Η Λευκάδα στην Επανάσταση του 1821
Η λαχτάρα των Λευκαδίων για ελευθερία και η έχθρα για τον δικό τους δυνάστη, τους Άγγλους, καθώρισαν τη δυναμική προσφορά της Λευκάδας στον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα του Έθνους. Θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων έγινε μέχρι τότε πολλές φορές η Λευκάδα και ακόμα καταφύγιο κλεφτών και αρματολών, ώστε και ψυχολογικά προετοιμασμένοι και ασκημένοι στα όπλα και στον πόλεμο ήταν οι περισσότεροι Λευκαδίτες.
Ήδη είχαν μυηθεί στη δράση της Φιλικής Εταιρείας ο δόκτωρ Άγγελος Σούνδιας και ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, οι οποίοι άρχισαν να μυούν Λευκαδίτες και συγχρόνως να συγκεντρώνουν εράνους για ενίσχυση των αγωνιστών. Μερικοί από τους σπουδαιότερους αρματολούς έφυγαν από τη Στερεά και πέρασαν στη Λευκάδα: ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργ. Τσόγκας, ο Γεώργ. Βαρνακιώτης, ο Γεώργ. Καραϊσκάκης, ο Δημ. Μακρής, ο Ν. Στουρνάρης, ο Δ. Κοντογιάννης, ο Δημ. Πανουργιάς, ο Δ. Κίτσος. Ακόμα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο πλοίαρχος Γιακουμάκης Τομπάζης κ.ά. Οι καπεταναίοι αυτοί είχαν συναντήσεις με τους ντόπιους φιλικούς στην Οδηγήτρια, στο περιβόλι της Αγίας Άννας στην Μεγάλη Βρύση, στην Αγία Τριάδα στο Καλλιγόνι, στη Φανερωμένη και στο σπίτι του Ιωάννη Ζαμπελίου, όπου όπως γράφει ο Ζαμπέλιος, την Κυριακή της Αποκριάς το πρωί καταστρώθηκε το σχέδιο της εξεγέρσεως και η δράση του κάθε αρχηγού. Οι πιστοί χριστιανοί πατριώτες για να επισημοποιήσουν την ιερή υπόσχεση του αγώνα και να έχουν την ευλογία της Υπερμάχου Θεοτόκου παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι της Παναγίας Βλαχέραινας στον Κάμπο. Ακολούθησε συμπόσιο στο σπίτι του Ζαμπελίου με προπόσεις και εθνικά άσματα. Ακολούθησε χορός στο παζάρι της πόλεως που άρχισε από τον Άγιο Μηνά και κατέληξε στην κεντρική πλατεία.
Στις 25 Μαΐου κηρύχτηκε η επανάσταση στη Στερεά. Οι φιλικοί της Λευκάδας ενισχύουν τους αγωνιζόμενους με χρήματα, φάρμακα, τρόφιμα. Η βοήθεια των κατακτητών Άγγλων προς τους Τούρκους και οι σκληρές κυρώσεις εναντίον των επτανησίων δεν έκαμπταν το αγωνιστικό τους φρόνημα. Οι εξορίες, οι δημεύσεις των περιουσιών και τα βασανιστήρια που ο Άγγλος Αρμοστής Μαίτλανδ και ο υφαρμοστής Άδαμ διέταζαν, δεν τους σταματούσαν. « …φρίττει ο άνθρωπος αναπολών τας τιμωρίας, τα κολαστήρια, τας απανθρωπίας, όσας ο ανήρ ούτος (άγγλος τοποτηρητής ταγματάρχης Τέμπλ) έπραξεν αιτίαν λαβών την Ελληνικήν Επανάστασιν.» γράφει ο Ζαμπέλιος.
853 ήταν οι Λευκαδίτες που πέρασαν τη Στερεά για να πάρουν μέρους στον αγώνα. Υπό τον Παπά Μελά – Δραγανιώτη, το Σούνδια, και άλλους σπουδαίους αρχηγούς είχαν σχηματίσει ομάδες και άλλοι δρούσαν ενταγμένοι σε άλλες ομάδες.
Το πόσο δύσκολο ήταν το έργο των ανθρώπων αυτών μπορούμε να το καταλάβουμε αν σκεφθούμε ότι και μόνο για να φθάσουν στο πεδίο της μάχης περνούσαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης, των άγγλων κατακτητών, δηλαδή, και των χωροφυλάκων τους, που καιροφυλακτούσαν και τους έπιαναν όταν πήγαιναν να περάσουν από τη Λευκάδα στην Αιτωλοακαρνανία. Ένα περιστατικό που συνέβη στον Ιωάν. Ζαμπέλιο και μας το διηγείται ο ίδιος, μας δίνει την ασφυκτική ατμόσφαιρα: Νύχτα, ξαπλωμένος μπρούμυτα, κάτω από μια κάπα στο μονόξυλο του φτωχοψαρά Παρασκευά, πέρασε ο Φιλικός στην Περατιά για να συναντήσει τον Τσόγκα και το Βαρνακιώτη και να τακτοποιήσει σοβαρά στρατηγικά θέματα της Φιλικής Εταιρείας. Στο γυρισμό όμως και καθώς έβγαινε από το μονόξυλο τα χαράματα τον είδαν δυο χωροφύλακες που έτρεξαν να τους πιάσουν. Ο Παρασκευάς χτύπησε τον ένα, έτρεψε σε φυγή τον άλλο κι ό ίδιος έφυγε ξανά για την Ακαρνανία. Ο Ζαμπέλιος σώθηκε, ο Παρασκευάς όμως τιμωρήθηκε. Η περιουσία του δημεύθηκε και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι τις ανακρίσεις τις έκανε ο ίδιος ο Ζαμπέλιος, ως Εισαγγελεύς που ήταν! Ο Παρασκευάς, φυγάς, αγωνίστηκε ηρωικά και έπεσε στο Μεσολόγγι.
Οι τιμωρίες για τέτοιου είδους θέματα ήταν βαρύτατες. Η αγχόνη ήταν στημένη μέσα στη λιμνοθάλασσα κοντά στην παραλία της Πλαγιάς για να βλέπουν οι Επτανήσιοι πολεμιστές τους απηγχονισμένους. Κάποτε ο αγωνιστής Καραβίας, αφού είχε αριστεύσει σε πολλές μάχες επέστρεφε στη Λευκάδα. Συνελήφθη όμως και καταδικάστηκε από τους Άγγλους σε θάνατο στην αγχόνη. Ενώ όμως τον μετέφεραν με την βάρκα αλυσοδεμένον στον δίαυλο, όπου ήταν η κρεμάλα, έσπασε τις αλυσίδες, χτύπησε τους φρουρούς και έπεσε στο νερό προς την Ακαρνανία. Κατάφερε και έφθασε στην ακτή, εκεί όμως τον περίμεναν άλλοι Άγγλοι που είχαν φθάσει με βάρκα, τον φόνευσαν και κατόπιν τον απηγχόνισαν. Το πτώμα του έμεινε πολύν χρόνον ‘κρεμάμενον μεταξύ Ακαρνανίας και Λευκάδος καταβιβρωσκόμενον υπό των κοράκων’……..
Πολλοί Λευκαδίτες καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να αγωνίζονται με αυτοθυσία σ’ όλες τις μάχες της Ελλάδας, στις εσχατιές της Ρουμανίας και τη Βηρυττό είτε σαν απλοί στρατιώτες είτε σαν αξιωματικοί: στο Μανιάκι με τον Παπαφλέσσα, στο Πέτα με τον Νόρμαν και τον Σανταρόζα, στο Δραγατσάνι με τους Ιερολοχίτες, στο Σκουλένι δίπλα στον Αθαν. Καρπενησιώτη, στο Μεσολόγγι με τους Αθάνατους.
Ήρωες Λευκαδίτες οπλαρχηγοί ήταν ο Θεοφύλακτος Ψιλιανός, ο Στυλιανός Πάκμωρ, ο Σπύρ. Μεταξάς, ο Πέτρος Σικελιανός, ο Παπά-Δραγανιώτης, ο Απόστολος Σταύρακας-Πανάδας, ο Γεώργιος Βερίκιος, ο Σπυραντώνης Χαλικιόπουλος, ο Μάρκος Γκίλλης.
Η πρώτη πολεμική ενέργεια των Λευκαδίων υπό την γενικότερη αρχηγία του Τσόγκα, ήταν την 28η Μαΐου 1821 η πολιορκία και κατάληψη του φρουρίου του Τεκέ που είχε οικοδομήσει ο Αλή Πασάς το 1807, όταν πολιόρκησε τη Λευκάδα.
Την ίδια ημέρα άλλο τμήμα υπό τον Θεοφύλακτο Ψιλιανό και τον Θεοδ. Γρίβα πήρε μέρος στην κατάληψη του Αγρινίου και του φρουρίου της Βόνιτσας. Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος περιγράφοντας τον ενθουσιασμό του για την κατάληψη του Αγρινίου γράφει: ‘Περιεφερόμην εις τας οδούς της πόλεως ως παράφορος, συνεχαιρόμην τον ένα, ησπαζόμην τον άλλο ενθουσιάζων τους εταίρους. Δόξα τω Θεώ, το Έθνος μας ανέστη, ελευθερώνεται, δεν είναι ψέμμα’.
Υπό γενικό αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη πολέμησαν πολλοί Λευκαδίτες με ομαδάρχη τον ηρωικό Μάρκο Γκίλλη που πολέμησε και στο Καρπενήσι και στην πολιορκία του Αιτωλικού το 1823. Αλλά και στη θάλασσα έδωσαν δείγματα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ένα λευκαδίτικο πλοίο με κυβερνήτες τον Παύλο Λαμπρινό και Χριστ. Καββαδά και με πλήρωμα 17 Λευκαδίτες ενίσχυσαν τις ελληνικές δυνάμεις που δρούσαν στη Βόρεια Ακαρνανία.
Μετά την μάχη του Πέτα πολλοί Λευκαδίτες κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι. Στη μάχη του Αετού 10-8-1822 60 Έλληνες αντιμετώπισαν 3000 Αλβανούς υπό τον Κιουταχή και τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. Διακρίθηκε κοντά στο Θεόδ. Γρίβα ο Λευκαδίτης Στάθης Κατσαρός, που θα γίνει στη συνέχεια αρχηγός της φρουράς του Μαυροκορδάτου και θα αιχμαλωτιστεί το 1825 στη Σφακτηρία από τους Άραβες του Ιμπραήμ.
Όταν ο Ιμπραήμ έφθασε στη Μεσσηνία, ο Πέτρος Σικιελιανός με άλλους συμπατριώτες αγωνίστηκαν στη φρουρά της Μεθώνης εναντίον των Αιγυπτίων.
Στο Μεσολόγγι, τόσο στην πρώτη πολιορκία, όσο και στη δεύτερη βρέθηκαν κλεισμένοι να αγωνίζονται με αυτοθυσία πολλοί Λευκαδίτες. Ανάμεσά τους οι πιο γνωστοί ηγήτορες, ο Πέτρος Σικελιανός, ο Θεοφύλακτος Ψιλιανός και ο Πέτρος Στεφανίτσης.
Δίπλα στο ‘γιο της καλογριάς’ στην Ακρόπολη, στη Σαλαμίνα, στο Φάληρο αγωνίζονται χωρίς καθόλου να υπολείπονται σε ηρωϊσμό και αυτοθυσία ο Παπά-Γιάννης Σούνδιας, ο Μάρκος Γκίλλης, ο Ευστάθιος Κατσαρός και ο Πέτρος Στεφανίτσης. Μέσα στην Ακρόπολη υπό τον Παπά-Γιάννη Σούνδια, αγωνίζονται από το 1825 γενναία παλικάρια και απ’ έξω ενισχύει τη φρουρά με πολλούς κινδύνους ο Ευστάθιος Κοντυλάτος Κατσαρός επικεφαλής πολλών Επτανησίων. Ο γιατρός Πέτρος Στεφανίτσης το 1826 ήταν αρχηγός του τμήματος των Επτανησίων που έστειλε ο Καραϊσκάκης από τη Σαλαμίνα στην Ακρόπολη για να βοηθήσουν τους πολιορκούμενους.
Πολλοί πολέμησαν και σκοτώθηκαν στο Νιόκαστρο, στο Μανιάκι και στην Τρίπολη. Από τους αγωνιστές του 21 γνωρίζουμε όσων τα ονόματα έχουν διασωθεί σε καταλόγους και επιστολές.
Ασπρογέρακας Ιωάννης από τα Ασπρογερακάτα Σφακιωτών. Πήρε μέρος στον αγώνα κι αυτός και πολλά μέλη της οικογένειάς του. Πολέμησε στο Μεσολόγγι και σκοτώθηκε το 1825 πολεμώντας στο Κρεμμύδι κατά του Ιμπραήμ.
Γκίλλης Μάρκος, από διακεκριμένη οικογένεια, γιος του Άγγελου Γκίλλη ‘έφορου των Κριτηρίων’ (Δικαστηρίων). Πολέμησε δίπλα στο Μάρκο Μπότσαρη μαζί με άλλους 20 συμπατριώτες κι ήταν μαζί του στο Καρπενήσι όπου ο ήρωας σκοτώθηκε. Ήταν στη φρουρά του Μεσολογγίου στην πρώτη πολιορκία. Πήρε μέρος στην πολιορκία του Αιτωλικού και υπό τον Κίτσο Τζαβέλα ήταν ανάμεσα στους ηρωικούς αγωνιστές στο νησάκι Ντολμά στο Μεσολόγγι. Ο Τζαβελας αναφέρει ‘…εις μάχην έφιππος εκινδύνευσε την ζωήν του και έχασε το άτι του…’. Το 1829 ανακηρύχθηκε τιμητικά πολίτης του Μεσολογγίου.
Πάλμος Ευστάθιος. Κατά την εξέγερση των χωρικών ο πατέρας του, Βασίλειος Πάλμος, ήταν από τους πρόκριτους του Πόρου που καταδικάστηκαν από τους Άγγλους για τη δράση του. Ο Σταθάκης κατάφερε να ξεφύγει και να καταφύγει στην Πωγωνιά. Κατατάχτηκε στο μπουλούκι του Θ. Γρίβα, που τον εκτιμούσε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του και πάντα τον συμβουλευόταν. Άντρας ψηλός, γεροδεμένος και ατρόμητος έφθασε μέχρι τη Βηρυττό.
Σικελιανός Πέτρος, αδελφός του Φιλικού Μιχαήλ Σικελιανού. Ευγενική και ηρωϊκή μορφή. Ο Γ. Τζόγκας αρχηγός στο Μεσολόγγι το 1823 αναφέρει γι’ αυτόν ‘γενναίο και φιλογενές αρχοντόπουλο της Αγίας Μαύρας, ο οποίος από φιλογένειαν και από πατριωτισμόν εξ αρχής του παρόντος Ιερού αγώνος αφήσας και καταφρονήσας όλην του την ησυχίαν…έτρεξε με όλην του την προθυμίαν και πατριωτισμόν και επαρρησιάσθη …βάζοντας πολλάκις τον εαυτόν του σε κίνδυνον δια την αγάπην της πατρίδος’. Και ο Στρατηγός Βαγγέλης Πανάς γράφει: ‘…εις Μεθώνην εστάθη μαζί με τους στρατιώτας του μέσα εις το φρούριον με ανδρείαν και γενναιότητα…’. Στις 25 Ιουλίου1825 ο ήρωας βρήκε τη θέση του στο πάνθεον των ηρώων στο Μεσολόγγι, σε μια έξοδο των αμυνομένων.
Σταύρακας Απόστολος (Πανάδας, από το όνομα του πατέρα του Πάνος) από την Καρυά. Καταγόταν από οικογένεια που πρωτοστατούσε στις πολιτικές κινήσεις της εποχής. Μαζί με το Θωμά Χαλικιά στάθηκε πρωταρχηγός της εξεγέρσεως των αγροτών της Λευκάδας το 1819. Με την κήρυξη της επανάστασης, επικηρυγμένος και καταδιωκόμενος από τους Άγγλους, κατέφυγε στη Μολδοβλαχία, όπου αγωνίστηκε με απαράμιλλο ηρωϊσμό ως αρχηγός 150 ανδρών.
‘Μόνη η γενναιότης συνώδευεν αυτούς τους άνδρας, μη ευρόντες, ως ήλπιζον, μηδέν των αναγκαίων εις τον δρόμον του Ιασίου προς περίθαλψιν παραμικράν του εαυτού των.’
‘Εκεί ως Έλληνες μεν τίμιοι και πατριώται, ωρκίσθησαν εκ νέου αυτοί τε και οι έτεροι οπλαρχηγοί Δαγγλιόστρος, Μαγκλέρος και Απόστολος Σταύρακας, ίνα επιμείνωσι και αποθάνωσι πολεμούντες. Ως χριστιανοί δε πιστοί, αμέσως εκοινώνησαν του αγίου άρτου, και ούτω παρεσκευάσθησαν εις το υπέρ πίστεως και πατρίδος μαρτύριον.
Οι αντίπαλοι με αρχηγό τον Κεχαγιά-βεγή με 2000 πεζούς και 6 τηλεβόλα αδυνατούν να καταβάλουν την ορμή των αποφασισμένων ελλήνων.. ‘οι Γραικοί αφοσιώσαντες εξ’ αρχής τον εαυτόν των εις τον θάνατον δια την πατρίδα και δια την τιμήν του Ελληνικού ονόματος δεν κατεπλήσσοντο από κανέναν κίνδυνον, αλλ’ όντες όλοι τετρακόσιοι ογδοήκοντα και πέντε, ωρκίσθησαν τότε μεταξύ των να αποθάνωσιν ενδόξως. Ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης μάλιστα και ο Λευκάδιος Απόστολος, αφού διέταξεν εις τα οχυρώματά των τους στρατιώτας, διαβάντες εις την αντικρύ όχθην, δια να αποχαιρετήσωσι μερικούς φίλους των και παρακινούμενοι από αυτούς να μη αποθάνωσι ματαίως: «Πώς απεκρίθησαν, θέλομεν ιδεί τους ομογενείς μας κάτω εις Γραικίαν, όταν μάθωσιν ότι εστρέψαμεν τα νώτα εις τον Τούρκον;» Αυτά ειπόντες απεχαιρέτησαν τους φίλους δακρύοντες, διέβησαν εις το πέραν και εμβάντες φαιδροί εις τα οχυρώματά των ήρχισαν την μάχην. ‘με τοιαύτην ανδρείαν εμάχοντο οι Γραικοί οκτώ συνεχείς ώρας, εκείμενοι εις τον καύσωνα της ημέρας, πεινώντες και με σταφίδας την πείνα των παρηγορούντες.’
Μετά από οκτάωρη μάχη ο ηρωϊκός νέος σκοτώθηκε στις 17 Ιουνίου 1821.
Σπυριδιώνης ή Σπυριδιωνίδης, Σπύρος Μεταξάς. «Μπουρανέλλος» γέννημα και θρέμμα της πόλεως, εύθυμος χαρακτήρας και πειραχτήριο. Άκουσε κάποιον ξένο να απορεί γιατί στα καλντερίμια των δρόμων της πόλεως έβαζαν πάντα τα πιο χοντρά ποταμοχάλικα έτσι ώστε να σχηματίζεται το γράμμα Χ και έδωκε την εξήγηση, πως έμπαιναν έτσι με το συμβολικό νόημα πως τα πράγματα πάνε ‘χρόνο το χρόνο χείρον χειρότερα’. Με το ευτράπελο του χαρακτήρα του προσέφερε στον αγώνα κάτι περισσότερο από ένα τουφέκι: με τις διηγήσεις και τα ανέκδοτά του, τη σάτυρά του και τους θερμούς του λόγους έδινε το γέλιο και το ξέδομα στους ταλαιπωρημένους συμπολεμιστές του και σε κρίσιμες ώρες το θάρρος και την εγκαρδίωση, όπως στους Μύλους του Ναυπλίου κατά την επιδρομή του Δράμαλη, όταν ‘ο φόβος είχε κόψει πολλών τα ήπατα’. Όταν ο Αλή πασάς πολιορκούσε τη Λευκάδα εργάστηκε για την κατασκευή της προστατευτικής τάφρου, ‘το χαντάκι’. Τότε χρειάστηκε πολλή ξυλεία που ήρθε και από τα άλλα Επτάνησα. Ο Σπυριδιώνης τότε έδωκε τα πορτόφυλλα και το πάτωμα του σπιτιού του. Όταν ελευθερώθηκε το Ναύπλιο ο Σπυριδιώνης μόνιμος φιλοξενούμενος της οικογένειας του Νικηταρά, κατασκεύασε τις πρώτες σφραγίδες όλων των Αρχών.
Όταν το 1825 οι ‘κυβερνητικοί’ έπιασαν τον Κολοκοτρώνη με απάτη και τον εξώρισαν στην Ύδρα, ο Σπυριδιώνης για να σατυρίσει την ευπιστία του ‘Γέρου’ και την δολιότητα των αντιπάλων, διηγήθηκε το μύθο των πιθήκων, που οι κυνηγοί τους πιάνουν με ένα πιθάρι γεμάτο καρύδια, αλλά με στενό στόμιο, που το κρεμούν στα δέντρα: ο πίθηκος χώνει το πόδι του στο στενό στόμιο του πιθαριού και χουφτώνει όσα καρύδια μπορεί, αλλά μετά δεν μπορεί να το βγάλει γιατί η λαιμαργία δεν τον αφήνει να παρατήσει τα καρύδια.
Όπως και πολλοί άλλοι αγωνιστές, καταδιώχτηκε πολύ από την αστυνομία των Βαυαρών που τον εξώρισε στην Αίγινα και τον διέταξε «να μην πατήσει το πόδι του στο χώμα των Αθηνών». Ο Σπυριδιώνης πήγε στην Αίγινα αλλά δεν μπόρεσε να μείνει για πολύ. Φόρεσε λοιπόν ένα ζευγάρι μεγάλα παπούτσια, αφού έβαλε μέσα χώμα αιγινίτικο. Όταν τον έπιασαν διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν πατούσε το χώμα της Αθήνας, όπως είπε, αλλά της Αίγινας.
Όταν ήθελε να σατυρίσει την κατάσταση στην Αθήνα έλεγε:
«Ω Αθήνα, πρώτη χώρα, τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα! που τρεφες τους φιλοσόφους τώρα τρέφεις παλιανθρώπους!» |
Στεφανίτσης Δ. Πέτρος. Πρόθυμος, αφιλοκερδής και ακούραστος γιατρός στο πλευρό των αγωνιζόμενων και ηρωϊκός και ατρόμητος στρατιώτης. «…ο Νότης Βότσαρης τότε, δακτυλοδεικτών τον ιατρόν Πέτρον Στεφανίτσην, είπεν: Ιδού ο αξιώτερος όλων. Αυτός έκαμε όσα δεν εκάμαμεν ημείς όλοι: επολέμα και ιάτρευε’. Πολέμησε στην πρώτη και τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μέσα στο Μεσολόγγι συνδέθηκε φιλικά πολύ με το λόρδο Βύρωνα που του χάρισε την αρχιστρατηγική σπάθα του. Μ’ αυτό το σπαθί στο χέρι αγωνίστηκε ο Στεφανίτσης στην έξοδο. Ακολούθησε κατόπιν τον Καραϊσκάκη στην Αττική και πολέμησε μαζί του κάτω από την Ακρόπολη επικεφαλής των Επτανησίων. Μετά την απελευθέρωση, στενός φίλος του Ιωάννη Καποδίστρια, διωργάνωσε στο Ναύπλιο το πρώτο Νοσοκομείο στην Ελλάδα. Φιλάνθρωπος και υψηλόφρων, ο Στεφανίτσης κληροδότησε την περιουσία του στη Ριζάρειο Σχολή για να σπουδάζουν Λευκαδιτόπουλα.
Ψιλιανός Θεοφύλακτος, από γνωστή ευκατάστατη οικογένεια. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Στο Μεσολόγγι αγωνίστηκε στην πρώτη πολιορκία της πόλεως από τον Ομέρ Βρυώνη, οπότε τραυματίστηκε στο πρόσωπο. Κατά τη δεύτερη πολιορκία αγωνίστηκε υπό το Νότη Μπότσαρη στη ντάπια (προμαχώνα) «τερρίμπιλε» και στην Κλείσοβα, όπου κατά την έξοδο της φρουράς το Μάρτη του 1826 σκοτώθηκε. Οι αρχηγοί του αναφέρουν ότι ‘αριστεύσας πάντοτε και εις πολλάς μάχας πληγωθείς αναδείξας καθ’ όλας ταύτας και καρτερίαν ψυχής και ανδρείαν σώματος και φρόνησιν και προθυμίαν να υποτάσσεται εις τα διαταγάς των ανωτέρων, συνεισφέρων με γενναιότητα και τον τελευταίον του οβολόν…’. Ο Θεοφύλακτος Ψιλιανός ήταν μια από τις ευγενέστερες μορφές των αγωνιστών του 21. Σε επιστολή του στο Μιχάλη Σικελιανό, το φιλικό, όταν του αναγγέλει το θάνατο του αδερφού του Πέτρου Σικελιανού, του γράφει: «εκρίθη εύλογον παρά των οπλαρχηγών να έβγωμεν ένα σώμα …να πέσωμεν εις το εχθρικόν ορδί, ή να διαλυθεί ή να αποθάνωμεν…υπάρχει απόφασις θανάτου…Ζήτω, ζήτω και εκ τρίτου ζήτω, καγώ θάνατον και άργανα εις την πατρίδα να κτυπήσουν…».
Οι ήρωες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό δεν είναι οι μόνοι που αρίστευσαν στον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα. Οι γραμμές αυτού του άρθρου δεν είναι αρκετές για να χωρέσει όλη η γενναιότητα και η λεβεντιά αυτών που με αυτοθυσία και ηρωϊσμό έδωσαν τα πάντα, τα νιάτα, την περιουσία, τη ζωή τους στο Μεγάλο ξεσηκωμό για την ελευθερία. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει και ποτέ η λήθη να μην σκεπάσει τις μορφές τους.
Ουρανία Σ. Σολδάτου
Εκπαιδευτικός
Για το άρθρο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως βασική πηγή πληροφοριών σχεδόν αυτούσιο, το κεφάλαιο: ‘ Η Λευκάδα στην Επανάσταση του 1821’ από το βιβλίο «Η Ιστορία της Νήσου Λευκάδος» του Π.Γ. Ροντογιάννη, τ.Β΄.
(Πηγή: www.kolivas.de)