«Λευκάδα…», της Τατιάνας Καραπαναγιώτη

45217-101548

Όποτε ξυπνάω πολύ νωρίς το πρωί, θυμάμαι το ψάρεμα στη Λευκάδα. Ξυπνούσαμε με την ανατολή, πίναμε γάλα με καφέ, η φίλη μου η Δάφνη κι εγώ ήμασταν μικρές.

Η κάθε βάρκα έχει το δικό της ήχο. Ακούγαμε το καΐκι πριν ακόμη γίνει ορατό και κατεβαίναμε στο μόλο. Μας καλημέριζε πρώτα ο Βέσσας κι ύστερα ο Πάνος και ο Ηλίας. Ξεκινούσαμε με τη λαδιά για το Μεγανήσι να σηκώσουμε τα παραγάδια, βλέποντας τον ήλιο να ανεβαίνει πίσω από τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας.

Τα είχαν ρίξει από το προηγούμενο βράδυ, σε τρία σημεία –που ποτέ δεν εξηγούσαν–, έβαζαν μία σημαδούρα στην αρχή τους. Αν έμεναν πολλή ώρα, άλλα ψάρια έτρωγαν τα πιασμένα ή τα έκλεβαν περαστικοί ψαράδες. Είχαν επίσης το άγχος μη μαζέψουν πιο πολλά από όσα μπορούσαν να πουλήσουν, αφού θα ήταν χάσιμο χρόνου.

Ο Πάνος και ο Ηλίας έβγαζαν τις βέρες τους, μήπως μπερδευτούν σε ένα αγκίστρι και τους ρίξει στη θάλασσα. Ανεβάζαμε μουγγριά, ροφούς και, σπάνια, συναγρίδες – που ήταν μεγάλη επιτυχία. Τα μουγγριά είναι σαν φίδια. Κάνουν ωραία σούπα. Μόλις τα δει ο ψαράς, πριν τα φέρει πάνω στο καΐκι, τους κόβει με μαχαίρι το λαιμό. Θρίλερ! Καθόμασταν στην πλώρη και φωνάζαμε «Έρχεται, έρχεται, έρχεται!», κι ύστερα βλέπαμε όχι ένα, αλλά δύο σαλάχια, το ένα πάνω στο άλλο. Το ένα το πιάναμε, το δεύτερο όχι – ήταν το αρσενικό, που ακολουθεί το θηλυκό μέχρι το θάνατό του. Αυτή είναι η τάξη της φύσης.

Λίγο πριν τις εννιά, με την αίσθηση της νίκης, πετούσαμε την ψαριά στο μόλο, πηδούσαμε έξω και τρώγαμε πρωινό: ψωμί με βούτυρο και μέλι, με τα χέρια μας να μυρίζουν ψάρι, παρότι ξεπλέναμε τη μυρωδιά με ξύδι και σαπούνι.

Το χωριό είχε πια ξυπνήσει. Ακούγαμε τους ήχους να πληθαίνουν, όπως συμβαίνει και τώρα όταν επιστρέφεις στο σπίτι το πρωί έχοντας ήδη κάνει πολλά πράγματα.

Φωτό: Η Τατιάνα (δεξιά) με την παιδική της φίλη Δάφνη Ζουμπουλάκη ψαρεύουν στο Νυδρί

Στοιχεία για την Τατιάνα Καραπαναγιώτη

(Πηγή: www.kolivas.de)