Εν τη ερήμω: Γράμμα στον Μακρυγιάννη (μέρος 3ο)

Γράμμα στον Μακρυγιάννη

Μέρος Γ΄

του Μάκη Πολίτη

Ήρθε λοιπόν ο κυβερνήτης. Σε ποιο κράτος, σε ποια Ελλάδα; Αγώνας και αίμα για να περιέλθει ολόκληρη η Ρούμελη στην επικράτεια. Αγώνας για να μην μείνει έξω από την επικράτεια η Ακαρνανία, κόντρα στη θέληση των Εγγλέζων που φοβόντουσαν μήπως από κει ξεπηδήσει καμιά επαναστατική φλόγα και κάψει δίπλα τα Επτάνησα, τα δικά τους Επτάνησα. Αυτοί ήθελαν μια Ελλάδα μέχρι τον Ισθμό μόνο και μόνο για να εκβιάζουν τον σουλτάνο και να περνάνε τα θελήματα τους στην Ανατολική Μεσόγειο.

«Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλούς κινδύνους ακόμη η ελληνική ελευθερία. Μου εδώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειάν μας».

Αυτά και πολλά άλλα είχε πει στο διάλογο που είχε με τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη τον μετέπειτα δολοφόνο του.

Κι ερχόμαστε σε σένα, μπάρμπα Γιάννη. Σε τίμησε, σου ανέθεσε έργο.

“Με διόρισε Γενικόν Αρχηγόν της εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Και μέρασα την εκτελεστική δύναμη κι εγώ φέρνω γύρα τους νομούς. Και ο σταθμός μου είναι εδώ, εις ‘Αργος”.

Αλλά δεν ήσουνα ευχαριστημένος. Ήθελες μεγαλύτερη εξουσία, περισσότερα πρωτεία. Άρχισες να διαβάλλεις τον Κολοκοτρώνη ότι έχει εξαπολύσει ληστές στην Πελοπόννησο και ληστεύουν τους ξένους περιηγητές και…. τι θα λένε για μας οι ευρωπαίοι βασιλιάδες! Πού τα βρήκες, ήθελα να ‘ξερα! Φυσικά ο Καποδίστριας δεν ήθελε να δώσει βάση σε τέτοια οφθαλμοφανή αποκυήματα της φαντασίας και του φθόνου σου. Κι αφού δεν γινότανε να πάρεις ακόμα ανώτερο αξίωμα, τότε ο Καποδίστριας έγινε κακός. Έγινε στα μάτια σου ο τύραννος και ο επίορκος. Για άλλη μια φορά ξέχασες τις κλωτσιές που έφαγες από το νησιώτικο αρχοντολόι, από τη Μωραϊτικη Δημογεροντία και τον Φαναριώτικο εσμό και τους πλησίασες. Βρήκες βολική πρόφαση, μπάρμπα Γιάννη. Γιατί, λέει, ο κυβερνήτης ανέστειλε το σύνταγμα και τη λειτουργία της Βουλής. Κάθισε τώρα να σου εξηγήσω, ακούς-δεν ακούς. Ο κυβερνήτης και δίκαιος ήταν και όλως παραδόξως δημοκρατικός. Μα στη Ρούμελη ακόμα γινότανε πόλεμος. Αλίμονο αν δεν υπήρχε σε τόσο δύσκολες ώρες μια συγκεντρωτική εξουσία που να αναλάβει χωρίς χρονοτριβές και αντεγκλήσεις το κεντρικό σχεδιασμό του κράτους. Του εν δυνάμει και ακόμα αναποτελεσματικού κράτους. Και στο κάτω-κάτω για ποιο σύνταγμα μιλάς, μπάρμπα Γιάννη; Αυτό που αλλάξατε σε λίγα χρόνια τρεις φορές; Και πότε εφαρμόσατε αυτό το σύνταγμα; Πες μου μία φορά. Πότε ο «εκλαμπρότατος» Κωλέττης κι ο «ενδοξότατος» Μαυροκορδάτος ετήρησαν αυτό το σύνταγμα; Ποτέ και πουθενά. Όλα τους τα έργα αυθαίρετα και αντισυνταγματικά ήτανε και μιλάω για τα φανερά, όχι για τις ραδιουργίες του σκοταδιού. Και τι ήταν αυτό το σύνταγμα που μπροστά του, μπάρμπα Γιάννη, είσαι έτοιμος να θυσιάσεις ακόμα και την ίδια την πατρίδα; Ένα κιτάπι παραπεταμένο και σκοροφαγωμένο είχε γίνει. Καμιά από τις προηγούμενες κυβερνήσεις δεν το σεβάστηκε, Κάποια ωραία λόγια κι από κάτω βαθειά το διαφέντεμα των συμφερόντων των κοτζαμπάσηδων και καραβοκύρηδων. Για ποιο Βουλευτικό μιλάς, για ποιους εκλεγμένους; Πάλι τους κοτζαμπάσηδες εννοείς! Γινότανε ο κολίγας, ο ραγιάς να εκλέξει άλλους από τ’ αφεντικά του και να μην χάσει αυθωρεί και παραχρήμα τη δουλειά του, το σπίτι του, τα ίδια τα παιδιά, την οικογένεια του; Δημοκρατία, μπάρμπα Γιάννη, αληθινή δημοκρατία υπάρχει μόνο μεταξύ ίσων και ανεξάρτητων πολιτών. Όσο ανεξάρτητος ήταν ο κολίγας από τον κοτζάμπαση, όσο ανεξάρτητος ήταν ο ναύτης από το νησιώτη ταλιρά, τόσο πραγματική ήταν και η σκατοδημοκρατία που φτιάξατε. Τι ήθελες δηλαδή, μπάρμπα Γιάννη; Δημοκρατία να γενεί κι ο κόσμος όλος ας καεί; Ε, όχι. Πολύ καλά έκανε ο κυβερνήτης και ανέστειλε εκείνο το σύνταγμα, πολύ καλά έκανε και διέλυσε εκείνο το Βουλευτικό με το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό κόμμα. Επιτέλους πήρε μια ανάσα απ’ όλους αυτούς τους «φιλήκοους των ξένων», απ’ όλο αυτό το πρακτοριλίκι ο δυστυχισμένος λαός μας.

Και μήπως όλες αυτές τις κατηγόριες είχες το θάρρος να τις λες μπροστά του, Γιάννη Μακρυγιάννη; Όχι, μπροστά του άλλα πράγματα έλεγες.

“Εγώ σου είπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία και την Εξοχότη σου, οπού είσαι ο Κυβερνήτης της πατρίδας μου και μπορείς να την σώσης και μπορείς να την χάσης. Τώρα κυβέρνα τα πράματα με φρόνησιν κι αγροικήσου μ’ όλους τους σημαντικούς κι ενώσου μ’ αυτούς”.

Και πίσω να συνωμοτείς μ’ όλον αυτόν τον συρφετό των καθαρμάτων, Κουντουριώτηδες, Ζαΐμηδες και Μαυροκορδάτους. Α, ναι άφησα απ’ έξω τον Πολυζωίδη, αυτόν που σπούδασε με έξοδα του Καποδίστρια για να ‘ρθει μετά, να κουρνιάσει σαν γύπας στην Ύδρα των συνωμοτών και να βρίζει από εκεί τον ευεργέτη του με χαρακτηρισμούς όπως «ερμαφρόδιτο Κερκυραίο», «Επτανησιακό κάθαρμα» και άλλα περί ων αισχρόν εστί και λέγειν. Τον Πολυζωίδη ναι, που αργότερα απέσπασε τιμή και δόξα για τη στάση του στη δίκη του Κολοκοτρώνη. Θα ‘ρθούμε κι εκεί.

Όλα σου ξύνιζαν πάνω στον κυβερνήτη, μπάρμπα Γιάννη. Ακόμα και ο λιτός και ασκητικός βίος του.

“Και μας γύμναζε και την οικονομίαν. ‘Οτι κι ο Κυβερνήτης μας μίαν κότα έτρωγε τέσσερες ημέρες”.

Και παρακάτω γράφεις πως όλα αυτά ήτανε για το θεαθήναι για να αποπλανήσει τον λαό όπως εκείνος ο δεσπότης στην ιστορία σου που έτρωγε πάνω σ’ ένα δίχτυ, ώσπου να τον κάνουν οι πολίτες εκείνης της φανταστικής χώρας κυβερνήτη.

Αλλά ο Καποδίστριας και κυβερνήτης ήταν και τη στήριξη του λαού είχε. Τι παραπάνω θα πετύχαινε με την προσποίηση και τη λιτή ζωή;  Για πότε φύλαγε την καλοπέραση του ο κυβερνήτης λοιπόν; Για την άλλη ζωή; Πριν έρθει στην Ελλάδα επισκέφτηκε στην Πετρούπολη τον τσάρο Νικόλαο για να του ανακοινώσει την απόφαση του. Ο τσάρος δίνει διαταγή να του χορηγηθεί μηνιαία σύνταξη εξήντα χιλιάδων φράγκων την οποία ο Καποδίστριας δεν δέχτηκε, δεν ήθελε ξένες εξαρτήσεις.

«Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης» έλεγε. Ζούσε και τότε λιτά και ασκητικά όπως σ’ όλη του τη ζωή. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής του, αυτός ήταν ο Καποδίστριας. Κι εδώ που ήρθε αποποιήθηκε κάθε οικονομική αποζημίωση ή μισθό από το κράτος.

«Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν».

Χαλούσε την πιάτσα. Έτσι το ‘βλεπε το αρχοντολόι. Οι Μαυρομιχαλαίοι και οι άλλοι κοτζαμπάσηδες διατύπωναν ωμά και κοφτά αυτό που ήθελαν από την αρχή. Να μαζεύουνε το χαράτσι από τους πρώην ραγιάδες και να το κρατάνε όλο στα κεμέρια τους. Οι Κουντουριώτηδες ζητούσαν για τις «υπηρεσίες προς την πατρίδα» να τους δοθούν οι δημόσιες γαίες της Πελοποννήσου. Ποιες δημόσιες γαίες; Αυτές που ήταν υποθηκευμένες στις ξένες τράπεζες και στην Αγγλία για να πάρουν οι ίδιοι τα δύο δάνεια του Αγώνα και να τα σκορπίσουν στους δύο εμφύλιους που κατασκευάσανε. Κι εσύ, μπάρμπα Γιάννη, είπαμε. Μεγάλη πίτα η πατρίδα κι όποιος σου έταζε το πιο μεγάλο κομμάτι αυτόν υποστήριζες. Ο καημένος ο κυβερνήτης ήθελε να φτιάξει διοίκηση, να δημιουργήσει χώρα εκ του μη όντος. Να γίνει η Ελλάδα κράτος, κράτος που να διαχειρίζεται το ίδιο τα έσοδα του. Μακριά που ήταν νυχτωμένος κι αυτός. Γιατί αν ήταν τόσο σκληρός όσο οι περιστάσεις απαιτούσαν δεν θα παρακάλαγε τα αυτονόητα. Θα έσερνε όλο αυτό το σκυλολόι στις φυλακές του Ναυπλίου. Όταν έκανε νύξη ότι το τελωνείο της Πελλοπονήσου δεν θα κατέληγε πια στα μπαούλα της φατρίας των Μαυρομιχαλαίων, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης βούτηξε το ταμείο των εσόδων… κι από δω πάν’ κι οι άλλοι! Στάση στην Ύδρα. Ο Μιαούλης, δεφένσωρας των Κουντουριώτηδων, καίει τον ελληνικό στόλο στον Πόρο. Καίει τα καράβια που αγοράστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα του λαού, καίει τις ελπίδες του για λευτεριά και ανεξαρτησία.

Ολόκληρη οργάνωση στήνεται στο Μωριά και ο κυβερνήτης στοχοποιείται και προγράφεται. Και χώρια-χώρια στο ίδιο το Ναύπλιο η συνωμοσία εξυφαίνεται με σένα επί κεφαλής, μπάρμπα Γιάννη. Δεν σου αρκούσαν οι παλιές αμαρτίες. Βιάζεσαι να βουτήξεις το κεφάλι και στη νέα σαπίλα που σε καλεί στα σπλάχνα της.

“Μίλησα μ’ εκείνον οπού ήταν φρούραρχος του Παλαμηδιού να μας δώση το Παλαμήδι και να του δώσουμεν δυο χιλιάδες τάλλαρα. Συμφωνήσαμεν σ’ αυτό και πούθε να μας μπάση και να λάβωμεν τις αναγκαίες τάμπιες. Με πήρε, πήγαμεν οι δυο μας εις το Παλαμήδι, είδα τις θέσες, τα πολεμοφόδια, όλα”.

Τι το ‘θελες το Παλαμήδι, μπάρμπα Γιάννη, τα πολεμοφόδια και τα κανόνια του; Για να τα στρέψεις ενάντια στο κυβερνείο; Για να χτυπήσεις τον πατέρα της πατρίδας; Ναι, αυτό ήταν ο Καποδίστριας, ο πατέρας της πατρίδας. Ένας τέτοιος πατέρας που όμοιος του δεν βρέθηκε ποτέ ξανά.

Ποιοι θα έδιναν όμως δυο χιλιάδες τάλιρα για να εξαγοραστεί ο φρούραρχος του Παλαμηδιού; Ας είσαι καλά που τα γράφεις χαρτί και καλαμάρι πιο κάτω, έτσι ώστε να μην αμφιβάλλει κανείς για την προδοσία σου.

“Τα χρήματα δεν τα ‘χαμεν, τις δυο χιλιάδες τα τάλλαρα, ανταμώνομεν με τον Μιαούλη (ήταν πρωτύτερα αυτό από τα καράβια οπού κάηκαν), του λέγω του Μιαούλη να πάγη εις τη Νύδρα και να ειπή του Μαυροκορδάτου, των Κουντουργιωταίων και του Ζαϊμη να του δώσουνε τις δυο χιλιάδες τα τάλλαρα”.

Όλος ο καλός ο κόσμος, ο Φαναριώτικος εσμός, οι κοτζαμπάσηδες του Μωριά που έγδερναν κανονικά τους δυστυχείς Μωραΐτες με τα δοσίματα και το κέρδος τους πάνω στο χαράτσι και το πειρατικό-ληστρικό αρχοντολόι της Ύδρας. Όλοι μαζί να χτυπήσουνε τον κυβερνήτη, να χτυπήσουνε την Ελλάδα και την προσπάθεια της ν’ αποχτήσει επιτέλους χριστή και κεντρική διοίκηση.

Εν τούτοις τα κανόνια του Παλαμηδιού δεν βάρεσαν το κυβερνείο, δεν έκαναν τ’ Ανάπλι στάχτη και κουρνιαχτό. Γιατί; Το εξηγείς μια χαρά παρακάτω.

“Πήγε ο Μιαούλης το λέγει αυτεινών. «Πες του Μακρυγιάννη», λένε του Μιαούλη, «να τραβήξη χέρι από αυτό και θα γένη διαφορετικά το πράμα».”.

Το πώς έγινε «διαφορετικά το πράμα», το ξέρουμε πια. Δεν χρειάστηκαν ούτε ομοβροντίες ούτε πόλεμος. Ήταν αρκετό δυο δολοφόνοι να στήσουν ενέδρα πίσω απ’ την πόρτα του αγίου Σπυρίδωνος. Ο Γιωργάκης και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, γιος και αδελφός του Πετρόμπεη. Ο κυβερνήτης κατέβαινε τα σκαλιά στα δρομάκια του Ναυπλίου κι όμως ήταν σίγουρος πως ανέβαινε το Γολγοθά του.

«Θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου, ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου, και ας γίνη ότι γίνη», έγραφε εις τον Ελβετό ευεργέτη της Ελλάδας Eynard.

Θα ήμουνα άδικος αν δεν ανέφερα και τη συμμετοχή σ’ αυτό το έγκλημα του ξένου παράγοντα. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μετά τη δολοφονία βρήκε καταφύγιο στη Γαλλική Πρεσβεία του Ναυπλίου. Άσχετο αν, μετά από τις απειλές του λαού του Ναυπλίου ότι θα την κάψουν, οι γάλλοι τον παρέδωσαν στην ελληνική δικαιοσύνη.  Το μαρτυράει και ο ίδιος ο Πετρόμπεης κοντά στο τέλος της ζωής του.

Το 1840 υπήρχε στο υποστατικό του ένας «ιατροφιλόσοφος» ονόματι Πύρρος. Ότι και να σημαίνει αυτή η ιδιότητα ήταν από εκείνους τους λογιότατους που παρίσταναν τον διασκεδαστή και γελωτοποιό στα υποστατικά των κοτζαμπάσηδων. Για να κάνει την καρδιά των Μαυρομιχαλαίων άρχισε τότε εκείνος να κατηγορεί τον Καποδίστρια κι ο Πετρόμπεης του απάντησε:

«Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου και το Έθνος έναν άνθρωπο που δεν θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα».

Κατάλαβες τώρα, μπάρμπα Γιάννη, τι έκανες; Η πόρτα της Ελλάδας σου άνοιξε διάπλατα, η πόρτα της ισονομίας, της έντιμης δημόσιας ζωής, της προόδου και της χριστής διοίκησης. Κι όμως όχι μόνο δεν μπήκες, αλλά και τους εισερχόμενους εμπόδιζες. Ο κυβερνήτης δολοφονήθηκε από τους κατά καιρούς πάτρωνες σου, αυτός που υπερηφανευόταν ότι δεν έχυσε ούτε μια σταγόνα ελληνικό αίμα. Εσύ αντίθετα είχες συνηθίσει τον φατριασμό και τη διχόνοια. Ακόμα είχες συνηθίσει εκεί που έφτυνες να πηγαίνεις μετά και να γλύφεις. Έβρισκες αφορμή επειδή ο Καποδίστριας μπροστά στις τραγικές συνθήκες που βρήκε μπροστά του αναγκάστηκε να πάρει κάποια συγκεντρωτικά μέτρα. Δεν τον συμμερίστηκες. Τον πολέμησες και μάλιστα ύπουλα, κρυφά, μπροστά λιβανωτοί και πίσω το μεγάλο φτυάρι. Ούτε καν αυτό δεν έκανες, να τον πολεμήσεις αντρίκια σαν που σου ταίριαζε στο αξίωμα σου, στρατηγέ Μακρυγιάννη. Λούσου τώρα τον ξένο δυνάστη. Λούσου την άκρατη απολυταρχία του Όθωνα και της ξένης Αντιβασιλείας. Λούσου τη Βαυαροκρατία και την ξένη ακρίδα. Λούσου την γκιλοτίνα που θα θρονιαστεί στ’ Ανάπλι και θ’ αρχίσει να κόβει αράδα τα κεφάλια των αγωνιστών.

 

……………..συνεχίζεται………..