Σπάνια και ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια από το Μεγανήσι (μέρος 4ο).

Σπάνια και ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια από το Μεγανήσι (μέρος 4ο).

(Τα προηγούμενα άρθρα του αφιερώματος εδώ: Μέρος 1ο, μέρος 2ο, μέρος 3ο. )

Μια άλλη πολύ οικεία μας κατηγορία δημοτικών τραγουδιών είναι τα τραγούδια της ξενιτιάς. Για μας τους Μεγανησιώτες ήταν ακόμα πιο αγαπητά και πρόσφορα διότι είχαμε πάντοτε πλήθος ξενιτεμένων, τόσο στην Εσπερία, όσο και στα καράβια (σε ταξίδια που κρατούσαν μήνες ή και χρόνια ακόμα).

Αυτή η περιοδική κίνηση των ναυτικών, μια στον τόπο τους και μια στα ξένα εμφανίζεται στο πρώτο μας μεγανησιώτικο τραγούδι του είδους, όπου συναντάμε και την πλέον γνωστή παρομοίωση, αυτού με το (αποδημητικό) πουλί:

17) Ένα πουλί θαλασσινό

Ένα πουλί θαλασσινό κι ένα πουλί βουνίσο

Τα δυό τους εμαλώνανε στου σταυραϊτού τον τόπο.

Γυρνάει το θαλασσινό και λέει στο βουνίσο:

«Μη με μαλώνεις βρε πουλί και μη με παραδιώχνεις.

Κι εγώ, πουλί, δεν κάθομαι στον εδικό σου τόπο.

Αν κάτσω Μάη, Θεριστή κι όλον τον Αλωνάρη,

κι αν πάρω κι απ’ τον Αύγουστο, τον Τρυγητή μισεύω,

κι αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες

κι εγώ πάω στον τόπο μου, γυρνώ στους εδικούς μου.

 

Τα επόμενα τραγούδια εκφράζουν γλαφυρά την πίκρα του ξενιτεμένου, το φαρμάκι της ξενιτιάς. Ποτέ η ξενιτιά δεν εμφανίζεται φιλική και αρεστή, πάντα είναι απωθητική, ένα αναγκαίο κακό:

18) Θάλασσες κι αν περάσω

Θάλασσες κι αν περάσω, ποτάμια κι αν διαβώ.

Εσένανε μανούλα μου, ποτέ δεν σε ξεχνώ.

Τα ξένα τα φαρμακερά μου τρώγουν την καρδιά μου.

Τα ξένα εγώ δεν τα’ ξερα, δεν τα ‘χα περπατήσει,

Τώρα τα ξεδικίμασα κι είναι πικρό φαρμάκι.

 

19) Δυο αδέρφια ανταμωθήκανε

Δυό αδέρφια ανταμωθήκανε σ’ ένα ψηλό δεντράκι

Και λέει ο πρώτος του στερνού, λέει ο στερνός του πρώτου:

-Πού’σαι αδερφέ τόσον καιρό κι έλειπες μές στα ξένα;

-Τι να σου κάμω βρ’ αδερφέ, δεν είναι από μένα.

Άλλοι μ’ ορίζουνε κι εμέ, π’ ορίζουνε κι εσένα.

 

 

20) Κάτσε ηλάκι μ’ γλήγορα

Κάτσε ηλάκι μ’ γλήγορα, μην καρτερείς την Πούλια,

Να σκοτειδιάνουν τα στενά, να κλείσουν τα σκολεία,

Να παν οι ξένοι σπίτια τσου κι οι ντόπιοι στα δικά τσου.

Κι εγώ είμαι ξένος κι άμαθος, δεν έχω που να μείνω.

Να μείνω σε κορφή βουνού, φοβάμαι από τη Λάμια

Να μείνω σ’ακροπελαγιά, φοβάμαι από το κύμα.

 

21) Ανάθεμά σε ξενιτιά

Ανάθεμά σε ξενιτιά, με τα φαρμάκια πό’ χεις.

Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι.

Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι.

Να βρω καμιά κρυόβρυση να ξαπλωθώ στον ίσκιο.

Να πιω νερό να δροσιστώ, να πάρω λίγη ανάσα,

Να κάτσω να συλλογιστώ της ξενιτιάς τα πάθη.

Να πω τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι

Βγάλτε κάνα χαμόγελο, πείτε κάνα τραγούδι.

Τραγούδι αν έχει η μαύρη γης κι ο τάφος χαμογέλιο,

Έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατά στα ξένα.

Τα ξένα ‘χουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος

Στα ξένα δεν ανθίζουνε την Άνοιξη τα δέντρα

Και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δεν λάμπει ο ήλιος,

Δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος.

 

22) Πήρα λιγάκι ανήφορο

Πήρα λιγάκι ανήφορο, λιγάκι ανηφορέλι

Κι ήυρα δεντράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι

Εκεί συδιαλεχτήκαμε αδέρφια και ξαδέρφια.

Ποιος ήταν κείνος πό’ λεγε πώς δεν πονούν τα’ αδέρφια;

Ποιος ήταν κείνος πό’ λεγε πώς δεν πονούν οι μάνες;

Η μάνα σκίζει τα βουνά κι οι αδερφές τα δέντρα,

κι εκεί ανταμωθήκανε σ’ ένα δεντρί αποκάτου

Καθίσανε και λέγανε καθένας τον καημό του.

Και το δεντρί μαράθηκε απ’ το πολύ το δάκρυ.

 

23) Την ξενιτιά την ορφανιά

Την ξενιτιά, την οργφανιά, την φτώχεια, τη λαχτάρα

Τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα!

Ν’αναστενάξω δεν μ’ακούς, να κλάψω δεν με βλέπεις.

Να στείλω γράμμα για να ‘ρθεις τα έξοδα δεν έχω.

Ανάθεμά σε ξενιτιά με τα φαρμάκια πό’ χεις.

Μου πήρες το παιδάκι μου τόσον καιρό στα ξένα.

Η ξενιτιά έχει καημούς, τα πιο πολλά φαρμάκια

Παίρνει παιδιά απ’ τη ζωή και λιώνει τα κορμάκια.

 

  Εκτός από τα ξένα, το εξωτερικό, υπήρχε όμως και μια διαφορετική, εσωτερική αυτή τη φορά ξενιτιά. Δεν ήταν άλλη από την στρατιωτική θητεία, που τότε διαρκούσε δύο χρόνια, αν όχι περισσότερο. Το τραγούδι βέβαια είναι σαφώς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, μιας και μιλάει για (φωτογραφική) μηχανή:

 

24) Του στρατού

Ήρθανε και μου το’ πανε δυο μαύρα χελιδόνια

Πώς θα φορέσω το χακί ακόμα δύο χρόνια.

Όταν μ’ εγένναες μάνα μου, δε μ’ έδινες στο Χάρο,

Παρά που με μεγάλωσες και μ’ έστειλες φαντάρο;

Καλοί είναι κι οι αξιωματικοί που δυνατά φωνάζουν,

μα του στρατιώτη την ψυχή ανάποδα την βγάζουν.

Σου στέλνω το κορμάκι μου στην μηχανή βγαλμένο,

Είναι ψυχή που δεν μιλεί, σώμα που δεν κινείται,

Μα είναι και ενθύμιο που δεν αλησμονείται.

 

Θα συνεχίσουμε με μερικά ακόμα από τα τραγούδια της ξενιτιάς, αλλά και άλλα είδη στο επόμενο μέρος των άρθρων μας.