«Η ζωή εν τάφω» διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα
«Η ζωή εν τάφω»
Από όλα τα παιδιά του σχολείου, μόνο εγώ κι ο Νιόνιος, ο γιος του παπά και κολλητός μου, είχαμε το ελεύθερο να μπαίνουμε στο ιερό, να γεμίζουμε το θυμιατό με κάρβουνα και λιβάνι, να κουβαλάμε τα Εξαπτέρυγα στις κηδείες και να ασχολούμαστε με όσα είναι αναγκαία να γίνονται από ένα παπαδοπαίδι. Καμιά φορά επιτρέπαμε την είσοδο στο άβατο και στον Πάνο τον Δαρδαμάνη τον συνομήλικό μας, εφ’ όσον είχε τα διόδια, που ήταν χρωματιστά γυαλιά, βόλοι, ακρίδες, τζιτζίκια και πυγολαμπίδες.
Με το Νιόνιο καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, παίζαμε μαζί στην ίδια αυλή, μοιραζόμαστε τους βόλους και τα αυτοκινητάκια και τριγυρνούσαμε στα χωράφια και το λιμάνι, μέχρι να γύρει ο ήλιος και να ακουστεί η άγρια φωνή της μάνας μου από το στεφάνι. «Νίκο, πού είσαι, μωρέ μακελεμένο, αγλύκαντο; Έλα πάνω και θα σε συγυρίσει ο πατέρας σου». Μόλις τελειώσαμε το δημοτικό, πιάσαμε το ίδιο δωμάτιο στην πόλη, όπου υπήρχε το μοναδικό γυμνάσιο του νομού.
Δύο παιδιά πλημμελώς ελεγχόμενα τις βαρετές ώρες της υποχρεωτικής μας παραμονής στον μικρό χώρο του ιερού, ζαλισμένα από το θυμίαμα αλλά και από την ψαλμωδία, που δεν καταλαβαίναμε, λογικό ήταν να σκαρώνουμε σκανταλιές και τρέλες για τις οποίες όταν μεγάλωσα και έγινα καλός χριστιανός μετανόησα αληθινά και εξομολογήθηκα πολλές φορές, αν και είναι αδύνατο να διαβεί κάποιος δύο φορές τον ίδιο ποταμό, ούτε να σβήσει από τη μνήμη του πράγματα σοβαρά και ασυγχώρητα.
Το Πάσχα εκείνης της χρονιάς έπεσε στις δεκατέσσερις του Απρίλη, και μείς επιστρέψαμε στο χωριό από την πόλη στις έξι. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και ο Νιόνιος έξι μήνες μικρότερός μου. Μοσχοβολούσαν οι γειτονιές από τα λαδοκούλουρα, που έψηναν οι μανάδες μας στους φούρνους, και στον δρόμο ανάμεσα στις πέτρες και τα χώματα βλέπαμε που και πού κόκκινα τσόφλια, πεταμένα από κάποιον απρόσεχτο αμαρτωλό, που είχε αρτηθεί πριν την Ανάσταση.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, η βαρύτερη μέρα της Ορθοδοξίας και η μέρα που κανένας δεν έλειπε από την εκκλησία. Κανένας δεν ήταν τόσο άθεος στο χωριό, ώστε να παραμείνει ανάλγητος μπροστά στο Θείο μαρτύριο. Η αναμονή και η νηστεία δημιουργούσαν μια αδημονία στο γυναικείο ποίμνιο, που ξεσπούσε σε θρήνους βλέποντας τον μεθυσμένο παπα-Γρηγόρη να αποκαθηλώνει τον Κύριο και να τον μεταφέρει με δάκρυα σαν κορόμηλο στον λουλουδένιο του τάφο. Όλοι, μικροί μεγάλοι, έψαλαν το «Η ζωή εν τάφω» και το «Έραναν τον τάφο», που αναφέρεται στις μυροφόρες, και σύμφωνα με το έθιμο ο παπάς ο δικός μας όπως όλοι οι παπάδες του κόσμου ραίνουν το εκκλησίασμα με άρωμα σε ανάμνηση εκείνης της ιερής στιγμής.
Έτσι και κείνη τη χρονιά ο παπα-Γρηγόρης ακούμπησε πάνω στην Αγία Τράπεζα την κολόνια ΜΥΡΤΩ και βγήκε τρικλίζοντας για να αποκαθηλώσει τον Κύριο. Εγώ, ο Νιόνιος και ο Πάνος μείναμε στο ιερό και παίζαμε, όταν χωρίς να το θέλω και χωρίς να το θέλει, με μια σπρωξιά έριξα τον Πάνο στην Αγία Τράπεζα και κείνος στην προσπάθειά του να μην σωριαστεί, πιάστηκε από το ιερό κάλυμμα, κι έγειρε η ΜΥΡΤΩ, και χύθηκε πάνω στο ύφασμα αλλά και πάνω στον Νιόνιο, που έτρεξε να τον βοηθήσει, το άρωμα, που περίμενε να επιτελέσει τον ιερό του σκοπό. Η έκπληξη και ο τρόμος μας ήταν μεγάλος και η τιμωρία θα ισοδυναμούσε σίγουρα με ξύλο αλύπητο, αποβολή από το Ιερό και διαπόμπευση σε όλο το χωριό.
Η συγκυρία απαιτούσε άμεση δράση και αντικατάσταση της κολόνιας προτού φανερωθεί το αμάρτημά μας. Έτσι, χωρίς πολλή σκέψη και μέσα στην σύγχυση, που φέρνει η εισπνοή τόσου θυμιάματος και η ακρόαση τόσων ύμνων αλλά και η συγκίνηση της ημέρας και ελλείψει βρύσης στο ιερό, γεμίσαμε το μπουκάλι με το μόνο υγρό που είχαμε στην διάθεσή μας, που αν εξαιρέσεις την μυρωδιά, που καλύφθηκε από το άρωμα, που απέμεινε στο μπουκάλι, είχε το χρώμα και την υφή της ΜΥΡΤΩΣ.
Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή ο παπα-Γρηγόρης πήρε από την Αγία Τράπεζα το ανοιχτό μπουκάλι και έρανε τα πλήθη με το υγρό που προέκυψε από την ανάμειξη του εναπομείναντος αρώματος και ούρων δικών μου και του Νιόνιου!
Διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα
Πηγή: SchoolTime
Χρυσούλα Σ. Γεωργούλα
Γεννήθηκε στην Πλατανούσα Ιωαννίνων, είναι απόφοιτος της οδοντιατρικής σχολής Αθηνών και εργάζεται στην Αθήνα. Διακρίθηκε στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης «Γιάννης Φάτσης» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με το ποίημα «Πέτρα» που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Περνούν οι μέρες» και με το διήγημα «Χλόη στις ράγες» στον 2ο διαγωνισμό διηγήματος του Diavasame που δημοσιεύτηκε στο « 19 νέα βήματα», εκδόσεις Ελευθερουδάκη 2009.
Είναι παντρεμένη με τον Μεγανησιώτη Γιάννη Π. Ζαβιτσάνο και έχουν μια κόρη, την Έυα.