Γιώργος Κονιδάρης (Σκάλτσας).«Ο τελευταίος Μεγανησιώτης ξυλογλύπτης»

Η  ξυλογλυπτική  δεν  συναντάται σαν κάποια μορφή τέχνης στο Μεγανήσι. Τα ξυλόγλυπτα αντικείμενα ήρθαν στο νησί μας σαν εμπορεύσιμα έτοιμα προϊόντα από άλλες πόλεις. Κυρίως από Λευκάδα και Αιτωλοακαρνανία. Μέρη κοντινά μας.

Τα έπιπλα που εξόπλιζαν ένα νοικοκυριό και τα  οικιακά εργαλεία, της κουζίνας , του αργαλειού, της διακόσμησης, τα αγόραζαν από καταστήματα της πόλης,   στα πανηγύρια που γίνονταν στις γύρω περιοχές, ή από πλανόδιο εμπόριο που παλιότερα άνθιζε στο νησί μας.

Μοναδικός εκφραστής της ξυλογλυπτικής τεχνικής ο ογδονταεννιάχρονος σήμερα Γιώργος Κονιδάρης, στο παρατσούκλι “Σκάλτσας”.

Ο μπάρμπα Γιώργος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο  Μεγανήσι Λευκάδας  σε ένα από τα τρία χωριά, το Σπαρτοχώρι.

Από μωρό παιδί ζούσε μέσα στη φύση , βοσκός στο επάγγελμα όπως και ο παππούς του  και ο πατέρας του. Ταυτίστηκε με αυτήν και τα ζωντανά του.  Την φρόντισε, την λάτρεψε, την σπούδασε,  την υιοθέτησε σε κάθε επίπεδο της ζωής του και την εξέφρασε με την τέχνη του.

Σε αυτόν πέρασε από τον πατέρα του η πρακτική ορθοπεδική . Αντιμετώπισε χιλιάδες περιστατικά  με την απόλυτη γνώση της ανατομίας του ανθρώπινου σκελετού και με βασικό του εργαλείο την αφή, την ψηλάφηση, και όπλο του την αυτοσχέδια αλοιφή από σαπούνι ασπράδι αυγού και ούζο, που λειτουργούσε σαν γύψος. Το λεγόμενο ανακόλι. Εξαρθρώσεις κατάγματα και μικροκακώσεις των οστών ,η ειδικότητά του.

Σε εκείνο όμως που ξεχώρισε ήταν η τέχνη της ξυλογλυπτικής. Αυτοδίδακτος , χωρίς καμία ειδική γνώση  και με  αυτοσχέδια εργαλεία, δημιούργησε  έργα που θα ζήλευε κι ο πιο εξειδικευμένος τεχνίτης. Και χωρίς ερεθίσματα πέρα από τον δικό του μικρόκοσμο. Χωρίς εικόνες από τον έξω κόσμο που όπως λέει,  είδε ελάχιστες φορές στη ζωή του.

Ποτέ ο ίδιος δεν κατάλαβε ακριβώς  την σπουδαιότητα και την ομορφιά των έργων του. Γι αυτόν ήταν κάτι αλπό, εύκολο, και η καθημερινή αυτή ασχολία  δεν τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο ξεχωριστό  ήταν  το αποτέλεσμα .

Σαν άνθρωπος από το στενό του περιβάλλον εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή και θέλησα να αναδείξω την ικανότητα και το ταλέντο του σε αυτό που έκανε.

Η συνέντευξη μας δεν ήταν εύκολη. Σε κάθε ερώτηση που έπρεπε να ανατρέξει στο παρελθόν, δάκρυζε και κόμπιαζε. Συγκινούνταν , ίσως γιατί συνειδητοποιούσε ότι οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι  μεγάλωσε αρκετά.

Στενάχωρη για αυτόν και η θέα των  σχεδόν αγκυλωμένων  του χεριών που σιγά σιγά παραμορφώθηκαν από το άρμεγμα, και πρήστηκαν τα δάχτυλα του . Δεν είναι εύκαμπτα πια, τώρα τραχιά και αλύγιστα ίσα που πιάνουν το ποτήρι, το φλιτζάνι, τη μπόλια.  Και οι κινήσεις μετρημένες, συγκεκριμένες, αργές…

Ξεκινήσαμε σιγά σιγά την κουβέντα μας με ερωτήσεις.

Τον ρώτησα κατ αρχήν αν η ξυλογλυπτική ήταν τέχνη Μεγανησιώτικη ή ήρθε από άλλη περιοχή από την Αιτωλοακαρνανία ή Λευκάδα.

Απ: «Σαν τέχνη δεν υπήρχε στο Μεγανήσι, ούτε μεταδόθηκε από κάπου. Κάθε ξυλόγλυπτο αντικείμενο ή έπιπλο ήρθε εμπορευόμενο από πλανόδιους πωλητές ή από την αγορά της Λευκάδας όπου κι εκεί δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα.

Υπήρχε ένας αυτοδίδακτος ξυλογλύπτης ο Σπύρος ο Φατούρος, βοσκός στο επάγγελμα σαν κι εμένα. Κάποτε, ένας γείτονας που σπούδαζε στην Αθήνα καθηγητής, ο Νίνος, μου πρότεινε να πάω μαζί του και να με βάλει να δουλέψω σε εργοστάσιο με έπιπλα. Είπα όχι. Μια μέρα  συναντήσαμε το Σπύρο που ψάρευε με τη βάρκα του σε μια παραλία, στους Χερνιάδες. Είχε πουλήσει τα ζώα κι αγόρασε καΐκι. Κάποια στιγμή μας έδειξε μια κασετίνα που είχε μέσα τα ξυριστικά του και την είχε σκαλίσει ο ίδιος.

 Πιάσαμε αυτή τη κουβέντα, και ο Νίνος έκανε την πρόταση και σε αυτόν για την Αθήνα. Κι εκείνος δέχτηκε  και πήγε.  Δούλευε και ήταν καλός τεχνίτης. Έφτιαξε μόνος του τον «Εσταυρωμένο».  Λίγο αργότερα η Μητρόπολη Αθηνών ζήτησε το έργο του κι εκείνος αρνήθηκε. Ύστερα από λίγο καιρό έμαθα ότι τρελάθηκε. Κι από τότε δεν ξαναείχα νέα του. Δεν ξέρω τι απέγινε από τότε….

Κανείς άλλος στο Μεγανήσι δεν γνωρίζω να  έφτιαχνε ξυλόγλυπτα εκτός από μένα.»

2) Γιατί το Μεγανήσι ήταν πιο κοντά πολιτιστικά στην Αιτωλοακαρνανία και όχι στη Λευκάδα, όπου οι ρόκες ήταν διαφορετικές;

Απ:» Ήταν πιο εύκολο το ταξίδι προς το Ξηρόμεροπιο γλήγορο.(Αιτωλοακαρνανία) Πιο κοντά, και εκείνα τα μέρη μπορούσαν πιο εύκολα να μας προμηθεύσουν τα εμπορεύματα  που χρειαζόμασταν. Η αγορά ήταν μεγαλύτερη γιατί ήταν πολλά τα μέρη εκεί και είχανε δρόμο. Στη Λευκάδα επειδή ήταν νησί δεν έβρισκες μεγάλη ποικιλία, κι ήτανε μακριά από δω  με τα καΐκια.

Έτσι είχαμε συχνότερη επαφή , πηγαίναμε συνέχεια, πιο εύκολο το ταξίδι, πιο μεγάλη η αγορά. Και πήραμε πολλά από αυτούς.»

3) Στην Λευκάδα  φαίνεται ότι δεν υπήρχε τοπική ξυλογλυπτική, αλλά στις φυλακές της, έκαναν ξυλόγλυπτα αντικείμενα οι έγκλειστοι από Αιτωλοακαρνανία και Ήπειρο.

Απ:«Έτσι είναι. Η ξυλογλυπτική δεν υπήρχε σαν τέχνη στη Λευκάδα. Ένας δυο που ασχολήθηκαν έφτιαχναν τέμπλα. Κι αυτοί τη σπουδάσανε την τέχνη στα εξωτερικά.* Έτσι ξέρω εγώ. Οι φυλακισμένοι για να βγάλουν λεφτά έφτιαχναν τέτοια εργαλεία και τα πούλαγαν. Όχι μόνο ρόκες αλλά και άλλα αντικείμενα.»

4) Οι ρόκες των φυλακών ήταν αντικείμενα εμπορικά. Γνωρίζεις καθόλου αυτά  τα φυλακίσια   αντικείμενα; Μήπως αυτά υπήρξαν πρότυπα σχέδια για την δουλειά σου;

Απ: «Μέσα από εμπόρους μπορεί να έφταναν και μέχρι εδώ. Δεν είχαμε εμείς πάρε δώσε με δαύτους.

Η δική μου δουλειά ήταν αυτοσχέδια και ότι έφτιαχνα το έκανα με το μυαλό μου.* Ποτέ μου δεν ξεσήκωσα κάτι.»

5) Γνωρίζεις ποιά ήταν η κλασσική μορφή ρόκας της Λευκάδας ; Ήταν η ρόκα Φ;

Απ:«Όλα τα σχέδια ρόκας . Όμως ήταν πιο βολική η ρόκα Φ γιατί  η τλούπα* το μαλλί στέκονταν καλύτερα στα δυο μπράτσα. Ήταν πιο σταθερό, είχε που να δεθεί.

6)Τι ξύλο χρησιμοποιούσες και ποια διαδικασία ακολουθούσες;

 Απ: «Εξαρτάται από τι ήθελα να φτιάξω. Η σουμπιά* (οξιά) ήτανε καλή για κουπιά και σφοντύλια.

Σε αγραπιδιά , δάφνη και ρείκι έκανα  τα υπόλοιπα.

Από δάφνη έφτιαχνα τις πίπες και από ρείκι τις ρόκες.

Έκοβα τον κορμό του δέντρου στη χάση του φεγγαριού. Όλους τους μήνες εκτός από τον Μάρτη. Τότε τα ξύλα πιάνανε σκουλήκι. Το έκοβα σε λουρίδες ή πλάκες ανάλογα τι ήθελα να κάνω, και το άφηνα δυο βδομάδες να στεγνώσει. Κι ύστερα το δούλευα σιγά σιγά.

Έβγαζα την φλούδα του, το ξεγύμνωνα πρώτα, κι ύστερα ζωγράφιζα το σχέδιο.  Σιγά σιγά και το σκάλιζα. Όταν τελείωνα το σχέδιο το πέρναγα βερνίκι που έφερνα από τη Λευκάδα.»

7) Με τι εργαλεία δούλευες, και πώς τα χρησιμοποιούσες;

Απ:» Είχα το ζαγανά *για να κόψω το ξύλο.  Ένα ξυράφι , που το τρόχιζα με στουρνάρι.* Μια λάπη΄* για το σχέδιο, και κομμάτια ξύλου για το μέτρημα. Έφτιαχνα και μοναχός μου από αντένες ομπρέλας κοπίδια για να είναι μικρά και μυτερά και να κάνω τη λεπτοδουλειά.

Μια φορά ένας δάσκαλος χωριανός  μου, μου έφερε δώρο μια κασετίνα  με πολλά  μικρά κοπίδια αλλά δε με βολέψανε καθόλου. Είχα  τα δικά μου εγώ.»

8) Που ήταν το εργαστήριο σου;

Απ: »Το εργαστήρι μου ήτανε όπου βόσκανε τα ζωντανά μου. Έξω στα χωράφια ή κοντά στη θάλασσα. Όση ώρα   τρώγανε τα ζώα εγώ σκάλιζα. Τα φύλαγα και σκάλιζα. Όλες τις μέρες του χρόνου, όλες τις εποχές. Όπου ήταν εκείνα ήταν και το εργαστήριο μου.»

9)Έκανες πράγματα που σου άρεσαν μόνο εσένα ή και κατόπιν παραγγελίας για να τα πουλήσεις;

Απ:» Πάντοτε έκανα και σχεδίαζα ότι μου άρεσε εμένα. Για το σπίτι μου και τις αδερφές μου. Επειδή το σπίτι μας ήταν ανοιχτό για όλο τον κόσμο όσοι τα βλέπανε μου γερεύανε μετά. Οι παραγγελίες ήτανε μόνο για το είδος, το αντικείμενο. Ποτέ για το σχέδιο. Αυτό ήτανε δική μου δουλειά. Και ποτέ δε μου κάνανε παράπονο.»

Ούτε   ποτέ μου πήρα  μια δραχμή . Μια φορά μόνο που είχα φτιάξει μια κασετίνα για χρυσαφικά (μπουζουτιέρα)  σε μια συγγένισσα, έφερε στη γυναίκα μου διακόσιες δραχμές.

Αυτή η γυναίκα ήτανε παντρεμένη στο  Θιάκι *. Έμενε εκεί με την οικογένεια της.

Όταν κάποια φορά  πήγα με το καΐκι στο Θιάκι για να φορτώσω καρπό για τα ζώα, το ‘μαθε κι ήρθε στο λιμάνι. Με σταύρωσε *να πάω να μείνω σπίτι της. Από τα πολλά πήγα. Εφάγαμε, επιείκαμε και έμεινα εκεί το βράδυ. Την άλλη μέρα το πρωί μου είπε ότι θα με πάει κάπου. Την ακολούθησα και πήγαμε σε ένα επιπλοποιείο του κουνιάδου της. Αυτός είχε δει τη κασετίνα και μου έκανε πρόταση να μείνω στο Θιάκι και να  δουλεύω γι αυτόν.  Να σκαλίζω τα έπιπλα.

Σε αντάλλαγμα θα μου έγραφε το μισό μαγαζί  και  θα μου νοίκιαζε σπίτι δικό μου.

Αρνήθηκα γιατί η ζωή μου ήταν εδώ. Αυτή ήταν η απολαβή μου.

10) Σε ευχαριστούσε αυτό που έκανες, σου άρεσε; Όλα αυτά που δημιουργούσες τα έκανες  μόνο για το κέφι σου;

Απ:» Βέβαια τα έφτιαχνα για το κέφι μου. Μου άρεσε να ασχολούμαι.

Και  μου άρεσε που μου τα ζήταγαν και άλλοι. Ότι έφτιαχνα ήτανε χρήσιμο. Στολίδια και εργαλεία για το σπίτι, για το νοικοκυριό, και για τον άνθρωπο.

11) Και πως επέλεγες τα σχέδια που σκάλιζες;

Απ:» Και τα σχέδια ήτανε ότι μπορείς να φανταστείς. Ότι μου ερχόταν στο μυαλό, ότι έβλεπα μπροστά μου, το ‘βαζα στο ξύλο.

12) Τι έργα έχεις φτιάξει, με τι σύμβολα , με τι θέματα , και για ποιό λόγο τα διάλεγες;

Απ: «Τα χέρια μου έχουνε σκαλίσει πολλά πράγματα.

Κορνίζες, σφραγίδες, πετσετοθήκες. Έχω κάμει πάνω από 50 ρόκες.Καφκιές*,πίπες,σουγιάδες,αγκλίτσες.Πουλιά,χαρτοπετσετοθήκες ,κασετίνες. Ότι θέλεις έφτιαχνα.

Ιδέες έπαιρνα από την φύση  και από ότι έβλεπα γύρω μου. Συνήθως το φίδι  τα πουλιά και τα ψάρια μου άρεσαν .Και γυναίκες  έφτιαξα.

13) Τον Αη- Γιώργη τον έφτιαξες ποτέ; Τον δικέφαλο αετό ,  δράκους , ή φίδια; Ξέρεις τον συμβολισμό τους ? Τα φίδια και οι δράκοι τι συμβόλιζαν για σένα?

 Απ: «Τον Αη-Γιώργη δεν τον έκαμα ποτέ. Ούτε δράκους είδα ποτέ μου για να τους ζωγραφίσω. Το φίδι το’χω βάλει σε πολλά έργα μου. Είναι η δύναμη αλλά και ο ύπουλος εχθρός.

(Εδώ φαίνεται ότι τα ερεθίσματα του ήταν  εικόνες που έβλεπε μπροστά του, η καθημερινότητα του. Δεν είχαν συμβολικό χαρακτήρα τα έργα του. Αποτύπωναν απλά την πραγματικότητα. Δηλαδή το φίδι που δάγκωνε το θύμα του. Το πουλί που κάθεται να ξαποστάσει. Η γυναίκα που στολίζεται για το πανηγύρι…)

14) Ήσουν γνωστός σαν ξυλογλύπτης στο νησί; Σου έδιναν παραγγελίες, και πώς γίνονταν; Σου έλεγαν δηλαδή αυτοί τι και πώς να τους φτιάξεις κάτι; Αποφάσιζες εσύ ή το συζητούσατε και αποφασίζατε μαζί;

Απ: «Σκάλιζα από μικρό παιδί. Έπιανε το χέρι μου και στη λάπη.

Σιγά σιγά το έκανα καλύτερα. Μου ζήταγαν πολλοί να τους φτιάξω πράγματα. Δεν είπα όχι σε κανέναν. Τα έκανα με ότι σχέδιο ήθελα εγώ, δεν επεμβαίνανε  σε αυτό. Μου είχανε εμπιστοσύνη.

Αυτοί μου παραγγέλνανε μόνο το αντικείμενο, το είδος. Ρόκες και αγκλίτσες θέλανε πιο πολύ.

15) Πόσα αντικείμενα κατασκεύαζες το χρόνο, και πιο ήταν το δυσκολότερο που είχες φτιάξει;

Απ: «Έκανα πολλά κομμάτια το χρόνο, ανάλογα με τη δυσκολία που είχε το σχέδιο και το μέγεθος. Το πιο μικρό , μια αγκλίτσα ας πούμε, μου έπαιρνε μια βδομάδα. Τα καλοκαίρια έφτιαχνα περισσότερα γιατί τα ζώα δεν ήθελαν πολύ φροντίδα. Κι είχα πιότερο χρόνο. Το πιο δύσκολο που είχα κάνει ήταν ένα κομοδίνο. Από την αρχή μόνος μου. Ολοσκάλιστο, μου πήρε πάνω από δυο μήνες. Κι αυτό το δώρισα.»

16) Γνωρίζεις πόσα είδη ρόκας χρησιμοποιούσαν στην περιοχή;  Μακριές , κοντές , σκαλιστές ή απλές.

Απ: «Όλα τα είδη ρόκας.  Ανάλογα τι βόλευε την κάθε γυναίκα. Άλλες την έβαζαν στη μέση τους κι έγνεθαν, άλλες στη μασχάλη τους, άλλες στο γόνατο.  Περισσότερο βόλευαν οι μακριές σε σχήμα Φ. Ήταν πιο μαιντζέβελες* πιο βολικές. Οι αγοραστές ήταν απλές. Σκαλιστές δεν έβρισκες εύκολα. Κι η κάθε γυναίκα ανάλογα και με τα οικονομικά της. Ως και σε καλάμια γνέθανε η σε ξύλα. Όπως μπορούσε η καθεμία.»

17) Τι είδος νήματος έγνεθαν με το κάθε τύπο ρόκας και τι παρήγαγαν στη συνέχεια με το αντίστοιχο νήμα (μαλλί λινό μετάξι βαμβάκι). Τι νήμα έφτιαχναν στο νησί ;

Απ: «Πρόβιο και λιναρίσιο. Αυτά τα γνέματα* ήταν σε αφθονία  στο νησί.

Δεν υπήρχε διαφορετική ρόκα για το κάθε νήμα. Λινάρι υπήρχε στο Μεγανήσι. Το καλλιεργούσαμε και εδώ. Για το ρουχισμό μας και το νοικοκυριό μας.»

18) Πόσες ρόκες είχε κάθε γυναίκα; Ήταν δώρο γάμου ή ήταν μέρος της προίκας ;

Απ: «Κάνα δυό το πολύ. Δεν είχαν πολλές.

Ήταν μέρος της προίκας. Δεν υπήρχε παλαιά γυναίκα που να μην είχε τη ρόκα της.»

  19) Σαν προσωπικό αντικείμενο της γυναίκας υπήρχε παράδοση στο νησί να την θάβουν μαζί με την ιδιοκτήτρια? 

Απ: «Όχι. Οι ρόκες μένανε στην οικογένεια

20) Έχεις φτιάξει  καλτσόξυλα ή καλτσοβελόνες; Αυτά τα αντικείμενα είχαν σχέση  μόνο με την πλεκτική η και με ραπτική βελονάκι , κεντήματα κλπ. Έχουν σε μεγάλο αριθμό παραχθεί στις φυλακές του Ιονίου από το 1890 μέχρι το 1940 περίπου. Φαίνεται ότι δεν ήταν λαϊκά εργαλεία . Μάλλον απευθύνονταν σε αστικές γυναίκες, λόγω του ξυλόγλυπτου διάκοσμου και του υψηλού κόστους  οι οποίες έφτιαχναν πιο λεπτά εργόχειρα.

 Απ: «Έχω φτιάξει πολλά. Κοντές ρόκες ήτανε. Από ξύλο δάφνης και μάζας. Μαλακά ξύλα για  λυγίζει ,να γυρίζει το ξύλο. Για καλτσοβελόνες όμως εμείς είχαμε αντένες από ομπρέλα. Με αυτά πλέκανε οι γυναίκες τα τσουράπια* και τις φανέλες. Στερέωνε στη μέση το καλτσόξυλο, το αγκάλιαζε με το δεξί μπράτσο  και έπλεγε* με τα χέρια . Τράβαε γνέμα* κι έπλεγε… τράβαε κι έπλεγε… Με τα καλτσόξυλα μόνο πλέξιμο κάνανε. Κι εγώ έχω πλέξει φανέλες.

Όλες είχανε τέτοια εργαλεία.. Δεν πιστεύω ότι είχανε μόνο οι αρχόντισσες. Εδώ τις είχανε σχεδόν όλες οι νοικοκυρές . Οι προκομμένες  γιατί οι ακαμάτρες τα περιμένανε έτοιμα.

Οι πλούσιες κι εκείνες που μένανε στις πόλεις έπλεγαν με αγκερίδι* και βελόνες. Εδώ αυτά τα εργαλεία ήρθαν αργότερα. Ήταν ακριβά και δυσεύρετα, γι αυτό τα είχανε μόνο οι αρχόντισσες που τα αγοράζανε και από τους φυλακισμένους, κι από τους εμπόρους. Γι αυτό αυτές είχανε σκαλιστές  και όμορφες και καλοφτιαγμένες… Οι φτωχές κάναν τη δουλειά τους όπως μπορούσαν. Κι εγώ  δεν έπαιρνα λεφτά γι αυτές που έφτιαχνα.

Οι γυναίκες μας κένταγαν και πολύ. Σε αργαλίσια *πανιά και σε λινάτσες σταυροβελονιά. Και λευκαδίτικα κεντήματα. Με βελόνι και μεταξωτή κλωστή που βρίσκαμε στη Λευκάδα. Δεν είχαμε μετάξι στα μέρη μας. Όλο το προικιό πέρναγε από τα χέρια της γυναίκας. Και ασπροκέντι στη μηχανή. Κοφτό σε λινό η σε ότι άλλο ύφασμα βρίσκανε. Ακόμα και οι πετσέτες του φαγητού είχανε κεντίδι.»

21) Γνωρίζεις την εικόνα  της γυναίκας με το πουλί στο κεφάλι ακουμπισμένη σε κάποια μορφή καρέκλας/στασίδι που κρατά κούπα στα χέρια της; Τι μπορεί να συμβολίζει αυτή η γυναικεία μορφή;

Απ: «Δεν την έχω δει ποτέ αυτή τη γυναίκα εγώ. Όμως το πουλί στο κεφάλι της σημαίνει ελευθερία, φεύγω… πετάω… και τα άλλα δείχνουν ότι ετούτη η γυναίκα είναι αργόσχολη, κάθεται, είναι ξαπόστατη *, μπορεί ναναι καμιά αρχόντισσα πο΄χει υπηρέτριες.

Εγώ έκανα γυναίκες  χωριατοπούλες, με τη φορεσιά τους, το τσεμπέρι τους, και με φορτίο στο κεφάλι, όπως ήτανε όλες. Έχω κάμει και κοπέλες ανύπαντρες όμορφες, ξεφόρτωτες*»

22) Πόσα από αυτά τα έργα έχεις σήμερα;

Απ: «Λίγα. Τα περισσότερα τα χάρισα. Και η γυναίκα μου πριν πεθάνει πούλησε τις ρόκες της σε έναν πλανόδιο έμπορα που την κορόιδεψε και της τα πήρε . Τα εγγόνια μου έχουν κρατήσει μερικά. Είχα δώσει πολλά σε μια έκθεση αλλά δεν μου τα φέρανε πίσω ποτέ.

  1. Και μου έμειναν δυο μισοτελειωμένα. Μια ρόκα και μια γκλίτσα…

Μακάρι ναχα δάχτυλα να τα αποσώσω και τούτα…»

Ο μπάρμπα –Γιώργος σήμερα είναι 90 ετών. Παντρεύτηκε στα 33 του από προξενιό με την Χρυσάφω. Έκαναν τέσσερα παιδιά και εννέα εγγόνια. Δύσκολος αυταρχικός χαρακτήρας, και άνθρωπος της δουλειάς, πατριάρχης στην οικογένεια και παιδί ο ίδιος πολύτεκνης οικογένειας όπως ήταν οι περισσότερες τότε. Τα ζώα του ήταν μέρος αυτής και η ζωή και η καθημερινότητα του απόλυτα εξαρτημένη από αυτά.

Με γνώσεις και ικανότητες ιδιαίτερες που ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε ξεχωριστές και που χωρίς κανένα οικονομικό κίνητρο πρόσφερε στους γύρω του. Φιλόξενος, δοτικός τίμιος αλλά σκληρός και πεισματάρης μαζί.

Εκφραστής  της πατριαρχικής οικογένειας τον έτρεμαν όλοι και τελούσαν υπό τις εντολές του. Το ξεχωριστό του ταλέντο στην ξυλογλυπτική  δεν μεταδόθηκε σε επόμενες γενιές δυστυχώς, παρά μόνο όσο αφορά στη ζωγραφική όπου εκεί κάποια από τα εγγόνια του έχουν κληρονομήσει ίσως το ταλέντο του, όπου αυτό εκφράστηκε  στην αγιογραφία και στην γραφιστική. Πιο σύγχρονες μορφές τέχνης.

 Με λόγια απλά, δικά του, μας μεταφέρει βιωματικές γνώσεις και πληροφορίες που επιβεβαιώνονται από επίσημες βιβλιογραφίες και αναφορές ειδικών.

Σημείωση:

Η συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε με αφορμή το βιβλίο με τίτλο «TELLTALE TOOLSWOODCARVED TEXTILE TOOLS OF THE XIX AND XX CENTURY” το 2019. Πρόκειται για μια έκδοση που θα εκδοθεί στην Αγγλική γλώσσα  διαφόρων συγγραφέων, η οποία  ερευνά γυναικεία ξυλόγλυπτα εργαλεία οικιακής χρήσης, που μαρτυρούν την μακρά παράδοση της ξυλογλυπτικής στην Ελλάδα, και τεχνικές που χάνονται στα βάθη του χρόνου. Το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα της έρευνας που διεξήγαγε η Κ.Flavia Nessi Γιαζιτζόγλου , Αρχαιολόγος και ιστορικός Τέχνης. Η κυρία Nessi  ζήτησε την βοήθειά μου προκειμένου να συλλέξει στοιχεία για την έρευνά της.

Λεξιλόγιο.

Ανακόλι=  Αυτοσχέδιο μείγμα που έμπαινε σε κακώσεις οστών με ασπράδι αυγού, ούζο και σαπούνι.

Απολαβή=Ανταμοιβή

Από το μυαλό μου= Δική μου έμπνευση

Αγκερίδι=Βελονάκι

Αργαλίσα=Του αργαλειού, υφαντά

Ακαμάτρα=Τεμπέλα

Γνέματα=Νήματα

Εξωτερικά=Στο Εξωτερικό

Έπλεγε= Έπλεκε

 

Ξεφόρτωτες= Χωρίς φορτίο κυρίως στο κεφάλι

Ζαγανάς= Πριόνι χειρός

Λάπη=Μολύβι