«Λόγω μέθης» : Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Τσερέ
Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το νέο βιβλίο του συμπολίτη μας Δημήτρη Τσερέ. Πρόκειται για το πέμπτο λογοτεχνικό βιβλίο του συγγραφέα. Είναι μια συλλογή έξι διηγημάτων, που έχει τον τίτλο: «Λόγω μέθης». Το εξώφυλλο, σχέδιο με σινική μελάνη, είναι μια πολύ ωραία δημιουργία του γνωστού συμπολίτη μας ζωγράφου Κώστα Γλένη. Οι τίτλοι των διηγημάτων της συλλογής είναι κατά σειρά: «Άκρον επ’ ύσδω», «Η πόλη νυστάζει», «Λόγω μέθης», «Ιστορίες αλόγων», «Ουδόλως εφοίτησεν», «Διά λόγον ευτελή και ασήμαντον».
Τα πεζά του Δημήτρη Τσερέ έχουν την εξής ιδιαιτερότητα, δηλωτικό της συγγραφικής του ταυτότητας: Είναι πεζά που εφάπτονται της ποίησης και, συχνά, μπαίνουν στην περιοχή της. Αυτό αποτελεί το βαθύ της υπόστρωμα και συγχρόνως άλλον αναγνώστη ξενίζει και άλλον γοητεύει.
Είναι δύσκολο να δώσουμε, έστω και μια συνοπτικότατη, «περίληψη περιεχομένων»: Τα κείμενα είναι πολύ πυκνά και, όπως είπαμε, «ιδιόρυθμα». Εξάλλου, δεν πέφτει εκεί το βάρος. Οι «μύθοι» των διηγημάτων του είναι απλώς η αφορμή για να μας παρασύρει ο συγγραφέας στον δικό του λογοτεχνικό κόσμο, έναν κόσμο που (δεν μπορεί παρά να πατάει σ’ αυτό που λέμε «πραγματικότητα» αλλά κατ’ ουσίαν) είναι ένας καινούργιος κόσμος, δημιουργημένος από τον ίδιο, όπως εξ ορισμού οφείλει να πράττει η λογοτεχνία.
Και είναι αυτός ένας κόσμος που πατάει στέρεα στα πάτρια χώματα αλλά συγχρόνως θέλει να διασταλεί σε πλάτος και σε ύψος. Ένας κόσμος που πατάει στο παρόν αλλά βυθίζει τις ρίζες του στον βαθύ χρόνο. Ένας κόσμος που ακροζυγιάζεται με αγωνία ανάμεσα στο λευκό του Έρωτα και το μαύρο του Θανάτου και ζητάει να κερδίσει το λευκό που του αναλογεί, γέρνοντας μεροληπτικά τη ζυγαριά προς τη μεριά του πρώτου.
Αλλά ας ακούσουμε καλύτερα πώς μας τα αποτυπώνει όλα αυτά ο συγγραφέας, ποιητικά και υπαινικτικά, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Γιατί είναι στιγμές που σ’ ακουμπάει βαθιά η αποστροφή της Κίρκης προς τον Οδυσσέα μετά τη Νέκυια: Εσείς που πεθάνατε δυο φορές, όταν οι άλλοι άνθρωποι πεθαίνουν μία;
Γιατί είναι στιγμές που ακούς το τρίξιμο της παλιάς πόρτας κι απ’ τις χαραμάδες της να περνάει το σώμα του έρωτα∙ να αλώνει το νυσταγμένο μεσημέρι του Ιουλίου∙ και πάλι ξαφνικά να χάνεται στις πνοές των ανέμων;
Στιγμές που σε παιδεύει ο μύθος της Αριάδνης – που τη μπερδεύεις με την Κίρκη- και νιώθεις την παλάμη της να σου κρατεί το χέρι;
Στιγμές που νιώθεις στο πετσί σου πως οι νεκροί κι οι ζωντανοί, σιμά μου, καθώς οι βάτοι, επιάνονταν από το φόρεμά μου;
Και τ’ άλογα που τρέχοντας με τα γοργά φτερά τους μας φθάνουνε στο θάνατο, πριν να μας φθάσει αυτός!
Κι αυτή η βαθιά φωνή των χωμάτων; των αθώων δέντρων τα νεύματα; το έαρ των πουλιών και η νύχτα των Μυροφόρων;
Αυτές οι πανάρχαιες φωνές, αυτές οι αρχέγονες εικόνες από πού έρχονται και πού σε πάνε;
Σ’ αυτή την πρόκληση, σαν το τραγούδι των Σειρήνων δίκοπη, δύσκολο ν’ αντισταθείς. Κι ακροβατείς μοναχικός στο χείλος της αβύσσου των πανάρχαιων ερωτημάτων. Ελπίδα σου μόνη να τ’ αγγίξεις. Με το άγγιγμα να στομώσεις την επώδυνη κόψη τους. Και να φιλιώσεις με τα φωτεινά σκοτάδια τους – μήπως και μέσα τους ανταμώσεις τον πρώτο σου εαυτό.
Πηγή: Άρωμα Λευκάδας