Ο τσαγκάρης…
Ο τσαγκάρης του χωριού μας, στα Κολυβάτα Λευκάδας. Ένας εξ αυτών. Το όνομά του Βρεττός Νίκος του Γερασίμου (Μπακατόρος). Ο άλλος πρέπει να ήταν ο Πανταζής Βρεττός (Μπαμπαλούτσος). Σωζόταν ακόμη, όταν ήμουν πιτσιρικάς, τα πετσιά και τα καλαπόδια, στο οίκημα που ήταν κολλητό με το μπακάλικο του Μπερδεμπέ. Στο άλλο χωριό της κοινότητας Αλεξάνδρου, τα Μαυρογιαννάτα, τσαγκάρηδες ήταν οι Μανώλης Δουβίτσας, Θανάσης Μανωλίτσης (Βρακάς) και Γιώργος Σέρβος (Μποτσαράκιας).
«… Πάντα σκυφτός πάνω από τον πάγκο του ο τσαγκάρης, με σύμμαχο τα γυαλάκια του και το φως του παραθύρου -αν ήταν τυχερός και το εργαστήρι του ήταν προσήλιο- αλλιώς με το αδύναμο φως της λαμπίτσας του, κατάφερε ταπεινά, να «ποδέσει» γενιές και γενιές…
Τα σύνεργα που είχε στη διάθεσή του;
Το πολύμορφο «αμόνι», πάνω στο οποίο δούλευε το δέρμα με το «πιταρόσφυρο» για να «στανιάρει», τα «κατσαπρόκια», που άνοιγαν τρύπες στο «πετσί» για να μπει η πρόκα χωρίς να το πληγώσει, η «φιλετιέρα», που προστάτευε το τακούνι από τη «φαλτσέτα» όταν αυτή έκοβε το δέρμα, η «ξυλοράσπα», που λίμαρε τις μύτες από τις ξυλόπροκες στο εσωτερικό του παπουτσιού, το «φλόγιστρο», με τη φλόγα του οποίου έλιωνε το κερί για το γυάλισμα του παπουτσιού, σιγούρευε τα τελειώματα των κόμπων μετά το ράψιμο ή διόρθωνε το σχήμα των εργαλείων, τη «μακινέτα», που χρησίμευε για το άλειμμα της σόλας με κερί, το «λαμπούγιο», που βοηθούσε στο άπλωμα του κεριού για το ομοιόμορφο γυάλισμα του τακουνιού, τον «γάντζο», που έβγαζε πιο εύκολα το «καλαπόδι» από το επιδιορθωμένο πλέον παπούτσι, «τανάλιες», απλές ή της «πόντας» για το μοντάρισμα, «σουβλιά, «σακοράφες», κερωμένους σπάγκους, ακόνια και οπωσδήποτε τον «μπαρμπαλιά», το όρθιο μονό αμόνι αν ήθελε (ήθελε δεν ήθελε τι να έκανε..) να επιδιορθώσει παπούτσια και εκτός εργαστηρίου…»
(Πηγή: www.kolivas.de)