Θα πάρετε έναν κουραμπιέ;

Παρουσιάζουμε με χαρά  ένα επίκαιρο άρθρο από το γλωσσολογικό ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου (www.sarantakos.wordpress.com ), έναν ιστοχώρο που συνιστούμε ανεπιφύλακτα σε όλους και ιδίως στους λάτρεις της πλούσιας και ζωντανής ελληνικής γλώσσας. Τα άρθρα του είναι γραμμένα πάντα με χιούμορ, χωρίς όμως να τους λείπει η απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση. Οι δε συζητήσεις και σχολιασμοί που ακολουθούν από φιλόλογους, γλωσσολόγους, λεξικογράφους και απλούς αναγνώστες είναι απολαυστικοί και καθιστούν το ιστολόγιο ένα από τα καλύτερα (όλων των κατηγοριών) του διαδικτύου. Να τι μας λέει ο Νίκος Σαραντάκος για τη λέξη «κουραμπιές»:

«Ένα από τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, πλάι στο Αθήνα ή Θεσσαλονίκη,  Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης, Βουγιουκλάκη ή Καρέζη, Βίσση ή Βανδή (έβαλα κι ένα νεότερο για ξεκάρφωμα), είναι και το “κουραμπιέδες ή μελομακάρονα”;  Ομολογώ ότι η δική μου προτίμηση πηγαίνει πιο πολύ στα μελομακάρονα, ή φοινίκια που τα έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου η Αιγενήτισσα, αλλά το σημερινό άρθρο θα αφιερωθεί στο άλλο μέλος του χριστουγεννιάτικου δίδυμου, τους κουραμπιέδες.

Η λέξη κουραμπιές είναι δάνειο από το τουρκικό Kurabiye, που προέρχεται από τα αραβικά. Όπως θα περιμεναμε, παρόμοια γλυκίσματα με παρεμφερή ονόματα βρίσκουμε όχι μόνο στα τούρκικα, αλλά και σε άλλες γλώσσες της περιοχής, σαν το αζέρικο ghorabiye.

 Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές είναι πολλά χρόνια μαζί μας -περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, και μάλλον περισσότερα από τα μελομακάρονα, αν κρίνω από το γεγονός ότι στις χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις που βρίσκω σε παλιές εφημερίδες των αρχών του 20ού αιώνα γίνεται αναφορά μόνο σε κουραμπιέδες και σε βασιλόπιτες, όχι όμως και σε μελομακάρονα.

Η παλιότερη μνεία της λέξης κουραμπιές που έχω βρει είναι στο διήγημα του Εμμ. Ροΐδη “Ιστορία μιας γάτας”, όπου ο συγγραφέας αναπολεί την παιδική του ηλικία και λέει ότι Όταν μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος. Αναφορά σε κουραμπιέδες υπάρχει και σε διήγημα του Παπαδιαμάντη, αλλά δεν το έχω πρόχειρο. Απεναντίας, η λέξη δεν υπάρχει στο λεξικό του Βυζάντιου (μέσα 19ου αιώνα) ή σε κάποια παλιότερα που κοίταξα, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα.

 

Ένα χρονογράφημα που βρήκα παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο που θρηνεί την κατάργηση του κουραμπιέ, δήθεν επειδή λερώνει, αλλά στην πραγματικότητα επειδή οι (τότε) νεότερες γενιές δεν μπορούν να τον φτιάξουν. Και δεν μπορούν διότι “Το βούτυρο της εποχής σας είναι νοθευμένο όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, οι ιδέες σας, η ζωή σας. Η ζάχαρή σας είναι αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας … δεν είναι μέσα στην κουζίνα της. Είναι στο πιάνο και στην οδόν Ερμού”. Επίτηδες εκσυγχρόνισα την απλή καθαρεύουσα του κειμένου, γιατί, αν εξαιρέσουμε την αναφορά στο πιάνο, τέτοιες γεροντογκρίνιες θα μπορούσαμε να τις ακούσουμε και σήμερα, ή, έστω, στη δεκαετία του 1950, αλλά το χρονογράφημα που σας λέω είναι δημοσιευμένο το 1904 στο Σκριπ (το υπογράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) και ο γέρος που παρουσιάζει θυμάται τους κουραμπιέδες της νεότητάς του, επί Όθωνα, και ανακηρύσσει τον κουραμπιέ σε σύμβολο “σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού”. Πάντως, παρ’ όλα όσα λέει ο νοσταλγός του Όθωνα, οι κουραμπιέδες άντεξαν στο χρόνο.

Και όχι μόνο άντεξαν, αλλά από πολύ παλιά απέκτησαν και μεταφορική σημασία, διότι κουραμπιές δεν είναι μόνο το γνωστό γλύκισμα αλλά και ο απόλεμος στρατιωτικός, που επιδιώκει να μένει στα μετόπισθεν -και, κατ΄επέκταση, ο νωθρός και άβουλος άντρας. Τη σημασία αυτή την έχουν τα λεξικά, την έχει και το σλανγκρ, αλλά πρέπει να έχει παλιώσει αρκετά, ιδίως η στρατιωτική. Από τη δική μου πείρα και από όσες πληροφορίες έχω από νεότερους, στα σημερινά στρατόπεδα δεν πρέπει να λέγεται καθόλου η λέξη ‘κουραμπιές’ με τη μεταφορική μειωτική σημασία και δεν θα με παραξενέψει αν πολλοί σημερινοί 25ρηδες δεν ξέρουν  αυτή τη σημασία της λέξης. (Αν κάνω λάθος, διορθώστε με!) Ο κουραμπιές έχει υποχωρήσει, στη μεν πολιτική ζωή στο βουτυρόπαιδο (που κι αυτό έχει παλιώσει), στη δε στρατιωτική ζωή… αλήθεια, υπάρχει σήμερα ανάλογη φανταρίστικη λέξη;

Γιατί ονομάστηκε κουραμπιές ο απόλεμος φαντάρος ή αξιωματικός; Ίσως επειδή είναι μεν ωραίος στην όψη αλλά εύκολα θρυμματίζεται. Η πιο παλιά ανεύρεση της μεταφορικής σημασίας της λέξης που έχω βρει χρονολογείται από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, αλλά περιμένω να είναι αρκετά παλιότερη, πριν από το 1897. Βρίσκω χρονογράφημα του Κονδυλάκη, από τον Μάιο του 1913, όπου λέει ότι άκουσε “κουραμπιέν” να λέει προς άλλον “κουραμπιέν”: — Διάβολε, πάλι βάσανα θα’ χομε! Όπου βάσανα, οι μάχες στο Παγγαίο και οι προσπάθειες των “κουραμπιέδων” να παραμείνουν στα μετόπισθεν. Θα θυμάστε άλλωστε το “ευζωνάκι γοργό” του τραγουδιού που καμαρώνει: «ποιος ντιστεγκές, ποιος κουραμπιές μπορεί να βγει μπροστά σε μένα». Ντιστεγκές, όπως είπαμε παλιότερα, είναι ο κομψευόμενος.

Φτάνουν αυτά για τον κουραμπιέ, θαρρώ -θα παρατηρήσω όμως ότι ως λέξη ο κουραμπιές αποδείχτηκε πανίσχυρος. Παρόλο που έχει τη λαϊκότατη κατάληξη -ές,  αντιστάθηκε σε κάθε προσπάθεια εξευγενισμού και εξελληνισμού (βέβαια ο Γιάκωβος Διζικιρίκης είχε προτείνει να τον πούμε αλευράχνη, αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε) και μπαίνει τροπαιούχος ακόμα και στα πιο αριστοκρατικά σαλόνια.

Πάνω που έκλεινα το άρθρο, μου μπήκε η σκέψη “υπάρχει τάχα άλλη λέξη που να τελειώνει σε -μπιές”; Και, ω του θαύματος, το αντίστροφο λεξικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) δίνει όχι μία αλλά τέσσερις λέξεις: μουσαραμπιές, πομπιές, ρουμπιές και τερμπιές. Το πρώτο δεν γκουγκλίζεται αλλά ίσως είναι ο χορός που λέγεται και “αραμπιές” (υπάρχει ως αραμπιέν στο Καραντουζένι του Βαμβακάρη), τα άλλα δύο δεν έχω ιδέα τι είναι -και δεν γκουγκλίζονται τα άτιμα-, αλλά ο τερμπιές, αν και δεν υπάρχει σε κανένα συμβατικό λεξικό, έχει κάμποσες γκουγκλιές, τις πιο πολλές από βορειοελλαδίτες σαν τον Χρόνη τον Μίσσιο, αλλά και σε σχετικά πρόσφατο άρθρο της Ρίτσας Μασούρα (που έχει και ιστολόγιο) στην Καθημερινή: Τελικά εμάς τους Ελληνες μας θέλγει ο μικρόκοσμός μας. Μέσα σ’ αυτόν την καταβρίσκουμε, εξαντλούμε τις γνώσεις και τις δυνάμεις μας, μετράμε την ισχύ, την καπατσοσύνη μας και τη μαγκιά μας. Ο χώρος μας, μεγάλη υπόθεση. Μετρήσιμος χώρος, γι’ αυτό και τον κουμαντάρουμε εύκολα, του επιβάλλουμε τα θέλω μας, κάποιες φορές του δείχνουμε ότι έχουμε και «τερμπιέ», που έλεγαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, ερωτοτροπούμε μαζί του, γιατί μήπως είναι δύσκολο;

Η Ρίτσα Μασούρα δεν θεωρεί σκόπιμο να εξηγήσει τι σημαίνει η λέξη. Και έτσι που το διαβάζετε, εσείς οι μη μικρασιάτες, τι καταλαβαίνετε ότι είναι αυτός ο τερμπιές που δείχνουμε ότι έχουμε; Βρίσκω μια άλλη ανεύρεση σε ηπειρώτικη εφημερίδα, από παλιό κείμενο όμως: Κακόν Τερμπιέ είχε ο πατήρ στα τέκνα του, όσο ήταν μαθητές, ακόμα κι απ’ το δημοτικό!, που μας κατατοπίζει λίγο περισσότερο για τη σημασία, και τελικά, βρίσκω ένα διήγημα του Τάσου Αθανασιάδη, “Η επίσκεψη του δεσπότη”, όπου η δράση εκτυλίσσεται στην Πόλη, και όπου μια Ρωμιά εμφανίζεται να λέει “Έδωσα τερμπιέ στα παιδιά μου κι ας έμεινα αγράμματη” -και ο συγγραφέας, υποχρεωτικότατος, βάζει υποσημείωση και μας πληροφορεί ότι τερμπιές είναι η ανατροφή, οπότε λύνεται η απορία μας.

Λοιπόν, θα πάρετε έναν κουραμπιέ;»

(Πηγή: www.sarantakos.wordpress.com)