Οι Λότζες – Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

DSCN2879

ΟΙ ΛΟΤΖΕΣ
Μια φανταστική ιστορία σε μια ξεχασμένη πόλη
(Προδημοσίευση)

Στον Διονύση που μας τις θύμισε

Βρέχει ατελείωτα σήμερα. Όλη τη νύχτα έβρεχε. Βρέχει αργά, μονότονα, μελαγχολικά. Αυτοί οι μουντοί ατέλειωτοι χειμώνες – διαλείμματα μακρινά τα μικρά φωτεινά καλοκαίρια μας! Μούλιασαν ως κι οι ψυχές μας. Περίεργο δεν είναι; Στεγανά ντυμένοι, από πάνω έως κάτω, μέσα στα καλοριφέρ και στα μονωμένα σπίτια – κι όμως στη θέα μόνο της σιγανής βροχής γιατί να τη νιώθουμε στην πλάτη μας να κυλάει σαν απαλό ρίγος;

Σαν απαλό ρίγος στην πλάτη κυλάνε οι στάλες και στο τεράστιο τζάμι του μεγάλου χειρουργείου που βλέπει από ψηλά και φάτσα στην ανακατεμένη θάλασσα. Ένα ατελείωτο μολυβί-γκρίζο έχει αγκαλιάσει τα πάντα, περνάει πάνω από τη θάλασσα και φτάνει ως πέρα στα αντικρινά βουνά.

Μέσα στο χειρουργείο ένταση – συνηθισμένη κατάσταση. Σήμερα ακόμα μεγαλύτερη. Η περίπτωση δεν είναι από τις εύκολες. Ο καθηγητής και η ομάδα του, με τις στολές τους και τις μάσκες τους, κινούνται συνεχώς, παρακολουθούν προσηλωμένοι, συνεννοούνται με νεύματα και με ματιές, εργαλεία περνάνε από χέρι σε χέρι, τα πρόσωπα άλλοτε τσιτώνονται κι άλλοτε χαλαρώνουν. Στους κροτάφους του καθηγητή αρχίζουν να λαμπυρίζουν κόμποι ιδρώτα. Στο μεγάλο ρολόι του τοίχου οι δείχτες κυλάνε αργά.

Επιτέλους! Τελειώσαμε! Τα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν, η ένταση πέφτει, τα πρόσωπα ηρέμησαν.

Ο καθηγητής πάει προς το παράθυρο. Συνεχίζει να βρέχει αργά, σιγανά, ατελείωτα. Οι σταγόνες, εκεί, το ίδιο πάντα ρίγος που κυλάει αργά στο πλατύ τζάμι, η μία μάταια προσπαθεί να φτάσει την άλλη, ώσπου σβήνουν διαδοχικά στην κάτω αλουμινένια κορνίζα. Απλώνει το χέρι, το ακουμπάει στο τζάμι, το χέρι ακολουθεί από μέσα το αργοκύλισμα μιας σταγόνας, προσπαθεί να την πιάσει. «Σαν ρίγος στην πλάτη» σκέφτεται ο καθηγητής «πού την έχω ακούσει αυτή τη φράση; Δεν θυμάμαι πού την έχω ακούσει αλλά τι είναι να τρέχουν πραγματικές σταγόνες από το σβέρκο στη ραχοκοκαλιά σου, αυτό το ξέρω καλά!».

Εκείνο το χωμένο στην ομίχλη πρωινό έβρεχε ατελείωτα στο νησί. Είχε αρχίσει από τα μεσάνυχτα. Όταν στο νησί έπιανε η βροχή, «ξέχναγε να σταματήσει», λέγανε οι παλιοί. Και η υγρασία νότιζε τα κόκαλα. Δεκαετία του 1960. Το ρολόι του Άϊ Νικόλα σήμανε μια φορά: εφτά και μισή! Ο μικρός μαθητής άνοιξε την πόρτα του φτωχόσπιτου, όπου βρισκόταν το μικρό νοικιασμένο δωμάτιό του, και βγήκε στο στενοσόκακο. Με το που άνοιξε έπεσε πάνω στην βαριά υγρή ομίχλη και με το που βγήκε τον υποδέχτηκαν δυο χοντρές ρονιές από τα κεραμίδια της στέγης. Πέσανε ακριβώς στον σβέρκο του και κατηφόρισαν στην πλάτη του, κάτω από τα ρούχα του, σύσαρκα. Ανατρίχιασε σύγκορμος. Πώς πάνε τώρα στο Γυμνάσιο; Ομπρέλα δεν είχε. Σάκα δεν είχε – τα βιβλία και τα τετράδια, όλα μαζί, μια αδραξά στο δεξί του! Παλτό ή καμπαρντίνα δεν είχε – και ποιος είχε τότε; Θα γινόταν παπί, μέχρι να φθάσει. Και, το χειρότερο, τα βιβλία και τα τετράδια θα μούσκευαν και θα διαλύονταν!

Κι ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο να βρεις άλλα εκείνα τα στερημένα χρόνια – τόσο δύσκολο που τα σημερινά παιδιά, όταν τους τα λες, νομίζουν ότι τα δουλεύεις για να τους δείξεις πόσο σπουδαίος είσαι εσύ που κατάφερες να νικήσεις τέτοια εμπόδια! Οπισθοχώρησε και καλύφθηκε λίγο στο μικρό βαθούλωμα της πόρτας. Έμεινε για λίγο έμεινε διστατικός και δίβουλος. Πίσω του ακούστηκε μακρινός κι αδύναμος ο μονότονος ήχος από τις πρωινές πετρελαιοκίνητες βενζίνες που έδεναν στο μικρό λιμάνι – τού φάνηκε κιόλας πως ένιωσε στα ρουθούνια του μια ανεπαίσθητη οσμή πετρελαίου. «Τέτοια ώρα πρέπει να ’ναι οι τελευταίες» σκέφθηκε. «Όπου να ʼναι θα πλακώσει ο κόσμος».

«Πάμε από τις λότζες» μονολόγησε αποφασιστικά. «Κι ο Θεός βοηθός».

«Λότζες» ονοματίζανε οι ντόπιοι τα στέγαστρα μπροστά στα μαγαζιά, που αποτελούσαν συνέχεια της στέγης τους. Η λότζα είναι λέξη ιταλική, από τις πολλές που άφησε πίσω της ο μακρόχρονος συγχρωτισμός του νησιού με τον ιταλικό χώρο. Το λεξικό γράφει: Loggia: στοά, δώμα. Με τις λότζες τα μαγαζιά προφυλάσσονταν από τη βροχή. Τις κατασκεύαζαν από λαμαρίνα αυλακωτή. Υλικό ευκολοδούλευτο, φτηνό, διαδεδομένο, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, που έκανε καλά τη δουλειά του. Αλλά τα στηρίγματα που τις «κρατούσαν» έχουν αφήσει στη θύμηση μια δόση ομορφιάς. Ήταν αυτά τα στηρίγματα σίδερα καλοδουλεμένα, στριφτογυριστά σε διάφορα σχέδια. Σού έδιναν την εντύπωση –ήταν μάλλον φανερό- ότι οι μαστόροι που τα δούλεψαν δεν κοίταζαν μόνο το πρακτικό θέμα, τη στήριξη δηλαδή. Αυτή θα την έκαναν το ίδιο καλά και σίδερα ολόϊσα και αδούλευτα. Θέλανε όμως οι σιδεράδες, που είχαν τα μαγαζιά τους, τα ονομαζόμενα «χάβρικα», στη δυτική άκρη της αγοράς, να στολίσουν και κάπως την πρόσοψη των οικημάτων με την περιφρονημένη τέχνη τους.

DSCN2878

Τότε όλα τα μαγαζιά, του κεντρικού δρόμου, του «παζαριού», αυτά που ήταν ισόγεια χωρίς όροφο, είχαν μπροστά τους λότζα – και ήταν τα περισσότερα. Των σπιτιών πάλι, που είχαν και όροφο, ο όροφος εκτεινόταν με προβολή ως τη νοητή έξω άκρη του πεζοδρομίου και η προβολή αυτή στηριζόταν με λεπτές ξύλινες τετράγωνες κολώνες, ενώ το ισόγειο σταματούσε στη μέσα άκρη του πεζοδρομίου,. Δημιουργούταν έτσι κάτω από τον πρόβολο του ορόφου, μπροστά από το ισόγειο, μια μικρή «στοά». Οι λότζες λοιπόν και οι «στοές» αυτές αποτελούσαν μια αδιάκοπτη σειρά, κάτι σαν μια ενιαία στοά, που έσκεπε τα πεζοδρόμια και των δύο πλευρών του δρόμου, σχηματίζοντας ένα συνεχές υπόστεγο από την κεντρική πλατεία μέχρι το τέλος της κεντρικής οδού – εκεί εξάλλου σταματούσε και η πόλη. Από αυτή τη σειρά έχουν απομείνει λίγα απομεινάρια στο παζάρι και πολλές θαμπές εικόνες στη θύμηση.

Με πιάνει η νοσταλγία να ξαναφέρω λίγο στη θύμηση, να ζωντανέψω σπαράγματα αυτής της εικόνας όπως την αντίκρυζες περπατώντας στο παζάρι. Να, η μεγάλη πόρτα του ισόγειου μαγαζιού. Τα οικήματα αυτά ήταν εξ αρχής προορισμένα για μαγαζιά και γι’ αυτό το ύψος τους ήταν πολύ, μα πολύ μεγαλύτερο από το ύψος των ταπεινών ισόγειων φτωχόσπιτων της πόλης – είναι γνωστό ότι τα μαγαζιά ανήκαν (και πώς αλλιώς;) στα «μεγάλα τζάκια» της πόλης. Εξ αιτίας του μεγάλου ύψους λοιπόν «έμενε» ένα μεγάλο τμήμα μεταξύ της πόρτας και της στέγης. Εκεί άνοιγαν συνήθως ένα ημιθόλιο που το έκλειναν με τζάμι για να μπαίνει μέσα το φως της μέρας. Το τζάμι μπροστά το «έκλειναν» με σίδερα προστατευτικά, δουλεμένα με μαστοριά. Από πάνω κατέβαινε η λότζα και κάλυπτε σχεδόν όλο το πεζοδρόμιο. Ίδια κλίση με τη στέγη. Κι εδώ σίδερα δουλεμένα με μαστοριά, που έδεναν όμορφα με τα προστατευτικά σίδερα του ημιθόλιου. Για να το πω πιο παραστατικά: κάνουμε μια κάθετη τομή σε μια λότζα. Σχηματίζεται ένα ορθογώνιο τρίγωνο. Υποτείνουσά του ένα από τα λεία σίδερα, που «κράταγαν» τη λαμαρίνα – αυτά ξεκίναγαν από το σημείο που η λότζα ακουμπούσε τη στέγη και σταματούσαν στην έξω, προς το πεζοδρόμιο, άκρη της λαμαρίνας. Η μία κάθετος ήταν ένα από τα λεία σίδερα που ξεκίναγαν από αυτή την έξω άκρη της λαμαρίνας κι έφταναν έως τον πάνω από την πόρτα τοίχο του οικήματος όπου μπήγονταν και στερεώνονταν. Από αυτό το σημείο ξεκίναγε η δεύτερη κάθετος και συναντούσε την κορυφή της υποτείνουσας που προαναφέραμε (δηλαδή, το σημείο που η λότζα ακουμπούσε τη στέγη). Ανάμεσα στα λεία σίδερα κόλλαγαν άλλα σίδερα, που σχημάτιζαν διάφορα σχήματα. Τα πρώτα έκαναν την πρακτική δουλειά. Τα τελευταία, μαζί με τα σίδερα του ημιθόλιου, φιλοδοξούσαν, εκτός από την στατική συμβολή τους, να της δώσουν μια ανάσα ομορφιάς.

Όταν έβρεχε, οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στο παζάρι ήταν απόλυτα προστατευμένοι από τις λότζες και τις στοές. Όσοι έβγαιναν για ψώνια, περπατούσαν άνετα στα πεζοδρόμια και έμπαιναν στα μαγαζιά χωρίς να κινδυνεύουν να γίνουν μουσκίδι. Άλλοι την έστηναν κάτω από τις λότζες περιμένοντας να περάσει κάποιος γνωστός τους που ήθελαν να τον συναντήσουν – έτσι γίνονταν οι συναντήσεις τότε που δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα. Άλλοι, που έπρεπε να πάνε έξω από την πόλη ή στα περίχωρα, έβρισκαν καταφύγιο εκεί, μέχρι να περάσει η μπόρα.

Έβλεπες, λοιπόν, τις βροχερές μέρες στο νησί, αυτές τις ατελείωτες βροχερές μέρες, μια εικόνα ασυνήθιστη για τους σημερινούς. Στα πεζοδρόμια να κινείται κόσμος, άλλοι να περπατάνε, άλλοι να στέκονται, άλλοι να μιλάνε σε μικρές παρέες και άλλοι να αλλεγράρουν. Ενώ η βροχή έπεφτε άλλοτε σιγανή και μονότονη, άλλοτε ορμητική και θορυβώδης και από τις δυο πλευρές του αμφικλινούς οδοστρώματος – δεν υπήρχαν τότε υπόγειοι αγωγοί ομβρίων υδάτων.

Αλλά και το καλοκαίρι οι λότζες δεν ήταν αχρείαστες. Όχι τόσο χρειαζούμενες όσο τον χειμώνα αλλά αχρείαστες δεν ήταν. Προφύλασσαν από τον καυτό ήλιο το κατάστημα και όσο εμπόρευμά του ήταν υπαίθριο. Πρόσφεραν ύστερα την ισκιάδα τους και τη δροσιά τους στον μαγαζότορα (πολλές φορές «την έστηνε» με την καρέκλα του στο πεζοδρόμιο!), στους πελάτες και σ’ όλους τους περαστικούς.

Ο μικρός μαθητής, αποφασισμένος πια, έκανε το σάλτο μορτάλε. Άρχισε να τρέχει μέσα στη βροχή. Έτρεχε αλλά όχι τυχαία. Είχε σχεδιάσει στα γρήγορα τη διαδρομή που θα τον έβγαζε συντομότερα στον δρόμο της κεντρικής αγοράς, στη σωτηρία, στις λότζες!

Αλαφιασμένος πέρασε το μικρό σοκάκι, τσαλαβούτησε σε μια λακούβα νερό, το παπούτσι του γέμισε νερά, δεν το λογάριασε, τα βιβλία λίγο να του πέσουν, έστριψε στο σοκάκι του Άϊ Νικόλα, η βροχή μπομπάριζε σιγανά αλλά επίμονα το τριμμένο του σακάκι, αυτός όμως δεν σταματούσε, έτρεχε φουριόζος για το λιμάνι της σωτηρίας του, ο δρόμος του ήταν σχεδόν έρημος, άκουσε μόνο πάνω στο στενό καλντερίμι το τρίξιμο από τις σιδερένιες ρόδες του πρωτόγονου κάρου, που αγκομαχούσε και στο ίσωμα, κι έπιασε με την άκρη του ματιού του τη γνώριμη φιγούρα του καροτσέρη με τη νιτσεράδα κατσούλι στο κεφάλι του να σπρώχνει βαριεστημένα το κάρο του, το τσιγάρο κολημένο στα χείλη του μισοσβησμένο, ένας ξεβαμένος μουσαμάς προστάτευε το φορτίο του. Αυτός όμως δεν σταματούσε, έτρεχε, έτρεχε, δυο βήματα ακόμα κι έφτασε!

Έφτασε! Μπήκε κάτω από τη λότζα που είχε υπολογίσει.Λαχάνιαζε, η αναπνοή του άχνιζε. Στάθηκε να πάρει ανάσες. Ένιωσε βαθιά ανακούφιση. Τώρα πια ήταν προστατευμένος! Κοίταζε τις στάλες της βροχής να πέφτουν στο οδόστρωμα μπροστά του, ανακατεύονταν με τη σκόνη και τα μικροσκουπίδια, σχημάτιζαν μικρά ρυάκια, θολά ως μαύρα, και κύλαγαν στις δύο κεκλιμένες άκρες του, που λειτουργούσαν ως αποδέκτες των ομβρίων με τελικό προορισμό τη θάλασσα. Υπέροχα! Άλλο να βλέπεις τις στάλες της βροχής και να εμπνέεσαι και άλλο να τις νιώθεις στον σβέρκο σου! Είδε τον καροτσέρη να στρίβει από τη γωνιά, να περνάει μπροστά του και να συνεχίζει την πορεία του στον κεντρικό δρόμο μοναχικός και αργοβάδιστος μέσα στη βροχή.

Ξεκίνησε νιώθοντας πια ασφαλής. Τώρα που ήταν προστατευμένος από τη βροχή, είχε ξεχάσει και τα νερά στο παπούτσι του. Δεξιά του οι τριτοκοσμικές εκείνες βιτρίνες των μαγαζιών. Στ’ αριστερά του ο δρόμος της αγοράς. Από πάνω του τα στέγαστρα, οι λότζες και οι στοές.

Πέρασε από τις συνεχόμενες λότζες μπροστά από τα «Χρώματα-Σιδηρικά» των «Αδελφών Γαϊτάνου», το καφενείο του μπάρμπα Γιάννη (τ’ αυτιά του έπιασαν στο φεύγα ήχους από θορυβώδεις ρουφηξιές – οι πρωινοί πελάτες απολάμβαναν τις πρώτες γουλιές του καφέ τους) και το οινομαγειρείο του Κάσαρη (ο μάγειρας ανοιγόκλεινε τις κατσαρόλες του και συνάμα κάτι φώναζε στον παραγιό του), συνέχισε στις λότζες μπροστά από τα σαλάμια του Θωμά και το υφασματάδικο του Μάκαρου (αυτά και τα δύο δεν είχαν ανοίξει), ύστερα χώθηκε διαδοχικά στις λότζες μπροστά στο μεγάλο «εμπορικό» του Κανδηλώρου (αυτό μόλις άνοιγε), στο σπίτι των Μαυραίων, στις στοές των αρχοντικών του Μεταξά και του Βαλακάνη (πέρασε ξυστά από τον φαρμακοποιό που είχε τινάξει την ομπρέλα του και έσκυβε να βάλει το κλειδί στην πόρτα του φαρμακείου του). Όλα καλά ως εδώ. Αλλά τώρα έπρεπε να στρίψει δεξιά, να εγκαταλείψει τις λότζες και τις στοές που τον προστάτευαν! Τα πράγματα δυσκόλευαν. Αλλά από δω η απόσταση για το Γυμνάσιο ήταν μικρή.

DSCN2871

Έστριψε δεξιά. Εδώ δεν υπήρχε παρά μόνο μια λότζα λίγο παρακάτω. Άρχισε να τρέχει τσαλαβουτώντας. Αχ! αυτή η βροχή δεν λέει να σταματήσει! Έφτασε στη λότζα. Κι εδώ άλλη μια στάση. Άλλη μια ανάσα. «Ένα μπούγιο ακόμα και τελειώσαμε»! Παίρνει απίδρομο και τα αψηφά όλα τώρα, και βροχή και τσαλαβουτήματα. Τρέχει, τρέχει. Ξαφνικά σταματάει- αυτή τη στιγμή δεν καταλαβαίνει από βροχή: στο βάθος δεξιά του ακούγεται σούσουρο από χαρούμενες κοριτσίστικες φωνές. Είναι το Θηλέων. «Θα περνούσα από το Θηλέων αλλά αυτή η βροχή μού τα χάλασε. Θεέ μου! Έχω μέρες ν’ αντικρύσω την Άννα» – ένα σκίρτημα του δαγκώνει τα φυλλοκάρδια. Κοντοστέκεται. «Αλλά θα προφθάσω να περάσω από κει; Δεν θα προφθάσω, όχι! Θα ᾽χουν μπει μέσα τώρα. Και καλύτερα! Πού να με δει έτσι σαν βρεμένη γάτα!». Ο δισταγμός πέρασε. Η βροχή αρχίζει πάλι να τον περονιάζει. Ξαναρχίζει το τρέξιμο. Ίσως αύριο…

Σε λίγο περνούσε τη μεγάλη θολωτή πόρτα του Γυμνασίου. Τα παιδιά είχαν μπει στις τάξεις. Τινάχτηκε όπως το βρεμένο σκυλί, ανέβηκε τρέχοντας την ξύλινη σκάλα, πίσω από τα βήματά του ακολουθούσε το τρίξιμο από τα χρόνια που τη βάραιναν, άνοιξε λαχανιασμένος την πόρτα, πέταξε μισό «καλημέρα» και κάθισε στο θρανίο του. Ο καθηγητής δεν είχε βολευτεί ακόμα στην έδρα του – είχε βάλει τα γυαλιά του και έψαχνε τον κατάλογό του. Ο απουσιολόγος δεν είχε συμπληρώσει ακόμα το απουσιολόγιο.

«Κύριε καθηγητά τι σας συμβαίνει; είστε καλά;». Η φωνή του νεαρού βοηθού του τον προσγείωσε. «Καλά είμαι, Κώστα» του χαμογέλασε. «Είχα αφαιρεθεί λίγο. Βλέπεις τη βροχή; Έχουμε κι εμείς δικαίωμα στον ρομαντισμό!».

Τραβήχτηκε στην άκρη και έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε αργοβαδίζοντας. Ο άλλος από την άλλη μεριά το σήκωσε. «Έλα, εγώ είμαι. Τι καιρό καν’ στ’ πόλʼ; βρέχ’; βρέχ’;» τον άρχισε με την οικειότητα του φίλου τονίζοντας κωμικά την προφορά των τελευταίων λέξεων για να μιμηθεί την προφορά των κατοίκων της πόλης του συνομιλητή του. Ο συνομιλητής του, προφανώς, τού απάντησε καταφατικά. «Έρχομαι απόψε. Κλείσε μου ένα δωμάτιο για μια βδομάδα. Αλλά μέσα στ’ πόλʼ! Πώς: Μα σου σου το ᾽χα πει: Θέλω να περάσω μερικές χειμωνιάτικες μέρες στην πόλη. Να περπατήσω κάτω από τις λότζες. Όπως τότε. Τα λέμε. Εντάξει;».

«Για πού μας αφήνετε έτσι ξαφνικά, κύριε καθηγητά;» ρώτησε απορημένος ο βοηθός του. «Για τις λότζες, Κώστα, για τις λότζες. Τις ξέρεις τις λότζες;» του απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο διασκεδάζοντας με την κωμική απορία που σχηματίστηκε σ’ όλα τα πρόσωπα της μικρής ομήγυρης του χειρουργείου!

(Πηγή: www.aromalefkadas.gr)