέναη προσφορά των χωρικών και δη εκείνων που είχαν, παραδίπλα, τα χτήματά τους.
Επειδή ως συνήθως τα ’κονοστάσα ήταν αφιερωμένα σε Αγίους των οποίων σπάνια υπήρχε εκκλησία στο χωριό (ή στα διπλανά), κατά την «γιορτή του Αγίου» οι γύρω χωρικοί άφηναν στη χάρη του από ένα «βερνικογυάλι» λάδι. Ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, ο λαϊκός μάστορας δημιουργούσε στην πίσω πλευρά της υπερυψωμένης βάσης, μια θυρίδα (κόγχη) για την τοποθέτηση των συγκεντρωμένων μπουκαλιών.
Φυσικά το κυριώτερο μέλημα του ανάματος του καντηλιού και του ασβεστώματος του ’κονοστασού το είχαν οι γυναίκες, ως οι πλέον ευαισθητοποιημένες σε τέτοιου είδους καθήκοντα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άνδρες αδιαφορούσαν, κυρίως ως προς το άναμα. Άλλωστε τη χειμερινή περίοδο αυτοί πηγαινοερχόνταν πιο συχνά στα χωράφια ή κατέβαιναν στη Χώρα.
Ο μεγαλύτερος αριθμός ’κονοστασών συναντώνταν στους δρόμους που ένωναν τα χωριά, ενώ στη Χώρα μόλις στον άμεσο περίγυρο υπήρχαν τρία-τέσσερα. Έτσι καμμιά διακοσαριά μέτρα πιο πάνω από το ΚΤΕΛ που, τότε, στεγαζόταν στο ισόγειο του γιατρού Ξ. Γληγόρη, υπήρχε το πρώτο, του οποίου η υπερυψωμένη βάση αποτελούνταν από αρχαϊκό μεγάλο κιονόκρανο. Διφορούμενη απάντηση μπορεί να ’βγει από τούτη την παράταιρη σύζευξη: Χωρίς τέτοια βάση (στην όψη της οποίας συμπυκνωνόταν εν κατακλείδι «ο πολιτισμός») δεν θα μπορούσε να σκαριαστεί το από πάνω ή το καινούργιο καταπάτησε και καθυπόταξε το παλιό (όντως γελοία απάντηση).
Βέβαια, κατά εποχές και περιοχές ο ανώνυμος, Έλληνας, λαϊκός τεχνίτης μέσα από μια άγνωστη φυλετική παρόρμηση, αγνόησε τα επίσημα κελεύσματα και από μόνος του συνταίριαξε τα αρχιτεκτονικά μέλη που δηλούσαν τον πατρογονικό πολιτισμό, με ’κείνα τα «κουτσοκεράμιδα» που ως κτίσματα, είχαν αφιερωθεί σε ’κείνους που πρωτομαρτύρησαν για την αγάπη του Θεανθρώπου που πίστευαν.
Τώρα, όσο για την εκεί ύπαρξη του κιονοκράνου, να μη λησμονείται ότι προερχόταν από το αρχαίο δομικό-αρχιτεκτονικό υλικό που κουβαλήθηκε από την αρχαία πρωτεύουσα Λευκάς (Καλλιγώνι) για την κατασκευή της εκκλησίας της Αγίας Μαύρας. Επρόκειτο για την ανέγερση του προειπωμένου κτίσματος, στο μέσον του περιβολιού που ανήκε στην οικογένεια του γιατρού Ξ. Γληγόρη, στην περιοχή του Αγίου Μηνά. Το κτίσμα απόμεινε ημιτελές και το φερμένο υλικό χρησιμοποιήθηκε ως ξηρολιθιά περίφραξης, κατά μήκος του δρόμου προς την Απόλπαινα.
Στην άμεση περιοχή της πόλης και δη στη θέση «Χαντάκι» της «Καινόργιας Χώρας», εκεί όπου σήμερα ο ναΐσκος του Αγίου Παντελεήμονος, υπήρχε ένα ακόμη το οποίο αντικαθιστούσε το μέχρι τότε, ερειπωμένο κτίσμα της πίστης. Τότε δεν υπήρχε ο πλησιόχωρος σημερινός δρόμος για την άμεση προσπέλαση προς αυτό αφού η περιοχή ήταν πηγμένη στην άγρια βλάστηση και στα υδροχαρή φυτά. Άγνωστο πότε καταστράφηκε.
Στη συνέχεια υπήρχε ένα ακόμα αριστερά του επαρχιακού δρόμου στη θέση «Τσεχλιμπού» και δη στη σημερινή συμβολή του εν λόγω δρόμου με την οδό Φιλοσόφων. Αυτό το «έφαγε» η διαπλάτυνση που έγινε κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Το τέταρτο και το πλέον απομακρυσμένο, βρισκόταν αριστερά του επαρχιακού δρόμου και μάλιστα στο όριο του Δήμου Λευκαδίων και Κοινότητας Νέων Καρυωτών. Συγκεκριμένα η θέση του εντοπίζεται στον χωματόδρομο που οδηγεί στα «Σουλαϊδοπουλέϊκα» δίπλα (και κάπως πιο μπροστά) από το υπάρχον μεγάλο κυπαρίσσι. Θύμα, ομοίως, με το προηγούμενο.
Βέβαια όσο ακολουθούσε κάποιος τους πρωτεύοντες δρόμους που οδηγούσαν και οδηγούν στα χωριά, τόσο περισσότερα ’κονοστάσια συναντούσε. Αρκετά από αυτά θυσιάστηκαν χάριν της προόδου και τα λίγα εναπομείναντα, είναι θέμα χρόνου πότε θα πάρουν την άγουσα του αφανισμού. Ας ελπίσωμε ότι με τα σύγχρονα μέσα της εποχής, θα είναι δυνατή η μεταφορά τους σε παρακείμενα σημεία. Τουλάχιστον να μπορούμε να λέμε ότι «τα πάντα δεν έχουν ισοπεδωθεί ακόμα» ή σεβόμαστε τις άγραφες μνήμες της παράδοσης, αν και για τούτο το τελευταίο διατηρούνται ζωηρές επιφυλάξεις.
(1) Και τότε υπήρχαν θάνατοι, κυρίως οι αιφνίδιοι όπως, λ.χ. το άλογο να ρίξει τον αναβάτη του, τον οδοιπόρο να τονε κάψει αστροπελέκι και αρκετά σπάνια ένας σκόπιμος σκοτωμός.
(Πηγή: www.kolivas.de)