«Μάνα», ένα ποίημα της Φωτεινής Παπασταματίου-Καββαδά

 

ΜΑΝΑ (Απολογισμός)

Σου μοιάζω περισσότερο, απέκτησα ρυτίδες .
Έγινα πιο σοφή ,χάνοντας λίγο απ’το παιδί
που κουβαλούσα μέσα μου.
Τα χρόνια δεν είν’απολογισμός αριθμητικός,
-είναι διάθεσης.

Δεν έχασα μεγάλη έκταση από τον κήπο
που καλλιεργούσες μέσα μου.
Κι όσο βρωμίζει ο περίγυρος ,
Τόσο μοσχοβολά ο πατρικός μας κήπος
και γίνεται απαραίτητος κι απάγκιο,
και κάνει την διαφορά.

Απ’ όσα μού ‘μαθες με έννοια περισσή,
τίποτα δεν λησμόνησα.
Σαν χθες μου φαίνεται που σ’ έβαζα στη σκάλα της αυλής
για να θηλάσω.
Το ίδιο σ’αγαπώ, το ίδιο σ’ έχω.
Δεν έγινε αχνή η θύμησή σου ούτε ξεθύμανε η μυρωδιά σου .

Δόξα τω Θεώ , σε νιώθω πλάϊ μου ,
γιατί έτρεμα πριν χρόνια που έφυγες,
μην τύχει και ξεχάσω τη μορφή σου
όσο ζω θα ζείς και εσύ, μέσα μου
Μάνα μου, μαντζουράνα μου!

Όπως η ανελέητη ερμητική βροχή
χτύπησε τα πουλάκια, βάρυνε τις φτερούγες τους
και το χαλάζι τα απόκαμε,
έτσι η μοναξιά ολοχρονίς λεηλατεί τις σκληρές ψυχές.
Η ανέχεια σηκώνει μπόϊ ταυτόχρονα με την σκληρότητα
και το ‘Ίδιον συμφέρον».

Μάνα, που απο τον κήπο σου έτρωγε ζαρζαβατικά η γειτονιά
και που στην πόρτα σου,
διακριτικά εξεδιψούσαν οι ζητιάνοι,
μεσίτευε ‘υπέρ ημών»
Έφυγες σε ευνοϊκούς καιρούς και χρόνους .
Τώρα βιώνουμε την παρακμή.
Στον ορίζοντα επίκειται κατακλυσμός,
κι εμείς κιβωτό δεν έχουμε, μόν’μια μικρή σχεδία .

Φωτεινή Παπασταματίου-Καββαδά 13-5-2018