Μία ζωή στο Μεγανήσι
Της Κλεοπάτρας Καρδολάμα
Ζεστό το σημερινό βράδυ, πολύ αργά για βόλτα, η ώρα είναι ήδη περασμένη μία και η θέα από το μπαλκόνι μου, αν και όμορφη ελλιπής. Αλλά τι καλύτερο έχω να κάνω;
Το νησί έχει ντυθεί με το φως της πανσελήνου και μπορεί κάποιος να το θαυμάσει με ευκολία. Το φεγγάρι καθρεφτίζεται στα κρυστάλλινα νερά του Μεγανησίου κι ο κόσμος λες κι έχει γιορτή το σεργιανίζει με χαμόγελο στα χείλη.
Δεν το συγκρίνω ποτέ το νησί μου, αν και είχα την τύχη να κάνω πολλά ταξίδια. Παρίσι και έρωτες, Λονδίνο και κουλτούρα, Βιέννη και άλλα πολλά. Όλα υπέροχα δεν αντιλέγω. Μα εμένα το Μεγανήσι δεν μου γεννά διαφορετικά συναισθήματα, παρά μόνο μοναδικά κι ασύγκριτα.
Ώρα να ντυθώ, ομολογώ πως ζηλεύω τον κόσμο που θαυμάζει τον επίγειο αυτό παράδεισο και θέλω αν και μόνη μου να το κάνω κι εγώ.
Φόρεσα ένα λευκό μακρύ φόρεμα, αρκετά απλό και στα πόδια, τα αγαπημένα μου ασημένια πέδιλα. Η γειτόνισσα με τα καταπράσινα μάτια της καρφωμένα στο παράθυρο πάλι, αναρωτιέται για το τι κάνω ξύπνια τέτοια ώρα και ακόμα περισσότερο γιατί είμαι έτοιμη να φύγω. Δεν θυμάμαι να απαντήθηκαν πολλές φορές οι απορίες της όμως.
Βγαίνω από το σπίτι και κατηφορίζω για την θάλασσα. Ακούγονταν δυνατά οι μουσικές από όλα τα μαγαζιά και τα φώτα σε συνδυασμό με την πανσέληνο κάνουν το νησί να μοιάζει με οπτασία.
Είναι όλα τόσο όμορφα που μου φαίνεται τόσο άδικο να λείπεις εσύ, να μην είσαι πλάι μου και να μου μιλάς για το πόσο όμορφα νιώθεις εδώ, στην αγκαλιά του αγαπημένου μας τόπου. Να μου λες για την γαλήνη που σε κάνει να νιώθεις και για τον έρωτα που σου εκπέμπει ακόμα κι αν έχεις ξεχάσει ν’ αγαπάς.
Κάναμε όνειρα εδώ, κοιτώντας την θάλασσα, θαυμάζοντας το νησί μας. Θυμάσαι πόσο το αγαπούσαμε; Ήσουν από τους λίγους ανθρώπους που ξεχώρισα στη ζωή μου και τελικά δεν ξέρω αν φταις εσύ που αγάπησα το Μεγανήσι ή αν έφταιξε το Μεγανήσι στον ν’ αγαπήσω εσένα. Όπως κι αν έχει η ιστορία όμως χρωστώ ένα ευχαριστώ και σ’ εσένα και σ’ αυτό
Έβγαλα τα πέδιλα μου και συνέχισα να περπατώ ξυπόλυτη. Όχι δεν μ’ ενδιέφερε το αν με περνούσαν για τρελή, ούτε για το αν μάτωναν τα πόδια μου. Ήξερα πως ο πόνος ερχόταν από την άσφαλτο του νησιού μου κι έτσι δεν πονούσα, αντίθετα το απολάμβανα κιόλας.
Συνέχισα το περπάτημα κι έφτασα τελικά στην παραλία, αν και όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά ο <<Άγριος>> ήταν κλειστός, είναι από τις λίγες καφετέριες στην θάλασσα και πριν πάω οπουδήποτε απολαμβάνω πρώτα έναν καφέ εκεί, χειμώνα και καλοκαίρι.
Ξάπλωσα στην ακροθαλασσιά. Ένα ορμητικό κύμα έβρεξε το φόρεμα μου, αλλά δεν κατάφερε να μουσκέψει τα μαλλιά και το πρόσωπο μου. Δεν μ’ ενόχλησε που βράχηκα, το κλίμα ήταν αρκετά θερμό και δεν έβλαπτε λίγη δροσιά.
Πήρα μία βαθιά ανάσα προσπαθώντας να φυλακίσω το καθάριο αέρα του Μεγανησίου μέσα μου κι άρχισα να μονολογώ, άλλωστε δεν είναι η μόνη μου διαστροφή αυτή απ’ ότι έχω αντιληφθεί.
– Αχ νησάκι μου, θα ‘θελα να ήμουν ένα κύμα στην θάλασσα σου, ένα σύννεφο στον καταγάλανο ουρανό σου, ένα μικρό πετραδάκι στα σοκάκια σου, ένα φύσημα στον αέρα σου, μία ακτίνα του ηλίου που φωτίζει τα πάντα πάνω σου, ένα αστέρι τ’ ουρανού σου, ένα φύλλο από τα καταπράσινα δέντρα σου, να μην ξεχωρίζω από την γη σου.
Ίσως να είσαι εσύ τελικά ο μεγαλύτερος μου έρωτας κι όχι εκείνος που μ’ έκανε να σε λατρέψω. Ήμουν πολύ μικρή όταν κατάλαβα το που ανήκω και τ’ όνειρο μου ήταν πάντα να ζήσω εδώ και το πραγματοποίησα.
Μία εκδρομή με διάρκεια έξι ημερών ήταν αρκετή για το μεγαλύτερο ταξίδι μου, που θα διαρκούσε μία ζωή και φυσικά ο προορισμός δεν ήταν άλλος από εδώ.
Σου χρωστώ λοιπόν την ευτυχία μου, διότι όταν η ζωή μου έφτανε σε αδιέξοδο, ήσουν το μόνο που με παρηγορούσε. Μία βόλτα στην θάλασσα σου ήταν αρκετή για να λυθούν τα πάντα, ένα δειλινό με την μαγική όψη σου μπορούσε να κάνει θαύματα κι ένα βράδυ στα μονοπάτια σου, μου έφερνε νέες ιδέες στον νου, έκανα νέα όνειρα και νέα σχέδια, δίχως να χάσω στιγμή την ελπίδα μου, διότι είχα εσένα.
Ήξερα πως ό,τι κι αν συνέβαινε θα έβρισκα παρηγοριά στην καταπληκτική σου θέα. Γιατί ακόμα και μετά από μία βροχή, με έμαθες πως μετά ανατέλλει ένας άλικος ήλιος.
Ποτέ δεν θέλησα πολλά, μόνο μια ζωή εδώ, στο Μεγανήσι μου κι αν υπάρχει και δεύτερη, πάλι εδώ θέλω να την ζήσω. Εδώ που νιώθω πως στην αγκαλιά μου κρατώ τον κόσμο όλο κι είμαι πιο ευτυχισμένη από κάθε φορά.
Η δική μου καρδιά, σταματά να πονά για τον οποιοδήποτε λόγο κάθε φορά που είμαι εδώ κι αυτό το χρωστώ σ’ εσένα.
Σ’ ευχαριστώ λοιπόν για όλα τα τρελά συναισθήματα που με κάνεις και νιώθω.
Ξημερώνει, ώρα να σταματήσω τον μονόλογο και να πάω σπίτι μου, μάζεψα στο ένα χέρι μου την ουρά από το λευκό μου φόρεμα και με το άλλο έπιασα τα πέδιλα. Άρχισα να περπατώ στο σούρουπο του νησιού μόνη, μα δεν ένιωσα μοναξιά, άλλωστε εγώ βρίσκομαι εκεί που ανήκω.
Πηγή: Suffrazette in the city