«Η Κάρτα»- διήγημα του Μ.Πολίτη

logo

Κάθε φορά που ο Μάκης ο Πολίτης μου στέλνει κάποια δουλειά του, ποίημα ή αφήγημα, αισθάνομαι ότι αξίζει πραγματικά ο κόπος που απαιτεί ετούτο το σάιτ, μιας και τα γραπτά του Μάκη το κοσμούν πραγματικά. Τον ευχαριστούμε πολύ και περιμένουμε κι άλλες συνεργασίες!

Το διήγημα «Η κάρτα» τώρα, είναι από μόνο του ιδιαίτερο. Χρησιμοποιώντας καφκική πλοκή, αλλά δωσμένη με χιούμορ και σύγχρονο παλμό, ο Μάκης βρίσκει την ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο πάνω στην απόγνωση του σημερινού ανθρώπου για τα όσα ζει, και δεν πιστεύει ότι τα ζει!

Να μην σας κουράζω όμως με επιπλέον επιδερμικές αναλύσεις, απολαύστε το μόνοι σας:

Η ΚΑΡΤΑ

Μεσάνυχτα στην Ομόνοια. Πώς διάβολο βρέθηκα εδώ κάτω, ούτε που το κατάλαβα. «Άντε», σκέφτηκα. «Η Σταδίου κοντά είναι ας πάω μέχρι τη στάση να περιμένω το έντεκα. Αυτό έχει δρομολόγια όλη τη νύχτα». Έχω μια μικρή τσέπη στο αριστερό μανίκι του παλτού μου που φυλάω τα εισιτήρια. Έψαξα, ξανάψαξα, γύρισα τα μέσα έξω… πουθενά εισιτήρια. «Δε βαριέσαι», είπα, «θα πάρω ταξί. Ελπίζω να έχω κάποια χρήματα μαζί μου». Βγάζω από τη μέσα τσέπη το πορτοφόλι μου και αντικρίζω περιχαρής ένα εικοσάευρο και την αστυνομική μου ταυτότητα. «Ανάσταση, δικέ μου!». Στη Κλαυθμώνος καμιά δεκαριά κουρασμένα ανθρωπάκια χουχουλιάζανε τα χέρια τους στη φουφού ενός καστανά. «Εντάξει, μάγκες», είπ’ αυτός, «δεν κάνει δα και τόσο κρύο. Πάρτε και κανένα κάστανο, ρε αφιλότιμοι! Ούτε σεφτέ δεν κάναμε σήμερα».
Ταξί δεν περνούσε ούτε μισό, αλλά πιο ψηλά, εκεί προς το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, μου φάνηκε πως είδα τέσσερα-πέντε από δαύτα να περιμένουν. «Συνηθισμένη εικόνα στην Αθήνα», μονολόγησα. «Όπου και να γυρίσεις το μάτι σου θα δεις αυθαίρετες πιάτσες. Λίγο μακριά είναι, αλλά δε βαριέσαι… έτσι κι αλλιώς τη διπλή ταρίφα δεν τη γλιτώνω. Ας χαζέψω λίγο από κοντά αυτούς εδώ να δω τι κάνουνε». Τι το ‘θελα; Ύστερα από λίγα λεπτά μας μπλοκάρανε.
– Αστυνομία… μη κουνηθείς κανείς! Έλεγχος ταυτοτήτων.
Μια που ήμουν ακόμα μακριά από την παρέα του καστανά, γύρισα τις πλάτες να το στρίψω αλά γαλλικά και τότε ήταν που άκουσα από πίσω μου τη σφυρίχτρα.
– Πού πάτε, κύριε; Για πλησιάστε λίγο.
– Εγώ, κύριε αρχιφύλακα;
– Ναι εσύ ο μουλωχτός, για κάμ του δώθε, πουλάκι μου.
– Μα τι έκανα;
– Περίμενε τη σειρά σου και σκασμός.
– Ωραίος τρόπος!
– Αυτός κι αν σ’ αρέσει. Το λοιπόν, να μην καθυστερούμε… ταυτότητες, κύριοι.
Σε λίγο είδα όλους αυτούς τους ρακένδυτους και ταλαιπωρημένους να βγάζουν μια μικρή κάρτα και να τη δίνουν στους αστυφύλακες. Εκείνοι πάλι έλεγχαν αυτές τις κάρτες με κάτι μικρές συσκευές, να… σαν κι αυτές που έχουν τα μαγαζιά για πελάτες που ψωνίζουν χρεώνοντας τον τραπεζικό τους λογαριασμό. «Ελέγχθηκε, είναι εντάξει», αναφωνούσαν ένα-ένα τα όργανα της τάξης και τους επέστρεφαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο την κάρτα.
Η όλη διαδικασία με είχε βάλει σε μεγάλη ανησυχία. «Άραγε τι θα κάνουνε με τη δικιά μου ταυτότητα, σκεφτόμουν. Τι κάρτες κι αηδίες είν’ αυτές; Στο κάτω-κάτω δεν έχω ούτε πέντε χρόνια που την άλλαξα και μου είπαν τότε επισήμως πως μπορώ μ’ αυτή να ταξιδεύω και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σαν να ήταν διαβατήριο. Δηλαδή… γιατί να μην ισχύει τώρα σαν επίσημο έγγραφο;».
– Ταυτότητα! είπε ένας ψηλός ξερακιανός και στάθηκε σαν μπάστακας μπροστά μου.
Έβαλα το χέρι στην μέσα αριστερή τσέπη του παλτού μου για να βγάλω το πορτοφόλι.
– Ήσυχα, φίλε, είπ’ αυτός. Δεν πιστεύω να κρύβεις κάνα πιστόλι εκεί μέσα. Πιο αργές κινήσεις και να σε βλέπω.
– Πολλές αστυνομικές ταινίες βλέπετε, κύριε όργανο.
Έβγαλα επιτέλους το πορτοφόλι μου και του έδωσα την αστυνομική μου ταυτότητα. Έβαλε τα γέλια.
– Τι είν’ αυτό; Ε, παιδιά, ελάτε να δείτε εδώ. Έχουμε πλάκες.
Πλησίασε ο αρχιφύλακας. «Εντάξει πεντακόσια δώδεκα, αναλαμβάνω εγώ», είπε σιγά και ο «πεντακόσια δώδεκα» τραβήχτηκε στην άκρη.
– Τι είν’ αυτό, ρε; Καλά το κατάλαβα εγώ πως είσαι μουλωχτός.
– Σας παρακαλώ, κύριε αρχιφύλαξ. Πώς μου μιλάτε έτσι; Σεβαστείτε ένα φιλήσυχο πολίτη.
– Οι φιλήσυχοι πολίτες είναι στα κρεββατάκια τους τέτοιαν ώρα.
Ε, τώρα είχε δίκιο. Τι να του έλεγα; Ότι είχα πάει θέατρο και άργησε να τελειώσει η παράσταση; Κι αν με ρωτούσε σε ποιο θέατρο πήγα; Αφού καλά-καλά και δεν θυμόμουνα πώς διάβολο βρέθηκα εδώ μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.
– Εν πάσει περιπτώσει! Μου ζητήσατε ταυτότητα και σας την έδωσα. Τι άλλο θέλετε;
– Καλά, ρε, εσύ πού ζεις; Δεν σου είπε κανένας ότι πρέπει ν’ αλλάξεις την ταυτότητα σου;
– Όχι, κύριε αρχιφύλαξ, δεν μου το είπε κανείς.
– Θα σε πάρουμε μαζί μας, Ευτυχώς αυτή η υπηρεσία δουλεύει σε εικοσιτετράωρη βάση. Θα την αλλάξεις σήμερα το λοιπόν.
– Τι να πω; Ότι πείτε εσείς!
– Διακόσια δεκατέσσερα… τις χειροπέδες!
– Χειροπέδες;
– Ναι τα βραχιολάκια. Μη φοβάσαι, θα τα συνηθίσεις.
– Γιατί βραχιολάκια, κύριε όργανο; Τι είμαι; Φονιάς ή ληστής;
– Και πού ξέρω, ρε, τι είσαι εσύ; Εμπρός, εμπρός… το περιπολικό είναι πιο κάτω.
Έτσι βρέθηκα δεμένος και στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού με δυο όργανα, ένα δεξιά μου κι ένα αριστερά μου κι άλλα δύο μπροστά. Πού πηγαίναμε… ούτε και ήξερα. Κάποτε αναγνώρισα την Αττική Οδό. «Άντε να δούμε πώς θα γυρίσω». σκέφτηκα. «Όπως και να ‘ναι αυτοί δεν θα με κρατήσουν… τι διάβολο… Ούτε σκότωσα ούτε έκλεψα. Θα μου αλλάξουν την αστυνομική ταυτότητα, θα μου δώσουν μια κάρτα, για να μπορούν να τη διαβάζουν τα μηχανάκια τους και θα με αφήσουν ελεύθερο. Τώρα από κει που θα με πάνε… πού να με φτάσει το εικοσάρικο για ταξί! Μπα, θα περιμένω να ξημερώσει, ν’ ανοίξουν και τα περίπτερα και να πάρω κανένα εισιτήριο για τα λεωφορεία».
– Το τεστ, είπε ο οδηγός.
Ο εξ αριστερών μου γύρισε και μού ‘δωσε μια «φιλική».
– Σε πονάνε, αγόρι μου, τα βραχιολάκια;
– Όχι, γιατί;
– Έλεγα μήπως χρειάζεται να στα σφίξω λιγάκι ακόμα. Ε, ρε λαυράκι που πιάσαμε σήμερα, είπε και γυρίζοντας μου δίνει άλλη μια κατραπακιά, πιο δυνατή αυτή τη φορά.
Ε, δεν άντεξα. Άρχισα να τους ψέλνω τον αναβαλλόμενο, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες.
– Μεγάλο λαυράκι πιάσατε, μπράβο σας, πολύ μεγάλο. Δεν κυνηγάτε ούτε τους λαθρέμπορους, ούτε αυτούς που πουλάνε προστασία στα μαγαζιά και εκβιάζουνε φόρα παρτίδα τους ανθρώπους που βιοπαλεύουν. Μ’ αυτούς τα ‘χετε καλά, όταν δεν είστε οι ίδιοι που τα κάνετε. Κυνηγάτε τον κοσμάκη που προσπαθεί μέσα σ’ αυτή την κόλαση να επιβιώσει έντιμα. Και ξέρετε γιατί τα κάνετε αυτά; Γιατί είστε κομπλεξικοί του κερατά. Θέλετε να εκδικηθείτε την κοινωνία, εσείς το τελευταίο της κατακάθι. Στο κάτω-κάτω ποιοι γίνονται αστυνομικοί; Για θυμηθείτε τα μαθητικά σας χρόνια; Κάτι κουμπούρες του θρανίου ήσασταν που σκέφτηκαν «αφού είμαστε κουμπούρες, γιατί να μην τις φορέσουμε κιόλας; Αφού αυτό είναι το σήμα κατατεθέν μας. Δόντι έχουμε, γλείψιμο έχουμε, μπάρμπα στην Κορώνη έχουμε ας γίνουνε μπάτσοι να μην ψωμολυσσάξουμε». Μισείτε κάθε άνθρωπο χρήσιμο στην κοινωνία, τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους ανθρώπους του πνεύματος, γιατί δεν είχατε ποτέ την ικανότητα και το τσαγανό να τους μοιάσετε. Κυνηγάτε τους εργάτες επίσης από κόμπλεξ. Αυτών μπορεί να τους βγαίνει η πίστη στη δουλειά, κι εσείς να κοπροσκυλιάζετε όλη μέρα, αλλά εκείνοι έχουνε μέσα στα σπίτια τους να μοιραστούν μια ευτυχία με τη γυναίκα και τα παιδιά τους. Μια ευτυχία που δεν θα τη νοιώσετε ποτέ, κομπλεξικοί. Εσείς δεν είστε για σπίτι και οικογένεια. Κι αν ποτέ βρείτε μια γυναίκα που να μη σας σιχαίνεται, θα είναι κι αυτή σαν και σας. Γι αυτό και σας κυνηγάει το κέρατο από κοντά. Αυτοί είστε!».
– Τελείωσες; είπε εκείνος που μού ‘δωσε τη φάπα;
– Ναι τελείωσα.
– Ε, φταίω τώρα εγώ να σου δώσω μια να γράψεις σαράντα κάσα, που μας πέρασες γενεές δεκατέσσαρες;
– Άσ’ τον, ρε διακόσια δεκαεφτά, είπε ο οδηγός. Άσ’ τον μην τον πάρουνε τα ζουμιά και μπλέξουμε μετά. Έπειτα, εδώ είμαστε, φτάσαμε. Θα τον αναλάβουν αυτοί που πρέπει!
Βγήκαμε έξω. Μπροστά μας ένα τεράστιο κτίριο στη μέση του πουθενά. Πλησίασα, έτσι όπως με κρατάγανε οι άλλοι δύο που κάθονταν στο πίσω κάθισμα μαζί μου, το παράθυρο του οδηγού.
– Ακούστε, κύριε. Θέλω να πω… δεν τα εννοούσα όσα έλεγα, εξ άλλου έχω κι εγώ συγγενείς και φίλους αστυνομικούς. Θέλω να με πιστέψετε. Απλώς με προκάλεσε ο διακόσια δεκαεπτά και γι αυτό…
– Ρε, άμε στο γέρο διάολο, είπε, βγήκε από τ’ αμάξι και μας ακολούθησε.
«Τι θέλω και το ανοίγω το ρημάδι;», σκέφτηκα. «Τώρα μπλέξαμε άσχημα. Περιύβριση αρχής και δεν συμμαζεύεται». Περάσαμε από την περιστροφική πόρτα του κτιρίου και περπατούσαμε… περπατούσαμε. Όλα αυτά τα λεπτά μου φάνηκαν ώρες. Κάποτε δέησε επιτέλους και φτάσαμε σ’ ένα μικρό γραφείο που έγραφε απ’ έξω «Υπηρεσία επισήμων εγγράφων». Μπήκαμε μέσα και με πετάξανε σπρώχνοντας σε μια καρέκλα. Μπροστά μου το σαρακοφαγωμένο έπιπλο είχε μια μικρή ταμπελίτσα «Αξιωματικός Υπηρεσίας».
– Ε… πώς φέρεσαι έτσι στον πολίτη, ρε ζώον;
Πίσω από έναν υπολογιστή διέκρινα μια ένστολη κοπέλα μελαχρινή με γυαλιά, χείλη βαμμένα σε απαλό κόκκινο και μάτια που αστράφτανε από ντομπροσύνη.
– Μα δεν ξέρετε τι μας έσουρε, κυρία υπαστυνόμος, είπε ο διακόσια δεκαεφτά.
– Δεν μ’ ενδιαφέρει, διακόσια δεκαεφτά. Πού πας, ρε; Τι κάνεις; Είσαι καλά; Βγάλε τις χειροπέδες του ανθρώπου. Ήμαρτον, Θεέ μου. Τι κανίβαλοι είσαστε ρε; Κι ύστερα αναρωτιόμαστε γιατί ο κόσμος δε χωνεύει την αστυνομία!
– Αυτή τη ταυτότητα είχε επάνω του, είπε το όργανο, αφού με έλυσε.
– Δώσ’ τη και σήκω φύγε να μη σε βλέπω. Σας ζητώ συγνώμη, κύριε για την ταλαιπωρία, είπε κοιτώντας με ίσια στα μάτια. Θα πάρετε κάτι; Έναν καφέ… πορτοκαλάδα;
– Όχι ευχαριστώ, τίποτα. Ευχαριστώ πολύ.
«Να λοιπόν που δεν χάθηκαν οι καλοί άνθρωποι», είπα από μέσα μου, μη πιστεύοντας ακόμα ότι ξέμπλεξα από την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής».
– Τώρα εδώ που τα λέμε, έπρεπε να είχατε αλλάξει το δελτίο της αστυνομικής σας ταυτότητας.
– Δεν μου το είπε κανείς, κυρία υπαστυνόμε. Έχω αφήσει το τηλέφωνο μου στο οικείο αστυνομικό τμήμα και όμως δεν μου ήρθε καμία σχετική ειδοποίηση.
– Δεν πειράζει, μην ανησυχείτε. Θα το τακτοποιήσουμε εδώ.
Πληκτρολόγησε τα στοιχεία μου στον υπολογιστή της και από ένα μηχάνημα στην άκρη του γραφείου της ξεπρόβαλε μια κάρτα μικρή που ιρίδιζε στο φως του πορτατίφ.
– Έτοιμη η κάρτα σας, είπε και μου την έδωσε.
– Σαν ένα μικρό βέλος είναι, είπα απορημένος.
– Πράγματι… ένα μικρό βέλος, είπε και μου χαμογέλασε.
– Ώστε το λοιπόν, όλα είναι εντάξει… μπορώ να φύγω;
– Α, όχι, δεν είναι η κάρτα της ταυτότητας σας. Είναι μια εξεταστική κάρτα. Θα υποβληθείτε σε πέντε ερωτήσεις. Αν απαντήσετε τουλάχιστον στις τέσσερις, τότε δεν θα επιστρέψετε ξανά εδώ, αλλά θα φύγετε. Στην έξοδο, στο γραφείο του φουαγιέ, θα δώσετε στον αξιωματικό υπηρεσίας την εξεταστική κάρτα κι εκείνος θα σας παραδώσει τη νέα αστυνομική σας ταυτότητα.. Αν όμως αποτύχετε, πάλι θα επιστρέψετε εδώ, σε μένα, να αναβαθμίσουμε την εξεταστική κάρτα και να επαναλάβετε το τεστ. Εντάξει; Καταλάβατε;
– Εντάξει, κατάλαβα. Πού όμως θα εξεταστώ;
– Η πόρτα πίσω σας. Ο διάδρομος που περάσατε έχει δεξιά και αριστερά τερματικά. Διαλέξτε ένα και βάλτε την κάρτα στη σχισμή. Α… ξέχασα να σας πω πως η αιχμή της κάρτας να είναι προς τα έξω, προς το μέρος σας. Καταλάβατε;
– Εντάξει, κι αυτό το κατάλαβα. Η αιχμή προς το μέρος μου.
– Τότε να μην σας καθυστερώ άλλο. Καλή σας επιτυχία.
– Σας ευχαριστώ για όλα, είπα και άνοιξα την πόρτα πίσω μου.
Πράγματι, ήταν ο διάδρομος που είχα περάσει προηγουμένως με τις χειροπέδες. Τα μηχανήματα, τα «τερματικά» που είπε η υπαστυνόμος τα είχα δει, απλώς δεν ήξερα ποιος ήταν ο ρόλος τους. Χάιδεψα την κάρτα-βελάκι μέσα στο χέρι μου και προχώρησα. «Τι κάρτα είν αυτή, μωρέ», ψιθύρισα. «Σαν λαμαρίνα γαλβανιζέ είναι». Παντού τερματικά. Πόρτες ανάμεσα από τις μηχανές, άνοιγαν, έκλειναν, άνθρωποι περνούσαν κι έφευγαν, ένα κανονικό κέντρο διερχομένων. Πώς διάβολο να συγκεντρωθείς και να εξεταστείς μέσα σ’ αυτό το χάος; Κάπου στο βάθος όμως ο διάδρομος πλάταινε, άρχιζαν από εκεί κάποιες κολώνες κι εντόπισα πίσω από μια τέτοια κολώνα ένα τερματικό, ακριβώς ίδιο με τα άλλα. «Εδώ μάλιστα», είπα. «Θα ‘χω λίγη ησυχία».
Πλησίασα το μηχάνημα, μόλις που θυμήθηκα να γυρίσω την αιχμή της κάρτας προς τα μένα και την έσπρωξα στη σχισμή. Αρχίσανε να χορεύουνε τρελά κάτι λαμπιόνια κι άκουσα από το «στόμα του τέρατος» μια βαθιά φωνή.
– Πλησιάστε παρακαλώ!
Ανατρίχιασα μεν, πλησίασα δε. Δεν έπρεπε να στέκω μακριά από το σώμα του «τέρατος», γιατί κάπου εκεί θα ήταν κρυμμένα και τα μικρόφωνα.
– Ερώτηση πρώτη, μίλησε ξανά το τερματικό.
Έπεσα σχεδόν πάνω του, μπας και δεν ακούσω την ερώτηση. Το μόνο που άκουσα ήταν ένα μακρόσυρτο «χχχχχχχχ……..».
– Απαντήστε, παρακαλώ, ακούστηκε πολύ καθαρά αυτή τη φορά.
– Τι να απαντήσω, ρε, φώναξα αγανακτισμένος. Σε ποια ερώτηση ν’ απαντήσω;
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– Όχι! Μπορείς να επαναλάβεις την ερώτηση;
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– Όχι, ρε κωλομηχάνημα, γαμώ τους κατασκευαστές σου κι αυτούς που σε προγραμμάτισαν!
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– Ναι, ρε. Αυτό θέλεις, ναι το λοιπόν, ναι!
– Λάθος απάντηση. Δεύτερη ερώτηση. Χχχχχχχχχ……..
– Τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας.
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– Δεν γίνεται να το περνάω όλο αυτό, Χριστέ μου, δεν γίνεται!
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– Όχι, τη τύχη μου μέσα, όχι! Θέλω τη βοήθεια του κοινού.
Τώρα αυτό γιατί το είπα; Μάλλον για να διακωμωδήσω τη φριχτή κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει. Έτσι είναι. Όταν όλα οδηγούν σε αδιέξοδο, όταν δεν υπάρχει λύση καμιά για τη δυστυχία μας, ο νους μας εφευρίσκει το πικρό χιούμορ, σαν διαφυγή από μια ζοφερή πραγματικότητα. Περίμενα βέβαια ν’ ακούσω τη γνωστή επωδό απ’ το μηχάνημα, αν είναι αυτή η απάντηση μου. Όμως όλως παραδόξως το μηχάνημα άλλαξε ρότα. «Τη βοήθεια του κοινού; Βεβαίως»! «Δεν είμαστε καλά», μουρμούρισα. «Δεν είμαστε καθόλου καλά».
Οι πόρτες δεξιά κι αριστερά σ’ εκείνη τη γαλαρία της σχιζοφρένειας άνοιξαν και μπήκαν δεκάδες άνθρωποι μέσα. Όχι αστυνομικοί, απλοί άνθρωποι χωρίς στολές, μερικοί με κουρελιασμένα βρώμικα ρούχα σαν εκείνους τους παρίες γύρω απ’ τη φουφού του καστανά στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μα γιατί πλησιάζουν προς το μέρος μου αγριεμένοι; Τι τους έκανα;
– Γιατί δεν απάντησες, ρε; με φοβερίζει ένας μουσάτος με τιρολέζικο ντύσιμο.
Πριν προλάβω να απαντήσω, πέφτουν όλοι επάνω μου με γροθιές, κλωτσιές και κατακεφαλιές που δεν προλάβαινα να τις μετράω κι όσοι εμποδίζονταν από τους άλλους και δεν με έφταναν έβριζαν ακατάπαυστα. «Κωλόπαιδο, αλήτη, το σπίτι σου» και διάφορα τέτοια. Κάποτε κουράστηκαν να χτυπάνε και να βρίζουν και φύγανε, έτσι όπως είχανε έρθει. Κατάφερα και σηκώθηκα μισολιπόθυμος από το δάπεδο και στάθηκα ξανά μπροστά στο μηχάνημα. «Απαντήστε παρακαλώ», έλεγε εκείνο και ξανάλεγε. «Δεν ξέρω», είπα βαριανασαίνοντας.
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– Ναι, ναι, αυτή είναι, είπα νικημένος πια.
– Λάθος απάντηση. Αποτύχατε. Παρακαλώ, βάλτε την παλάμη σας στη σχισμή να φρενάρετε την έξοδο της κάρτας σας.
Άπλωσα το δεξί μου χέρι και βούλωσα τη σχισμή του μηχανήματος που ήταν στο ύψος των ματιών μου. Ύστερα από λίγο ένιωσα έναν οξύ πόνο να με διαπερνάει και αντίκρισα με τρόμο την αιχμή της κάρτας να περισσεύει στο πάνω μέρος της παλάμης μου.
– Ω, που να σε πάρει και να σε σηκώσει, μηχάνημα του διαόλου.
«Μου τρυπήσανε το χέρι», ούρλιαζα και το έδειχνα στους διερχόμενους, αλλά αυτοί ούτε καν κοίταζαν προς το μέρος μου. Κρύφτηκα πίσω από μια κολώνα και ξεγυμνώθηκα με πολύ κόπο από τη μέση και πάνω. Φορούσα κατάσαρκα μια βαμβακερή φανελίτσα κι αφού την έβγαλα την έσκισα λωρίδες για να δέσω το πληγωμένο μου χέρι. Έβγαλα όσο πιο αργά μπορούσα την κάρτα-βελάκι, ασχέτως ότι δεν έκανα τίποτα και μ’ αυτόν τον τρόπο πάλι βέλαξα από τον πόνο. Έδεσα καλά και σφιχτά την παλάμη μου για να σταματήσω την αιμορραγία. Ύστερα ντύθηκα ξανά, πήρα την κάρτα, την σκούπισα από τα αίματα πάνω στον πρόχειρο επίδεσμο… κι άντε ξανά από την αρχή στην αξιωματικό υπηρεσίας.
– Πάλι εδώ είσαι; είπε εκείνη μόλις με είδε. Τι χάλια είναι αυτά; Πώς έγινες έτσι, ρε;
– Ρωτάτε; Μπουκάρισε μέσα ένα αλλοπρόσαλλο κοινό και μ’ έσπασε στο ξύλο.
– Αφού τους έβρισες, ρε, τους ανθρώπους. Τι περίμενες να κάνουνε;
– Εγώ τους έβρισα; Έβρισα μόνο τους κατασκευαστές και τους προγραμματιστές λίγο πιο πριν.
– Ε, αυτοί ήταν οι προγραμματιστές.
– Όλοι αυτοί προγραμματιστές;
– Ε, ναι. Όλοι αυτοί προγραμματιστές, ο καθένας στην ειδικότητα του. Φάγανε τα νιάτα τους πάνω στους κώδικες της πληροφορικής, για να λειτουργούν άψογα τα τερματικά… και θέλεις να μπαίνει ο κάθε απίθανος και να τους βρίζει; Και λίγες σου δώσανε. Τέλος πάντων, γιατί δεν απάντησες στις ερωτήσεις;
– Ποιες ερωτήσεις, κυρία μου; Ένα χου… παρατεταμένο άκουγα. Με κοροϊδεύετε;
– Καλά, δεν σου είπαν οι συνάδελφοι στο περιπολικό που σε μετέφεραν τις απαντήσεις;
– Όχι, βέβαια. Τι είν’ αυτά που λέτε; Τίποτα δε μου είπαν.
– Γιατί; Μήπως τους έβρισες κι αυτούς;
– Με χτύπησαν, με ταπείνωσαν και με ειρωνεύτηκαν. Τι θέλατε να κάνω;
– Ένα τεστ ήτανε για να δούνε τις αντιδράσεις σου. Μόνος σου έχασες την ευκαιρία να ξεμπλέξεις. Άντε να δω πώς θα τα καταφέρεις τώρα;
– Εσείς δεν μπορείτε να με βοηθήσετε;
– Άντε να σε βοηθήσω, αν και δεν το αξίζεις. Λοιπόν, άνοιξε τ’ αυτιά σου κι άκουγε. Σε κάθε γύρο οι απαντήσεις είναι διαφορετικές, αλλά οι περισσότερες απαντήσεις είναι ναι, ένα μεγάλο ΝΑΙ. Δώσε μου την κάρτα.
Πήρε την κάρτα, την έβαλε σε μια υποδοχή στον υπολογιστή της κι ύστερα από λίγο μου την ξανάδωσε. «Άντε, πήγαινε τώρα», είπε και κούνησε το χέρι της με απέχθεια. Δεξιά πάνω σε κάτι ράφια είδα άδεια ντοσιέ στη σειρά.
– Μου επιτρέπετε να πάρω ένα ντοσιέ; είπα δειλά. Θα σας το φέρω πάλι πίσω.
– Τι σκοπεύεις να το κάνεις;
– Θα το βάλω στο τέλος μπροστά στην υποδοχή της κάρτας για να φρενάρω την έξοδο της. Αλήθεια τι έχετε πίσω από τη σχισμή, ψαροντούφεκο;
– Τι πράγματα είν’ αυτά; Τι αυθαίρετες καινοτομίες; Το ντοσιέ είναι σκληρό. Θέλεις να καταστρέψεις την κάρτα; Ξέρεις πόσο στοιχίζει μια τέτοια κάρτα;
– Και τι να κάνω, κυρία υπαστυνόμε; Το βλέπετε το δεξί μου χέρι πως έγινε από την κάρτα σας; Ή να πάω να πάρω μια μπριζόλα χοιρινή, να τη βάλω μπροστά και να γλιτώσω; Μα… ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω. Άντε να βρεις κρεοπωλείο εδώ στη μέση του πουθενά και τέτοια ώρα!
– Βρε, άντε πήγαινε από κει, που θα μου πουλήσεις και πνεύμα εμένα.
«Ωραία», σκέφτηκα. «Ξεκινήσαμε από τον πληθυντικό και τις ευγένειες για να καταλήξουμε στο «ρε» και στο «βρε»». Τέλος πάντων, μάζεψα τα βρεγμένα μου, και μπήκα άλλη μια φορά στο διάδρομο με τα τερματικά. Αντίκρισα ξανά το ίδιο χάος. Πόρτες ν’ ανοίγουν, να κλείνουν, άνθρωποι να μπαίνουν από την μια πόρτα, να βγαίνουν από την άλλη, να γίνεται πανδαιμόνιο. «Α, μπα», σκέφτηκα, «θα την αντέξω τη βαβούρα. Μια φορά, δεν ξαναπάω στο ίδιο τερματικό πίσω απ’ την κολώνα. Πρέπει να ‘ναι χαλασμένο το μπουρδέλο. Θα διαλέξω ένα από τα μεσιανά». Πλησίασα λοιπόν ένα, έχωσα την κάρτα σωστά στην υποδοχή του και περίμενα. Χορέψανε λίγο πεντοζάλη τα λαμπιόνια και στο τέλος αποκρίθηκε.
– Πλησιάστε, παρακαλώ. Ερώτηση πρώτη. Χχχχχχχχχ…….. Απαντήστε, παρακαλώ.
– ΝΑΙ, φώναξα δυνατά, ακολουθώντας τις οδηγίες εκείνης της ξινής με τα γυαλιά.
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– ΝΑΙ, είπα άλλη μια φορά.
– Λάθος απάντηση. Η ερώτηση ήταν «όνομα και επώνυμο».
– Ω, που να σε χέσω, κωλομηχάνημα, μουρμούριζα κι έβριζα και το μηχάνημα και την υπαστυνόμο που μ’ έπαιξε.
– Ερώτηση δεύτερη. Χχχχχχχχχ…….. Απαντήστε, παρακαλώ.
Ε, αφού με ρώτησε το όνομα μου, τώρα δεν με ρωτάει το όνομα του πατέρα μου:
– Θεοδόσιος, αποκρίθηκα τονίζοντας μία-μία τις συλλαβές.
– Είναι αυτή η απάντηση σας; Απαντήστε με ένα Ναι ή με ένα Όχι.
– ΝΑΙ, ΝΑΙ γαμώ τη γη που σε κρατάει. ΝΑΙ!
– Λάθος απάντηση. Η ερώτηση ήταν «είστε νομοταγής πολίτης;». Αποτύχατε. Παρακαλώ, βάλτε την παλάμη σας στη σχισμή να φρενάρετε την έξοδο της κάρτας σας.
– Της θειας σου το μπουγαδοκόφινο! Ψάχνεις για μαλάκες;
Σκεπτόμουνα να βγάλω το παπούτσι μου και να φράξω μ’ αυτό την υποδοχή. Δεν πάει να χαλάσει η βρωμοκάρτα! Αφού έτσι κι αλλιώς εγώ θα ήμουνα καταδικασμένος για μιαν αιωνιότητα να κάνω δρομολόγια μέχρι το γραφείο της υπαστυνόμου και πάλι πίσω και να απαντώ σε ερωτήσεις που δεν άκουγα. Έσκυψα να λύσω τα κορδόνια μου, αλλά δεν πρόλαβα. Η κάρτα εκσφενδονίστηκε απέναντι. «Ωχ, το μάτι μου», είπε κάποιος. Γύρισα και κοίταξα. Είδα τον διακόσια δεκαεπτά με καταματωμένο το πρόσωπο και την κάρτα να έχει χωνέψει σχεδόν όλη μέσα στο αριστερό του μάτι.
– Τι μου ‘κανες, ρε κωλόπαιδο. Θα σε ξεσκίσω. Από μένα θα το ‘βρεις. Ωχ, μάνα μου τι έπαθα!
– Είδες τι έπαθες για να μην μου πεις τις απαντήσεις; Τι κατάλαβες; του είπα, έτσι από αμηχανία.
– Θα πεθάνεις, ρε, θα πεθάνεις!
Μετά το πρώτο σοκ κατάλαβα ότι κινδύνευα να πάθω τα χειρότερα. Έτρεξα λοιπόν και μπήκα φουριόζος μέσα στο γραφείο της υπαστυνόμου, εξερευνώντας λιγάκι τον χώρο για να δω που θα μπορούσα να καταχωνιαστώ, αν υπήρχε τέτοια ανάγκη.
– Πάλι εδώ είσαι, ρε τσόγλανε; είπε εκείνη. Την άλλη φορά που θα έρθεις θα σου ‘χω δυο αστυφύλακες να σε πιάνουνε στα κατακεφαλίδια , ρε αποτυχημένε. Δώσε μου τώρα την κάρτα.
– Ποια κάρτα, κυρά μου, ποια κάρτα; Άντε να την πάρεις από το μάτι του διακόσια δεκαεφτά. Πάει, σακατεύτηκε ο άνθρωπος.
– Τι είπες, ρε κακούργε; Τι είπες ρε εγκληματία; Έβγαλες το μάτι του αστυφύλακα; Και γιατί, ρε αλήτη, δεν έβαλες το χέρι σου μπροστά από την υποδοχή;
– Ποιο χέρι μου, μωρή σκύλα, ποιο χέρι μου; Έπρεπε λοιπόν να μου τρυπήσετε και το άλλο χέρι; Και μετά τι είχε σειρά; Το μάτι μου ή το κεφάλι μου; Είστε με τα καλά σας εδώ μέσα;
– Φρουροί….
Από τις δυο πλαϊνές πόρτες μπουκάρανε δυο ντερέκια. «Πάρτε τον», είπε εκείνη και με βουτήξανε από τα μπράτσα. «Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, βαριές σωματικές βλάβες και περιύβριση αρχής. Στα σίδερα… στα σίδερα τον αλήτη». Ε, τότε δεν άντεξα.
– Στα σίδερα… στα σίδερα, μωρή κάργια, που μου ‘κανες στην αρχή την καλή για να μου σκάψεις το λάκκο. Εκατό φορές στα σίδερα! Έτσι όπως μας έχετε κάνει τη ζωή καφκικό εφιάλτη, καλύτερα να είσαι μέσα παρά έξω. Έξω είναι τα δύσκολα, όχι μέσα. Στα σίδερα, ναι! Εκεί τουλάχιστον θα με ταΐζετε και τσάμπα. Στα σίδερα…
– Χτυπάει το τηλέφωνο.
– Ποιο τηλέφωνο, μωρή βρώμα; Ποιο τηλέφωνο; Και τι με νοιάζει εμένα για το τηλέφωνο;
– Το τηλέφωνο, δεν το ακούς; Πάνω στο κομοδίνο.
– Ε; Το τηλέφωνο!
Ξύπνησα! Όνειρο ήτανε λοιπόν. Ένα κακό όνειρο και τίποτ’ άλλο. Ανακουφισμένος που τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια, γύρισα πλευρό να κοιμηθώ ακόμα καμιά ωρίτσα, να συνέλθω απ’ όλη αυτή την αγωνία. Το τηλέφωνο όμως πάνω στο κομοδίνο χτυπούσε στ’ αλήθεια. «Άσ’ το να χτυπάει» είπα. «Θα βαρεθεί και θα σταματήσει». Όμως εκείνο εξακολουθούσε να χτυπάει με μια επιμονή που σου έκανε τα νεύρα κρόσσια. Άπλωσα το χέρι μου και σήκωσα το ακουστικό.
– Εμπρός;
– Παρακαλώ, ο κύριος Π…;
– Μάλιστα, ο ίδιος.
– Σας τηλεφωνούμε από την αστυνομία. Περάστε, παρακαλώ από το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς σας δια μία υπόθεση σας.
– Ποια υπόθεση; Δεν καταλαβαίνω. Για ποιο πράγμα ακριβώς πρόκειται; Εμπρός… εμπρός!
Τίποτ’ άλλο. Σιωπή από το ακουστικό. Μόνο που λίγο μετά… ναι λίγο μετά, θέλεις γιατί είναι παλιές οι γραμμές, θέλεις που ήμουνα ακόμα υπό την επήρεια του ονείρου, άκουσα ένα μακρόσυρτο, ένα πραγματικά απειλητικό «χχχχχχ……».

Μάκης Πολίτης