Σπάνια και ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια από το Μεγανήσι (μέρος 3ο).

Σπάνια και ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια από το Μεγανήσι (μέρος 3ο).

Στο τρίτο αυτό μέρος των άρθρων μας για τα ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια του Μεγανησίου, θα περάσουμε από την χαρά του γάμου, στον αντίποδά της. Κι αυτός δεν είναι άλλος από την θλίψη, τον θρήνο, τον ζόφο του θανάτου. Το πένθιμο δημοτικό τραγούδι, το μοιρολόι, έρχεται να ξεπροβοδίσει τον νεκρό και ίσως, γιατί όχι, να απαλύνει κάπως την βαρύτητα του πόνου των συγγενών πλέκοντας τους στίχους με τα βογγητά και τα δάκρυα. Φυσικά και στο νησί μας υπήρχαν ξεματωχινές μοιρολογίστρες (πάντα γυναίκες) τις οποίες καλούσαν στα σπίτια που είχαν πένθος.

Το πρώτο μοιρολόι είναι αρκετά χαρακτηριστικό:

 

9) Θιαμαίνομαι, ξενίζομαι.

 Θιαμαίνομαι*, ξενίζομαι και μοναχός θιαμάζω,

Πώς δεν ραγίζουν τα βουνά, δεν πέφτει τ’ άστρι κάτω,

Από τον πόνο τσ’ αδερφής κι απ’ τον καημό της μάνας,

Κι απ’ τον αναστεναγμό των μαύρωνε χηράδων.

 

*Θιαμαίνομαι= θαυμάζω, παρακολουθώ έκπληκτος.

 

Το δεύτερο είναι ακόμα πιο ελεγειακό και, ίσως, πιο οικουμενικό:

 

10) Κατά μεριά ας καθίσουμε

Κατά μεριά ας καθίσουμε εμείς οι λυπημένοι,

Να χύσουμε τα δάκρυα, να γίνουνε ποτάμι,

Να γίνουνε νεροσυρμή, να πάει στον Κάτω Κόσμο,

Για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι.

 

Στο επόμενο φαίνεται η πασίγνωστη και συγγνωστή τάση, μαζί το πρόσφατο θύμα του Χάρου να μοιρολογούνται και τα προγενέστερα. Αυτό δείχνει την διάχυση του πένθους και την συμμετοχή σε ένα δράμα που ήταν τότε κοινό, συλλογικό, λόγω των ισχυρών κοινωνικών δεσμών  κι όχι ατομικό όπως συνήθως συμβαίνει σήμερα.

11) Το κανίσκι σου να μην το τραγουδήσεις

(Τάδε μου) το κανίσκι* σου να μην το τραγουδήσεις,

Γιατί το τραγουδήσανε ούλες οι πονεμένες.

Άλλη έχασε τον άντρα τση, άλλη τον αδερφό τση,

Κι άλλη παιδί απ’ τ’ ακάρδι τση, που’ν’ ο ξεγκαρδισμός τση.

Μ’ αν πάρεις γνώμη και βουλή για να το τραγουδήσεις,

Κάλεσε νιους για το χορό και νιές για το τραγούδι,

Κάλεσε και μικρά παιδιά να σε ξεπερατάνε. 

 

*κανίσκι= το δώρο του γάμου.

 

Και στα επόμενα μοιρολόγια όμως τονίζεται η συντριβή και το αβάσταχτο πλάκωμα της απώλειας.

 

12)Ποιος ήταν κείνος πο’ λεγε

Ποιος ήταν κείνος πο ‘λεγε, να κλαίει και να τσωπαίνει;

Δεν έστηνε ένα φουρκαριό* στης εκκλησάς την πόρτα

Για να κρεμιούνται οι αδερφές, να σφάζονται οι μανάδες

Κι ένα μαχαίρι δίκοπο να σφάζονται οι χηράδες.

*Φουρκαριό=βγαίνει από την φούρκα, την διχάλα δηλαδή, αλλά εδώ σημαίνει την κρεμάλα, το ικρίωμα.

 

13) Μεταξωτή μου τραχηλιά

Μεταξωτή μου τραχηλιά, μαλαματένια σάρκα

Σε μία ώρα και σε δυό, θα σε πλακώσει η πλάκα.

 

14) Αφήστε με κι εμένανε

Αφήστε με κι εμένανε, να πω κι εγώ δυο λόγια,

Οπόχω πόνο σαν βουνό και δάκρυ σαν ποτάμι.

Ο πό’χει γιούς ξαρμάτωτους, να στείλει τα’ άρματά τους

Κι ο πό’ χει νιες ξεστόλιστες να στείλουν τα στολίδια

Κι ο πό’ χει αρφάνια και χηρειά, εμένα να ρωτήσει

Να πω πως βγαίνουν τα’ αρφανά και πώς τα προστατεύουν.

Ο μπάρμπας δίνει το ψωμί κι η θειά τους τα φωνάζει

Κι αν τύχει και απανεμιά τα δέρνει το χαλάζι

Άλλο που δεν με μάρανε τούτο το μοιριολόι

Θα το γυρίσω να το πω για τους ξενοθαμμένους

Ο πό’χει στα ξένα καρτερεί, στα ξένα περιμένει

Κι ο πό’ χει και στην μαύρη γη ποτέ δεν περιμένει.

 

Το ακόλουθο μοιρολόγι ακουγόταν την ώρα που σήκωναν τον νεκρό για να βγει από το σπίτι:

15) Αυτού που βούλεσαι να πας

Αυτού που βούλεσαι να πας, κι όπου ξεπερετιέσαι

Σαν εύρεις νιούς χαιρέτα τους και νιες κουβέντιαζέ τες,

Σαν εύρεις και μικρά παιδιά να τα παρηγορήσεις.

Μην κάμεις νιες να κλάψουνε και νιους ν’ αναστενάξουν,

Μην κάμεις και μικρά παιδιά ν’ αποζητήσουν μάνες.

Μην πεις πως έρχεται Λαμπρή, πώς έρχονται γιορτάδες,

πώς του Χριστού εχιόνισε και τ’ Άι- Γιαννιού θα βρέξει

και την ημέρα τα’ Άι-Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.

Πως δεν θα βγούνε τα παιδιά με τις γλυκές τους μάνες

Ούτε θα βγουν τα’ αντρόγενα, τα πολυαγαπημένα.

 

Στο τελευταίο μας μοιρολόι έχουμε την γνωστή προσωποποίηση του Χάρου που συναντάται και σε άλλου είδους δημοτικά (πχ κλέφτικα ή ακριτικά) τραγούδια. Επίσης παρατηρούμε την αναπόδραστη όσο και θλιβερή κοινωνική εξίσωση που επιφέρει ο θάνατος, εκεί όπου οι επίγειες διακρίσεις και ανέσεις απαλείφονται.

16) Χάρε μου τι την ήθελες

-Χάρε μου τι την ήθελες την προεστή στον Άδη;

Χωρίς σκαμνί δεν κάθεται και στρώμα δεν κοιμάται,

Χωρίς ψηλό προσκέφαλο να κοιμηθεί δεν πέφτει.

-Τσώπασε συ Χαρόντισσα, κι εγώ θα τηνέ μάθω,

Πό ‘μαθα νιους, πό’μαθα νιες, πό’ μαθα παλικάρια,

Πό’μαθα κακοθάνατους κι αδικοσκοτωμένους.