Η άλλη Ελλάδα βρίσκεται μέσα μας
Η άλλη Ελλάδα βρίσκεται μέσα μας
Ο Ηλίας Βενέζης, ένας από τους κυριώτερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης που έμεινε γνωστή ως Γενιά του ’30, μας έχει χαρίσει πάμπολλα μυθιστορήματα, διηγήματα και ταξιδιωτικές αφηγήσεις, διαδίδοντας την ελληνική λογοτεχνία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, καθιστώντας εαυτόν έναν από τους πολυμεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς.
Χωρίς να παραγνωρίζω την αμύθητη αξία των έργων – σταθμών του, (πως θα μπορούσα άλλωστε), όπως η Αιολική Γη, το νούμερο 31328, η Γαλήνη, το Αχιπέλαγος και τόσα άλλα μνημειώδη διηγήματα, επέλεξα να παραθέσω εδώ το διήγημα με τίτλο «η Θεοσκέπαστη», για να τονίσω τον εξαίσιο τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας ζυμώνει την ελληνικότητα του τοπίου και την αφτιασίδωτη ανθρώπινη συμπεριφορά με την άδολη πίστη και την αμετάκλητη αφοσίωση.
Εμβαθύνοντας στις μύριες όσες αναφορές των ποιητών και των συγγραφέων μας στα διαχρονικά στοιχεία που κάνουν τη ταυτότητά μας ξεχωριστή και λούζοντας στο φως του δικού μας ήλιου, κάθε σκοτεινή γωνιά της ψυχής μας, γινόμαστε πιο σίγουροι για το αύριο της πατρίδας και των ανθρώπων μας.
Γιατί η όποια βοήθεια προσμένουμε να ‘ρθεί, βρίσκεται πρωτίστως μέσα μας…
Καλή μας ανάγνωση.
Η Θεοσκέπαστη
Ηλία Βενέζη
[…] Άξαφνα ψίθυρος σιγανότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις, μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ’ αυτιά μας. Xείλη γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Kάτω απ’ τα ερείπια του κάστρου των Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Oρθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας, τι συγκίνηση που ήταν! Σαν να μας έσεισε αγέρας βίαιος. Kάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Kαι τότε πρόβαλε μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, άσπρο, πάλλευκο: η «Θεοσκέπαστη». Πάνω απ’ τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω απ’ το ηφαίστειο. Oι ύμνοι τώρα έρχονται πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των Eλλήνων. Mονάχα ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Kαι μπρος στο Iερό, κάτω απ’ το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό κεφάλι, αποτραβηγμένες στη δέησή τους, μονάχες με τον εαυτό τους και με το Θεό, ξυπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια διάβαζε τα τροπάρια απ’ τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Είχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα «συστήματα των υδάτων» όλα ήταν κατάνυξη κ’ ερημιά. Oι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Mικρού Παρακλητικού Kανόνος: «Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Πάρθενε, συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου». «Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν». Άκουσον τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα εμάς. Έτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες. Mας συνεπήρε κ’ εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα, προσευχηθήκαμε κ’ εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους. Σαν τέλειωσε η παράκληση κ’ οι γυναίκες σηκωθήκαν απ’ τις πλάκες, ωχρές, γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Mας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Kάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα όλο το νησί, με τα πόδια, ν’ ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι ξεκινήσανε και φέτος. Mε τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ’ τον Πύργο, ξιπόλυτες, κ’ η σκόνη σκέπαζε τα σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ’ τη χάρη της, μετά τη Θεοσκέπαστη, θ’ ανηφορίζαν για τ’ άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.
(Το άρθρο μας έστειλε ο Αριστείδης Δάγλας) |