Το «Νταμάρι»- ποίημα του Μ.Πολίτη

mana

Δεν θα κουραστώ να λέω ότι κάθε φορά που το σάιτ τούτο δημοσιεύει κάτι (ποίημα, κείμενο, χρονογράφημα) του Μάκη του Πολίτη νιώθω σαν να ανεβαίνει ένα ακόμα σκαλοπάτι ποιότητας. Για τον ποιητή μας δεν χρειάζονται πολλά λόγια, είναι πασίγνωστος. Για το ποίημα ωστόσο «Νταμάρι» θα πω μερικές κουβέντες. Δεν είναι νέο, παλιό είναι. Θαρρώ ότι είχε γραφτεί την εποχή που γινόταν κινητοποιήσεις με αφορμή τις εκσκαφές στον Αθερινό, ας με διορθώσει ο Μάκης αν σφάλλω. Έχω επίσης την εντύπωση ότι είχε πρωτοδημοσιευτεί σε κάποιο φύλλο των «Αντιλάλων». Δεν έχει όμως σημασία, γιατί η ποίηση δεν έχει ρυτίδες, ούτε σκληραίνουν οι αρθρώσεις της με τα χρόνια.

Το «Νταμάρι» του Μάκη μπορεί και σήμερα να σταθεί επίκαιρο και να συμβολίσει όλες τις καταστροφές, τις ανήκεστες βλάβες της κοινωνίας μας, εκεί όπου το εφήμερο, το υλικό, γίνεται κοφτερή «λεπίδα μαύρη» και ευνουχίζει το συναίσθημα, την μνήμη, τους αλλοτινούς όμορφους καιρούς.

Το νταμάρι εκείνο έχει πια πάρει να ξαναφυτρώνει, η φύση δεν καταλύεται. Τα νταμάρια των ψυχών των ανθρώπων ωστόσο, μόνο το «φως που εξαγνίζει» μπορεί να τα αποκαταστήσει. Τι είναι το «φως που εξαγνίζει», ελπίζω όχι μάταια; Ας ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή, από την γνώση και μετά (ξανα) χτίζουμε και τα υπόλοιπα…

Μάκη, ευχαριστώ.

Π.Κ.

Νταμάρι

Τι με κοιτάζεις;

Πληγή είμαι, χάσκω.

Υδράργυρος κυλάει και φεύγει

απ’ των νεραϊδογέννητων τα χέρια

στης Λήθης τη βραχόριζα πιο κάτω
το αίμα,

ο διάφανος του Ποσειδώνα ιχώρας.

 

Τι με κοιτάζεις;

Ντροπή, ντροπή τη μάνα του κυκλάμινου

γυμνή να βλέπεις,

ανασκολοπισμένη πέτρα αυτή

που πάντα φίλευε αέρινα δυο φύλλα ύσωπο

σε χείλη ερωτικά,

ψυχές στις φυλλωσιές

που μοσχομύριζαν

το απόβροχο των φιλιών μου.

 

Τι με κοιτάζεις;

Νταμάρι τώρα πια.

Λεπίδα μαύρη από φωτιά και σίδερο,

λεπίδα σκοτεινή με κατατρώει.

Φως, φως που χτυπάς

στην απόκρυφη σάρκα μου μαχαίρι,

φως που εξαγνίζεις μάταια

τους γκρεμισμένους ασπάλαθους,

ω, πόσο ντρέπομαι.

 

Μάκης Πολίτης