Εν τη ερήμω: «Ο δικός μας Λορέντζος»- του Μάκη Πολίτη
Ο δικός μας Λορέντζος
του Μάκη Πολίτη
Σήμερα θυμήθηκα το Λορέντζο Μαβίλη, τον Ιθακήσιο συμπατριώτη μας. Αυτόν που έφτυσε στα μούτρα των αντιδραστικών βουλευτών του 1911 την εξής φράση: «Δεν υπάρχουν χυδαίες γλώσσες. Υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι και πολλοί εκ των χυδαίων μιλούν την καθαρεύουσα».
Το Λορέντζο Μαβίλη θυμήθηκα, τον μάγο των σονέτων και τον συνθέτη των σκακιστικών προβλημάτων. Τον λόγιο με τις τεράστιες πανεπιστημιακές περγαμηνές που ποτέ όμως δεν τις λογάριασε, ποτέ δεν έκατσε ως ένας ακόμα αστούλης στα αυγά του, αλλά όπου υπήρχε επανάσταση, ξεσηκωμός, αγώνας ελευθερίας έτρεχε και τα έβαζε όλα κάτω όπως έκανε για την Κρήτη και την Ήπειρο.
Τον Λορέντζο Μαβίλη θυμήθηκα, τον εραστή της Μυρτιώτισσας που την ενέπνευσε να γράψει:
«Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω πιο απλό, πιο βαθύ, πιο μεγάλο».
Τον Λορέντζο Μαβίλη θυμήθηκα, τον εθελοντή του λόχου των Γαριβαλδινών που σκοτώθηκε το Νοέμβρη του 1912 στη μάχη του όρους Δρίσκου για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι και να μπορούμε να δοξάζουμε όσο θέλουμε τους ολετήρες του γένους μας.
Παρουσιάζω με τρεμάμενα χέρια ένα κομμάτι από το δικό μας Λορέντζο, ένα κόσμημα της ελληνικής λογοτεχνίας.
ΛΗΘΗ
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρια της ζωής.
Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει
μην τους κλαις ο καημός σου όσος και να ‘ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση∙
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
αν στάξει γι αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται
διαβαίνοντας λιβάδια απ’ ασφοδίλι
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.
Αν δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν∙
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.