Σπάνια και ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια από το Μεγανήσι (μέρος 5ο)
Σπάνια και ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια από το Μεγανήσι (μέρος 5ο).
(Το 4ο και τα προηγούμενα μέρη, εδώ).
Εν συνεχεία του προηγούμενου άρθρου, δημοσιεύουμε μερικά ακόμα τραγούδια της ξενιτιάς, εντελώς χαρακτηριστικά ως προς τον πόνο του αποχωρισμού και το βάσανο του νόστου που εκπέμπουν.
25) Αντίο χωριουδάκι μου
-Αντίο χωριουδάκι μου, πάω μακριά στα ξένα.
Θα πάω πλούσιος να γινώ, να θυμηθώ και σένα.
-Κάτσε παιδάκι μ’ στο χωριό, να ζεις αναπαμένα.
Έχει κακά η ξενιτιά, έχουν κακά τα ξένα.
-Μάνα, να μείνω δεν μπορώ, πρέπει να πάω, να φύω
Δός μου ευκή απ’ το στόμα σου, πες μου «καλή σου ώρα».
-Άιντε παιδί μου στο καλό και πάρε την ευκή μου
Και πες πώς θα’ ρτεις γλήγορα, πώς θα γυρίσεις πάλι.
26) Να’ ταν η θάλασσα στεριά
Να ‘ταν η θάλασσα στεριά να’ χε και μονοπάτια,
Να ‘ρχόμουνα για να ‘βλεπα το κόκκινό σου αχείλι
Ανάθεμα στους μαραγκούς που φκιάνουν τα καράβια
Και παν και ξενιτεύονται τα’ άξια παλικάρια.
-Ξένε μ’ στα ξένα πώς περνάς; Ποιος στρώνει και κοιμάσαι;
Ποιος μαγερεύει και δειπνάς και μένα δεν θυμάσαι;
-Τα χέρια μου μού στρώνουνε και μοναχός κοιμάμαι
Το χέρι μου προσκέφαλο και το κορμί μου στρώμα.
-Σου στέλνω χαιρετίσματα μ’ ένα πουλί γαλάζο
Έβγα στην πόρτα ρώτα το, κλαίω κι αναστενάζω…
Όπως προείπαμε, η ξενιτιά για τους Μεγανησιώτες ήταν συνήθως συνυφασμένη με το μπάρκο, με τα ποντοπόρα καράβια. Η θάλασσα, η αρμύρα, τα ταξίδια, η ναυτοσύνη είναι κυρίαρχα στοιχεία στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου από την αρχαιότητα κιόλας. Έτσι δεν είναι καθόλου δυσεξήγητο που τα ίδια αυτά θεμελιώδη συστατικά συνθέτουν και τον βασικό καμβά πλήθους τραγουδιών μας.
Εκτός από αυτά της ξενιτιάς λοιπόν, στο Μεγανήσι συναντιούνται και κάποια ακόμα τραγούδια με ναυτικά θέματα. Να ένα που εικονίζει τους κινδύνους της θάλασσας:
27) Του Γουρζή το κάτεργο*
Ούλα τα κάτεργα ‘ρχονται κι ούλα περνοδιαβαίνουν
Μα του Γουρζή το κάτεργο ούτ’ ήρτε, ούτ εφάνη.
Μα’ ταν παλιό το κάτεργο, ήτανε χαλασμένο
Και πίσω το κοράκι** του ήταν ξεκαρφωμένο.
Βάνει καρφιά στην μπλούζα του κι αρίδι στο ζωνάρι
Κι από την πρύμη βούτηξε στην πλώρη να περάσει.
Εδώ καρφιά δεν πιάνουνε κι αρίδια δεν τρυπάνε.
-Τάχτε παιδιά μου σ’τσ’ εκκλησές και στ’ άγια μοναστήρια
Άγιο Νικόλα απ’ τη Νηρά*** κι Άγια Σοφιά απ’ την Πόλη
Βοήθα μας και φύλαξε, τώρα σε τούτη μπόρα.
Θα φέρω αμάξι το κερί κι αμάξι το λιβάνι
Κι ένα βουβαλοτόμαρο κι αυτό γιομάτο λάδι.
*Γουρζής=Πρόκειται προφανώς για ιδιοκτήτη πλοίου ιστιοφόρου, ίσως από την περιοχή της Λυγιάς/ Κατούνας. Ο χαρακτηρισμός «κάτεργο» δείχνει την παλαιότητα του πλοίου, όχι ότι έχει κουπιά.
**κοράκι=το ακρόπρωρο (και αντιστοίχως στην πρύμνη)
***Νηρά= το ακρωτήρι της Νηράς, όπως παραφράζουν το «της Κυράς» οι Μεγανησιώτες, ο Λευκάτας.
Κι ένα πιο εύθυμο σε στίχους και ρυθμό:
28) Ο Καραβοσαράς
Μικρός-μικρός- ο Καραβοσαράς, μα έχει ένα πηγαδάκι
Γοργό χελιδονάκι.
Παν τα- παν τα κορίτσια για νερό κι έρχονται φιλημένα
Τι πάθαν τα καημένα;
Και ποια- και ποια καράβια αράζανε μες στα καραβοστάσα
Γοργά χελιδονάκια;
Ήταν- ήταν μια σκούνα π’ άραξε από πολλή φουρτούνα
Γλυκιά μου κοπελούλα.
Και ποια- και ποια βαρκούλα αρμένιζε με δίχως το τεμόνι;
Πες το πουλί κι αηδόνι.
Και ποια- και ποια βαρκούλα πάει γιαλό, χωρίς να’χει τεμόνι
Να πάει στον Άι-Αντώνη;
Ο πλά- ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αγέρα
Χρυσή μου περιστέρα.
Παν τα- παν τα κορίτσια στη δροσά, κεντάν χωρίς βελόνι
Γοργό μου χελιδόνι.
Και ποιος- και ποιος παπάς λειτούργησε με δίχως το φελόνι;
Γοργό μου χελιδόνι.
Πολλά- πολλά κορίτσα μάζεψαν να κάμουν πανηγύρι.
Δυόσμος και καρυοφύλλι.
Και πά- και πάλε ματαγύριζαν στον πλάτανο να πάνε
Να πιούνε και να φάνε.
Ορισμένα από αυτά τα δημοτικά ίσως να έχουν και κάποιο ιστορικό υπόβαθρο ή να αντλούν την έμπνευσή τους από ιστορικό γεγονός, όπως μοιάζει να κάνει το παρακάτω στο οποίο συναντάμε και το γνωστό όνομα των Σπαρτοχωριτών καραβοκύρηδων:
29) Του Τσολάκη
Τσολάκης κι αν εκίνησε να πάει να κάμει Πάσκα,
Να πά’ να κάμει Λαμπριά και το «Χριστός Ανέστη»,
Κουρσάρικα τον απαντούν, κουρσάρικα του λένε:
-Μάινα, Τσολάκη τα πανιά, μάινα και ρίξ’ τα κάτου
-Πώς να μαϊνάρω τα πανιά και να τα ρίξω κάτου,
Πού μια στον κόσμο ξακουστός, στον κόσμο ξακουσμένος;
Πέντε καράβια είστε σεις κι εγώ είμαι μοναχός μου.
Αλλ’ είχε ναύτες ξακουστούς, στον κόσμο ξαϊκουσμένους.
Και ήτανε το πλήρωμα ούλο άντρες του πολέμου.
Δώδεκα ώρες πολεμούν, καλά δεν τονέ κάνουν.
-‘λάτε τα δυο απ’ τη μια μεριά και τα’ άλλα δυο απ’ την άλλη
Και το χρυσό το Περγαντί* νάρτει πίσ’ απ’ την πρύμη.
Δώδεκα ώρες πόλεμο, τα τέσσερα βουλιάξαν
και το χρυσό το Περγαντί «αμάν!» τότε φωνάζει,
-Πάψετε πλιά τον πόλεμο, πάψτε και το τουφέκι
Κι εγώ σκλαβάκι έρχομαι με ούλο μου το ασκέρι!
*Περγαντί=βουνοκορφή της Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από το Μεγανήσι, αλλά εδώ: το όνομα του επικεφαλής εχθρικού πλοίου, το οποίο στο τέλος παραδίδεται στο ελληνικό.
Ιστορικά δημοτικά τραγούδια βέβαια συναντάμε πάμπολλα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν σχέση με την θάλασσα. Αυτή είναι μια ακόμα κατηγορία τραγουδιών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνήθως αναφέρονται σε ήρωες της Επανάστασης όπως και πολλά από τα κλέφτικα, αλλά και σε άλλες φιγούρες της ιστορίας ενός τόπου. Στο παρακάτω Μεγανησιώτικο τραγούδι, παραδίδεται αμφισβητήσιμο όνομα του γιου του ήρωά μας Δήμου Τσέλιου-Φερεντίνου:
30) Του Βασίλη Τσέλιου
Βουνά ‘π’ τον Ασπροπόταμο με τα πολλά τα χιόνια,
Τα χιόνια να μη λει’ωσετε, ώστε να’ ρθούν και τα’ άλλα,
Γιατ’ είν’ ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά και θα πεθάνει
Βασίλη Τσέλιο μ’…
Και τα παιδιά τα’ εκάλεσε να δώκει την ευκή του
-Πάρτε παιδιά μου τση χαρές, πάρτε και την ευκή μου.
Ο ‘νας να πάρει το σπαθί κι ο άλλος το ντουφέκι
Κι ο τρίτος ο στερνότερος, τις χάρες μου να πάρει.
Κι αντιβογγήξαν τα βουνά κι εμούγκρισαν οι κάμποι:
Τσέλιος Βασίλης πέθανε, Τσέλιος Βασίλης πάει…
Να σημειωθεί εδώ, για λόγους ακριβολογίας ότι ο Δήμος Τσέλιος δεν είχε γιο Βασίλη, αλλά Κωνσταντή, καθώς και τρεις κόρες (ειρήσθω εν παρόδω η μία λεγόταν Βασίλω). Οπότε το τραγούδι είναι μάλλον προϊόν λαϊκής φαντασίας, γραμμένο στο στιλ αντίστοιχων για τον Γέρο-Δήμο.