Χωρίς «Λάζαρο» η φετινή χρονιά…

Είναι πια αναμφισβήτητο γεγονός ότι πολλά από τα πατροπαράδοτα έθιμά μας τείνουν να σβήσουν. Ειδικά όσα αφορούν τον παιδικό πληθυσμό, και δεδομένου ότι τα παιδιά όλο και λιγοστεύουν στο Μεγανήσι (τα μισά παιδιά στα σχολεία μας είναι παιδιά οικονομικών μεταναστών, και άρα δεν έχουν ρίζες, όπως είναι φυσικό, στην μεγανησιώτικη παράδοση) τα συναντάμε τόσο σπάνια πια που πολύ αμφιβάλλουμε αν θα τα δούμε άλλες χρονιές. Συνέβαλε βέβαια και ο covid-19 σε αυτό, αλλά έτσι κι αλλιώς η εθιμική παράδοση φθίνει αμετάκλητα.

Το ίδιο συνέβη και φέτος με τα κάλαντα των Χριστουγέννων, το ίδιο είδαμε και σήμερα, του Λαζάρου. Ούτε ένα παιδάκι δεν στόλισε καλάθι για να τραγουδήσει τον «Λάζαρο». Η μόνη λύση που μου έρχεται στο νου, αν μας ενδιαφέρει να σώσουμε την υπέροχη αυτή λαϊκή μας παράδοση είναι η παρέμβαση του Δήμου και του Πνευματικού Κέντρου. Το ΠΚ θα μπορούσε λοιπόν να οργανώσει κλιμάκιο ανάμεσα στα παιδιά (σε εθελοντική ενδεχομένως βάση), τα οποία θα τα συνδράμει σε ό,τι χρειαστούν (έξοδα, μεταφορές, εκμάθηση των τραγουδιών, υλικά κτλ) ώστε να μπορέσουν να αναβιώσουν τα έθιμα αυτά (Χριστουγεννιάτικα, Πασχαλιάτικα, Πρωτομαγιά, Αι-Γιαννιού κτλ). Νομίζω ότι είναι μια πρωτοβουλία που όχι απλώς αξίζει τον κόπο, αλλά είναι πια σχεδόν μονόδρομος.

Ας θυμηθούμε, ελλείψει φετινού «Λαζάρου», το έθιμο, από παλιότερες χρονιές:

 

 

Μερικά σχετικά δικά μας άρθρα:εδώ, εδώ, εδώ,

Και η ανάμνηση του Αρεστή Δάγλα, όπως την δημοσίευσε στο φ/β σημερα:

«Σάββατο του Λαζαρου σήμερα και οι αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας ζωντανεύουν αξεθώριαστες: Αποβραδίς είχαμε κόψει τις μαργαρίτες (τσιμπίδες τις λέμε) απ την κήπο της θειά Στέλλας του Πάκη και με τα κεφάλια τους είχαμε φτιάξει γιρλάντες. Μ αυτές στολίζαμε ένα ψάθινο καλάθι και μέσα το γεμίζαμε με τα κοτσάνια ώστε να είναι «μαλακωσά» για να υποδεχτεί τα αβγά που θα μας έδιναν οι νοικοκυράδες, ως ανταμοιβή για τα κάλαντα του Λαζαρου. Εμείς βέβαια προτιμούσαμε λεφτά, γι αυτό όταν βλέπαμε αβγά, τις στολίζαμε κανονικά με ρίμα: «Κυρα μου κλώθει η κότα σου, κλώθει κι ο κόκορός σου, κι ένα καλάθι κοτσιλιές, μες στο μουστάκι τ’ αντρός σου».
Τα ζευγάρια ανά γειτονιά ήταν συγκεκριμένα, όπως και τα σύνορα του χωριού. Οι Ραχιώτες δεν περνούσαμε τη διαχωριστική νοητή γραμμή του Μπελικούκου, αλλά οργώναμε αξημέρωτα τη δική μας επικράτεια. Ήταν θέμα τιμής μεταξύ μας να μην καταπατήσουμε «χωρικά ύδατα» μεσηνιωτών και αλωνιωτών.
Ξέραμε καλά ποια σπίτια ήταν γενναιόδωρα και σε ποια οι νοικοκυράδες ηταν σφιχτοχέρες. Έτσι, φροντίζαμε να ξεκινάμε απο τα πρώτα, ώστε να προλάβουμε τους ανταγωνιστές.
Ο Γιάλας ήταν ο μαιτρ του σχεδιασμού και ο στρατηγός της μάχης. Αυτός «καθάριζε» καθετί που μπορούσε να στραβώσει και σαν μεγαλύτερος είχε το γενικό πρόσταγμα, έχοντας το νου του για την περιφρούρηση της περιοχής.
Το σπίτι του παπά Γερασιμου ήταν αυτό που δεχόταν αδιαμαρτύρητα όλα τα «ζεύγη» των παιδιών και η παπαδιά πάντα σεμνή και γλυκομίλητη μας έδινε κουλούρια, γλυκά και ό,τι άλλο είχε στο τραπέζι της.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Ελπίζω σήμερα οι φωνές των παιδιών να συνεχίσουν να ακούγονται στο αραιοκατοικημένο μας χωριό, και όλα τα έθιμα των ημερών, που δεν είναι και λίγα, να αναβιώνουν ώστε να διασωθούν.
Χρόνια μας πολλά και καλή ανάσταση !»