Kυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Δ. Ε. Σολδάτου «Λευκαδίτικα διηγήματα» από τις εκδόσεις Fagottobooks
Λευκαδίτικα διηγήματα
Δημήτρης Ε. Σολδάτος
ΙSBN: 978-960-6685-68-2
Σχήμα: 23×17 cm
Σελ: 172
Τιμή: 15 ευρώ
Εκδόσεις Fagottobooks
Διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία
Κεντρική διάθεση βιβλιοπωλείο fagottobooks και στο ηλεκτρονικό μας κατάστημα.
Ένας τσοπάνης Λευκαδίτης νικάει τον Σπύρο Λούη στον Μαραθώνιο, αλλά δεν το γράφει η Ιστορία! Ο μεγαλύτερος Έλληνας κλαρινίστας είναι Νιοχωρίτης, όμως έκανε καριέρα με άλλο όνομα, κι αφορμή γι’ αυτό στάθηκε ένα έγκλημα. Μια Εγγλέζα, που έγινε χωριάτισσα, δοκιμάζει την πίστη της με το «κλήμα Λάζαρος». Η σατιρική εφημερίδα «Ελεύθερος Μουνοσπάστης» αναστατώνει την μικρή κοινωνία ενός χωριού. Μια «πεταλούδα» της νύχτας μιλάει την γλώσσα των αγγέλων. Ένας δάσκαλος κουβεντιάζει με τα πουλιά. Το ελαφάκι που κλαίει. Το εργοστάσιο τενεκέδων. H γυναίκα με την κατσικούλα. Η κουμπαριά των γύφτων. Το χωριό με τις γάτες. Ο φτωχός που θέλησε να δανείσει τον Ωνάση…
Αυτές και άλλες ιστορίες αποτυπώνονται στις σελίδες του βιβλίου, με πλωτή γέφυρα ανάμεσά τους την αλαφροΐσκιωτη Λευκάδα.
«Αν τύχει να ’σαι από νησί, αν τρέχει αρμύρα μες στις φλέβες σου κι όχι αίμα, αν βάρκα ήταν η κούνια σου και κύμα το νανούρισμά σου, κοχύλια τα παιγνίδια σου και προσφορίτες κι αχιβάδια, πες πως ετούτες οι γραμμές είναι σανίδες στο καρνάγιο, που προσπαθώ μ’ αυτές να φκιάξω ένα καράβι να σε ταξιδέψω…»
Ο συγγραφέας και μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος σχολιάζει:
«Ένα χάρμα διήγημα, και υπόδειγμα για το πώς τέσσερις ελληνικές γλώσσες (της Αγίας Γραφής, ομηρική, λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, καθομιλουμένη) μπορούν με τρόπο οργανικό να συνυπάρξουν σε ένα μικρό κείμενο».
Το διήγημα «Το Κλήμα Λάζαρος» |
Μόνο εκεί που υπάρχουν τάφοι υπάρχει ανάσταση.
Friedrich Nietzsche
∆ΙΠΛΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ υπήρχε παλιά ένα ελαιοτριβείο. Η ευωδιά απ’ το φρεσκοστυµµένο λάδι φλόµωνε τα ρουθούνια µας. Απ’ τ’ άγρια χαράµατα βοούσε το µελισσοµάνι των λιτρουβιαραίων! Βογκούσαν τα τρακτέρ στην ανηφόρα, φορτωµένα σακιά τίγκα στον ελαιόκαρπο! Στον φράχτη απλωµένα τα τσόλια. Κι εµείς, λιµασµένα παιδιά της γειτονιάς, κλωθογυρίζαµε εκεί γύρω, ώσπου κάποιος γνωστός να µας φωνάξει να δούµε τις µυλόπετρες που αλέθουν και να µας τρατάρει µια πρωµάδα, ψωµί πυρωµένο στην φωτιά, αλειµµένο µε ζεστό φρέσκο λάδι! «Όταν µεγαλώσω», έλεγα, «θα γίνω λιτρουβιάρης! Θα πίνω ούζο 12 και θα καπνίζω άφιλτρα τσιγάρα Καρέλια!»
Πριν προλάβω καλά-καλά να µεγαλώσω, το λιτρουβιό έκλεισε. Το παραπάνω χωριό απ’ το δικό µας ερήµωσε. Κι έτσι, το ∆ηµοτικό Σχολείο µεταφέρθηκε στο εγκαταλελειµµένο ελαιοτριβείο, που το µισό διαµορφώθηκε σε διδακτικό χώρο και το άλλο µισό παρέµεινε κλειδωµένο, µε στριµωγµένα τα καζάνια πλάι στις µεγάλες µυλόπετρες. Καµιά φορά, κατά την διάρκεια του µαθήµατος, ακούγαµε το «κριτς! κριτς!» των ποντικών από δίπλα.
Σιγά-σιγά, και το δικό µας χωριό άδειασε. Ο κόσµος µετανάστευε στις µεγάλες πόλεις για να βρει δουλειά. Το σχολείο έκλεισε! Μετακόµισε στον παρακάτω οικισµό. Και το παλιό ελαιοτριβείο του Καµαρίλα, νοικιάστηκε σε µιαν εξηντάχρονη Εγγλέζα µετρίου αναστήµατος, µε βαµµένο ξανθό µαλλί και µ’ έναν αέρα ψηλοµύτας, φλεγµατικής λαίδης!
Στην αρχή κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Μόνον πως την έλεγαν Τζόυ, δηλαδή Χαρά. Αµάξι δεν είχε. Έρχονταν και την έπαιρναν οι φίλοι της µε τα δικά τους αυτοκίνητα. Και το βράδυ ή τα χαράµατα την ξανάφερναν. Ήταν γλεντζού!
Κυκλοφόρησαν πολλές φήµες για λόγου της. Είπαν πως ήταν πάµπλουτη, πως είχε ιδιωτικό νησί στην πατρίδα της, αλλά βαρέθηκε την ζωή που έκανε και διάλεξε το µέρος µας για να περάσει τα τελευταία της χρόνια, αφήνοντας πίσω τις πολυτέλειες και τις οµίχλες της Αγγλίας και κάνοντας µια καινούργια αρχή κάτω απ’ τον λαµπερό ήλιο της Ελλάδας.
Με τον καιρό η Τζόυ άρχισε ν’ αλλάζει. Οι φίλοι της αραίωσαν. Αν ήθελε να πάει κάπου, έπαιρνε ταξί ή πήγαινε µε τα πόδια. Έκανε παρέα µε τις χωριάτισσες και µάθαινε την τοπική διάλεκτο που χρησιµοποιούσαν. Είχε ένα τετράδιο και σηµείωνε: «Αλµπαζία: ζαλάδα. Άου πάνου κείθε: από πάνω εκεί. Ε, τ’ λόουσου: και του λόγου σου». Αποστήθιζε λευκαδίτικες φράσεις και τις αναπαρήγαγε µε γεροντίστικη προφορά και παιδιάστικο σκέρτσο: «Επή’αιανα ξώχειλα-ξώχειλα στην λιθιά, εξαχούρδησα, εσκουπ’λιάστ’κα κι έγινα µπ’κούνια!» ∆ηλαδή: «Πήγαινα άκρη-άκρη στην λιθιά, γλίστρησα, σωριάστηκα κι έγινα κοµµάτια!» Οι απλοϊκές γυναίκες ήταν πλέον οι αληθινές της φίλες. Φκιάχνανε µαζί ψωµί και το ψήνανε στο φούρνο. Της έδιναν συνταγές, µαγείρευε λευκαδίτικα φαγητά και γλυκά κι ύστερα γύριζε στην γειτονιά και τα µοίραζε!
Μια µέρα έκαµε την µεγάλη ανακοίνωση: «Μην µε ξαναπείτε Τζόυ! Πάει αυτή, πέθανε! Τώρα αναστήθηκα και µε λένε Ζωή! Η Εγγλέζα γιοκ! Τώρα είµαι χωριάτισσα! Κρένω την γλώσσα σας, ακουρµαίνοµαι την καρδιά σας, βουρλίζοµαι όπως εσείς! Πάει καλιά της η Τζόυ, Θεός σ’χωρέστηνε!» Κι έπιανε το ποτήρι µε το ούζο και το κατέβαζε µονοκοπανιά, λέγοντας «Γεια µας και καλά στερνά!»
Οι χωριάτισσες την λάτρεψαν, όπως λατρεύει ο καθένας κάποιον που θέλει να του µοιάσει. Μα οι φαρµακόγλωσσες της γειτονιάς δεν της συγχωρούσαν την ελευθεριότητά της σε όλα. Τις διαόλιζε η φήµη πως τις άρεσαν πολύ οι άντρες. Και πως κάθε βράδυ έβαζε κι άλλον στο κρεβάτι της! Αυτές που µια ζωή πέρασαν αγόγγυστα δίπλα σ’ ένα και µοναδικό αρσενικό, που άνοιγαν τα πόδια τους για να γίνουνε µανάδες, κι ανταποκρίνονταν στα συζυγικά τους καθήκοντα δίχως προσωπική απόλαυση, δεν άντεχαν να έρχεται τώρα αυτή, η ξένη, και να ξυπνάει µέσα τους την γυναίκα, που θάφτηκε τόσες χιλιάδες χρόνια κάτω απ’ το θέληµα του αντρός, και σκεπάστηκε κάθε της πόθος µ’ εκατό χιλιάδες µετάνοιες. Αν ήθελε να γίνει χωριάτισσα, έπρεπε να τους µοιάζει στα πάντα. Ειδάλλως, είχαν αυτές ράµµατα για την γούνα της!
Η Ζωή τα καταλάβαινε όλα αυτά, αλλά ο δρόµος της ερχόταν από πολύ µακριά, για να χαθεί στις εσχατιές των ανθρώπων! Κάποτε µια φτωχή κοπέλα του χωριού παντρεύτηκε. «Η ξένη», όπως την αποκαλούσαν οι κουτσοµπόλες, έβγαλε τον βαρύτιµο σταυρό της και τον κρέµασε στο λαιµό της νιόπαντρης. Όλοι θαύµασαν! «Τέτοιος σταυρός; Θα κάνει µια περιουσία!» Κι άρχισαν πάλι να οργιάζουν οι φήµες για τα πλούτη της, ενώ κάτι µεσόκοποι γαµπροί την νείρονταν πλέον ολοφάνερα κι έγλειφαν τα µουστάκια τους σαν γάτοι.
Τα χρόνια πέρασαν… Η Ζωή κουράστηκε κι απ’ την ζωή της χωριάτισσας και κλείστηκε στον εαυτό της. Ζωγράφιζε πολύ ωραία! Κι έτσι, την έβλεπες στις εξοχές µε το καβαλέτο ν’ αποτυπώνει στον καµβά τα λευκαδίτικα τοπία. Παλαιότερα, έφτιαχνε τα πορτραίτα των ανθρώπων του χωριού. Τώρα βάρκες κι ακρογιάλια, πουλιά και ζώα, δέντρα κι αγριολούλουδα.
Είχε πλέον µεγαλώσει πολύ. Η παλιά αρθρίτιδα κάλπαζε! Παραµορφώθηκαν τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της. Με δυσκολία περπατούσε. Την έβλεπες στο καφενείο, όταν κατόρθωνε να φτάσει ως εκεί, να πίνει και να καπνίζει µανιωδώς, µε τα γαλάζια µάτια της χαµένα στον ορίζοντα. Είχε αρχίσει να ξαναγίνεται Εγγλέζα…
Μια µέρα, την είδα στην αυλή της να κρατάει ένα τσαπί. «Τι κάνεις εκεί, Ζωή;» την ρώτησα. «Φυτεύω ένα κλήµα!» µου απάντησε, µε µια κάποια λάµψη στα ξεθωριασµένα της µάτια, ακριβώς όταν πρόφερε την λέξη «φυτεύω». Το κλήµα, όµως, δεν έπιασε στο χώµα εκείνο και σιγά-σιγά τα φύλλα του κιτρίνισαν ένα-ένα και µερικά άρχισαν να πέφτουν. Σε µια βδοµάδα µέσα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα τον δρόµο προς την γη. Και σε λίγον καιρό έµεινε µόνον η βέργα ξερή κι αρούγκανη!
Η Ζωή ήταν απαρηγόρητη! Αφού δοκίµασε όλους τους τρόπους να κρατήσει το κλήµα ζωντανό, µε νερό, κοπριά, ακόµα και µ’ ασπιρίνες, ένα πρωί κατάλαβε πως το φυτό είχε πλέον πεθάνει. Προσφερθήκαµε να της δώσουµε µιαν άλλη βέργα να φυτέψει, δεν καταδέχτηκε!
Ένα Σάββατο, µόλις ξύπνησα κι άνοιξα το παράθυρο, είδα την Ζωή να ποτίζει την ξερή βέργα και να της µιλάει: «Καληµέρα, κληµατάκι!» Αυτό το βιολί συνεχίστηκε ολόκληρη την εβδοµάδα: «Καληµέρα, κληµατάκι! Καληνύχτα, κληµατάκι! Σ’ αγαπώ πολύ, κληµατάκι!» ∆εν ήξερα τι να κάνω, να γελάσω ή να κλάψω µε την ανοησία ή την ευαισθησία αυτής της γυναίκας;
Οι γειτόνοι χασκογελούσαν πίσω απ’ την πλάτη της και την κορόιδευαν µιµούµενοι την φωνή της: «Καληµέρα, κληµατάκι! Καληνύχτα, κληµατάκι!» Μα σε λίγον καιρό ανησύχησαν στ’ αλήθεια και ψιθύριζαν πως «άρχισε σιγά-σιγά να το χάνει…»
∆εν πήγαινε άλλο! Αποφάσισα να της µιλήσω. Εκείνη µε άκουσε υποµονετικά. Ύστερα πήρε στα χέρια της ένα χοντρό µαύρο βιβλίο κι έψαξε µια σελίδα, την βρήκε κι άρχισε να διαβάζει: «Εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰµι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐµέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐµὲ οὐ µὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;» Νόµισα πως η ερώτηση απευθυνόταν σ’ εµένα κι όχι πως περιλαµβανόταν στο χωρίο, αλλά εκείνη έσπευσε να διευκρινίσει: «Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο! Είναι το σηµείο που µιλάει για την ανάσταση του Λαζάρου». Κάτι πήγα να πω, αλλά µου έκανε νόηµα να σωπάσω και συνέχισε την ανάγνωση: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ µεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεµένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας…»
Έκλεισε την Αγία Γραφή και, σκύβοντας λιγάκι προς το µέρος µου, είπε σε τόνο εµπιστευτικό: «Ονόµασα το νεκρό µου κλήµα Λάζαρο! Τώρα, του λέω κάθε µέρα ν’ αναστηθεί! Κι επειδή το θέλω πολύ και πιστεύω µε όλη µου την ψυχή πως αυτό θα γίνει, περιµένω να ζωντανέψει!»
∆εν είπα λέξη! Την κοίταζα σαν Βούδας, «κι έγινε το γεφύρι της σιωπής η βαθιά µας οµιλία». ∆εν ήταν πλέον η Ζωή, στα µάτια µου φάνταζε σαν γαλανοµάτα δυτική Παναγία! Κι αποφάσισα ν’ αλλαξοπιστήσω: «Κι εγώ το πιστεύω!» της είπα. «Κι αν θέλεις, µπορώ να έρχοµαι κάθε µέρα να του διαβάζω Όµηρο στο πρωτότυπο. Ξέρεις, τα κλήµατα υπάρχουν χιλιάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο, δεν µπορεί, όλο και κάτι θα θυµάται το DNA του από εκείνη την υπέροχη γλώσσα!» Συµφωνήσαµε. Απ’ το άλλο πρωί, ο ζουρλοµανδύας που ετοίµαζαν οι χωριάτες, άρχισε να ράβεται και για τους δυο µας.
Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου: «Καληµέρα, κληµατάκι! Σ’ αγαπάµε πολύ, κληµατάκι!» Κι ύστερα ποτίζαµε τον Λάζαρο δροσερό νεράκι, κι άνοιγα την Ιλιάδα: «Μῆνιν ἄειδε, θεὰ, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος οὐλοµένην, ἣ µυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε, πολλὰς δ᾿ ἰφθίµους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν οἰωνοῖσί τε πᾶσι, ∆ιὸς δ᾿ ἐτελείετο βουλή, ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς…»
Την εποµένη τα ίδια: «Καληµέρα, κληµατάκι! Σ’ αγαπάµε πολύ, κληµατάκι!» Ύστερα πάλι νεράκι. Και σειρά είχε η Οδύσσεια αυτήν την φορά: «῎Ανδρα µοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς µάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε· πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω…»
Η Ζωή µε χάζευε ενθουσιασµένη να δίνω την καθηµερινή παράσταση. Κι εγώ ήµουν κατευχαριστηµένος, αφού µπορούσα επιτέλους κάπου ν’ απαγγέλω τα χωρία που αγαπούσα, έστω και σ’ ένα κλήµα που περίµενα… ν’ αναστηθεί!
Πέρασε κοντά µήνας, κι ο Λάζαρος έµενε βέργα ξερή κι αρούγκανη! Εγώ είχα αρχίσει να κουράζοµαι. Μια µέρα πήγαινα, µια δεν πήγαινα, ώσπου κάποτε σταµάτησα εντελώς. Η Ζωή δεν µου κράτησε κακία για την ολιγοπιστία µου και συνέχιζε µόνη της: «Καληµέρα, κληµατάκι! Σ’ αγαπώ πολύ, κληµατάκι!» Την άκουγα ανοίγοντας το παράθυρο και µάτωνε η ψυχή µου!
Τι σταυρό θα πρέπει να κουβαλάει ένας άνθρωπος, ώστε να φύγει απ’ τον τόπο του, να πάει σ’ ένα σχεδόν έρηµο χωριό, να µείνει σ’ ένα εγκαταλελειµµένο λιοτρίβι και να προσπαθεί ν’ αναστήσει µαταίως ένα κλήµα νεκρό;
Για µια στιγµή πέρασε απ’ τον νου µου µια ιδέα τρελή: να πάω το βράδυ, να κλέψω την ξερή βέργα και να βάλω στην θέση της µιαν άλλη, που θα είχε ξεπετάξει µερικά µπουµπούκια! Όµως αυτό θα έµοιαζε σαν την κλοπή του σώµατος του Ιησού απ’ τους µαθητές του, δηλαδή µε µια ψεύτικη ανάσταση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ολόκληρος ο χριστιανισµός θα στηριζόταν σε µιαν απάτη. Στην περίπτωσή µου, όλη η πίστη της Ζωής θα βασιζόταν στο θαύµα που τέλεσε η απιστία µου.
Ποιος ξέρει, ίσως η µοναχική αυτή γυναίκα, τώρα στα τελευταία της, ν’ απέθετε όλες τις ελπίδες της στον Θεό, στην µεταθανάτια ζωή, και το κλήµα Λάζαρος να ήταν η στερνή ελπίδα της πως δεν τελειώνουν όλα εδώ, πως «πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται».
Μια Κυριακή, ενώ η καµπάνα του Αγίου Χριστοφόρου σήµαινε για την λειτουργία, ακούστηκε, ανακατωµένη µε τους χαρµόσυνους ήχους, η φωνή της Ζωής: «Αναστήθηκε! Αναστήθηκε! Το κλήµα Λάζαρος είναι ζωντανό!»
Βγήκαµε όλοι έξω και είδαµε ιδίοις όµµασι το παράδοξο! Ένα ίχνος µπουµπουκιού εµφανίστηκε στην βέργα, σχεδόν αόρατο, αλλά ο καθείς µπορούσε να ξεχωρίσει πως εδώ υπήρχε ζωή! Κάποιοι έκαναν τον σταυρό τους, όχι επειδή χτυπούσε η καµπάνα, αλλά επειδή χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς τους το θαύµα!
∆εν πέρασε βδοµάδα, και το µπουµπούκι – µατάκι το λένε στο χωριό – έβγαλε φύλλα! Κάτι βελούδινα πράσινα φυλλαράκια σαν φτερά πεταλούδας! Καινούργια µατάκια έσκασαν σε λίγο και µετά κι άλλα, ώσπου το κλήµα Λάζαρος αναστήθηκε για τα καλά και τυλίχτηκε πάνω στο καλάµι κι ανέβαινε και θέριευε ολοένα!
Τώρα, όσοι περνούσαν απ’ το σπίτι της Ζωής έλεγαν τρυφερά: «Καληµέρα, Ζωή! Καληµέρα, κληµατάκι!» αλλά δίχως ίχνος ειρωνείας στην φωνή τους αυτήν την φορά! Κι όταν µαραινόταν µια γαρυφαλλιά στο χωριό ή µια τριανταφυλλιά φαγωνόταν απ’ την µελίγκρα ή ένα δεντράκι καιγόταν από το χαλάζι, αυτός που το ’χε θυµόταν το κλήµα Λάζαρο και µιλούσε κι εκείνος στο ανήµπορο φυτό ή δέντρο, ελπίζοντας σ’ ένα θαύµα!
∆εν πέρασε πολύς καιρός, και η Ζωή έφυγε απ’ το χωριό. Αγόρασε ένα χωράφι απέναντι απ’ το νεκροταφείο κι έχτισε εκεί ένα σπιτάκι. Ήθελε να είναι κοντύτερα στην πόλη, µιας και τα προβλήµατα υγείας της χειροτέρεψαν. Όλο και πιο σπάνια την συναπαντούσαµε.
Κάποια φορά πήγα να την δω. Ήταν φανερά καταβεβληµένη! Με ρώτησε για το κλήµα Λάζαρο. Της είπα πως σε λίγο καιρό θα βγάλει σταφύλια και θα της φέρω, για να νιώσει στο στόµα της την γεύση της πίστης. Χαµογέλασε πικρά. Το βλέµµα της είχε ξεθωριάσει τόσο! Θύµιζε πλέον την οµίχλη της πατρίδας της. Κοιτούσε τα καντηλάκια του νεκροταφείου, που τρεµοσβήνανε στο µισοσκόταδο, και σιωπούσε…
∆εν πρόλαβε να γευτεί τα σταφύλια. Έσβησε ξαφνικά! Αν κι είχε αγοράσει τάφο στο χωριό, την µετέφεραν να ταφεί στην Αγγλία. Το σπίτι της πουλήθηκε εν µια νυκτί. Εκεί που κατοίκησε η µοναξιά της, ήρθαν άλλοι, µε παιδιά, µε σκυλιά, µ’ αυτοκίνητα… Τα ίχνη της χάθηκαν, οι χωριάτισσες που την θυµόνταν, ξέχασαν, γέρασαν, πέθαναν… Το κλήµα Λάζαρος, όµως, υπάρχει ακόµα – µέχρι σήµερα! «Πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐµὲ οὐ µὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;»