Τα Πάθη
[Ο φετινός Εσταυρωμένος στο Κατωμέρι]
Ας θυμηθούμε, μέρα που είναι, ολόκληρο το ποίημα των Παθών, όπως μας έχει παραδοθεί από τους παλιότερους.
Καλή Ανάσταση σε όλους.
ΤΑ «ΠΑΘΗ»
Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο
Εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη
Η ρίζα ήταν ο Χριστός, οι κλώνοι οι Αποστόλοι
Τα φύλλα που κρεμόντανε ήταν οι μαθητές Του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
Για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Παντοβασιλέα.
Στο δολερό συμβούλιο εστήσαν την παγίδα
Και πιάσανε τον δόλιο Απόστολο Ιούδα.
Δεν εφοβήθει ο μιερός η γης να μην τον λιώσει
και να προδώσει κείνονε που θελ’ α μας γλιτώσει.
Ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι,
Να λάβει Δείπνο Μυστικό, να τονε λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή τση,
Την προσευκή τση έκανε για τον Μονογενή τση.
Φωνή εξήλτε εξ ουρανού, κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνει Κυρά μ’ οι προσευκές, σώνει Κυρά οι μετάνοιες
Και τον Υιό σου πιάσανε και στον χαλκά τον βάζουν,
Σα κλέφτη τονε δέσανε και σα φονιά τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραγνάνε».
«Ζερβά- δεξά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περούνια»
Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φκιάνει πέντε.
Συ μάστορα που τά φκιασες, εσύ να τα διατάξεις.
«Βάλτε του δυο στα χέρια του, και τ’ άλλα στα ποδάρια
Το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του
Να τρέξει γαίμα και χολή, να λιγωθεί να σβήσει»
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη
Σταμνί νερό τση ρίξανε, τρία κανάτια μόσκο
Και τρία νερατζόσταμνα, να τσ’ έρτει ο λογισμός τση.
Μα σαν τσης ήρτε ο λογισμός, μα σαν τσης ήρτε ο νους τση
Ζητεί μαχαίρι να σφαεί, φωτιά να τηνε κάψει.
Ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή τση,
Πο ‘χει ένα Γιο Μονογενή και κειόνε σταυρωμένο.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
Και του Γιακώβου η αδερφή -κι οι τέσσερις αντάμα,
Σαν πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι,
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε μες στου ληστή την πόρτα.
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου!»
Κι η πόρτα από το φόβο τση, ανοίγει μοναχή τση.
Τηράει δεξά, τηράει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει
Τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άη- Γιάννη
«Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε, και Βαπτιστή του Γιού μου
Μην είδες τον Υιόκα μου και συ τον Δάσκαλό σου;»
«Δεν έχω γλώσσα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
Δεν έχω χεροπάλαμο για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό, τον παραπονεμένο
Όπου φορεί πουκάμισο στο γαίμα βουτηγμένο,
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκαθερό στεφάνι;
Εκείνος είναι ο Γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου»
Η Παναγιά εσίμωσε κρυφά και τον ρωτούσε:
«Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
Που θα λαλήσει ο πετεινός, και θα σημάν’ καμπάνα
Σημαίνει ο Θειός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα ‘πουράνια
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά με τσι χρυσές καμπάνες
Κι όποιος τσ’ ακούσει σώνεται, κι όποιος το λέει αγιάζει
Κι όποιος το καλοακουρμαστεί, παράδεισο ταιριάζει,
Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο».
[Ο φετινός Εσταυρωμένος στο Σπαρτοχώρι]