Stefano Palmos, ο Μεγανησιώτης Ελληνοιταλός που «διδάσκει» παγωτό τα νότια
Ο 40χρονος Stefano Palmos, ιδιοκτήτης του Choco Latte Milano στην λεωφόρου Αλίμου, διαθέτει 33 χρόνια πείρα πάνω στο άθλημα. Τόσα όσα και τα χρόνια επιτυχημένης λειτουργίας της gelateria του θείου του σε προάστιο του Μιλάνου.
ΒΕΡΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΠΑΓΩΤΟ
Είναι τέλη Νοεμβρίου, αλλά εγώ συνεχίζω να πηγαίνω ευλαβικά κάθε Σαββατοκύριακο στο μοντέρνας αισθητικής μαγαζί που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο Jumbo στην λεωφόρο Αλίμου. Για αυθεντικό ιταλικό παγωτό, αλλά όχι μόνο.
Αν το Choco Latte Milano είχε ανοίξει στη Γλυφάδα ή τη Βουλιαγμένη, θα ήταν ήδη αντικείμενο δεκάδων διθυραμβικών αφιερωμάτων σε site και περιοδικά. Όπως αν ο Ελληνοιταλός Stefano (με καταγωγή από Μεγανήσι) δεν είχε γνωρίσει πριν από τρία χρόνια τον έρωτα στο πρόσωπο μιας Ελληνίδας designer επίπλου (σ.σ. το showroom της οποίας είναι επίσης πάνω στη λεωφόρο Αλίμου-εξού και η απρόσμενη επιλογή location) , θα είχε συνεχίσει κανονικά και απρόσκοπτα την καριέρα του στο τμήμα marketing μεγάλου ιταλικού τηλεοπτικού δικτύου.
Χωρίς ποτέ να μπει στην επίπονη διαδικασία του να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στην Ελλάδα της κρίσης, μεταλαμπαδεύοντας την εμπειρία τριών δεκαετιών από το Il Gelatiere, την gelateria του θείου του στο San Donato Milanese, στο ελληνικό κοινό.
Χωρίς να χρειάζεται μονίμως να εξηγεί σε όσους επιχειρηματίες του ζητούν επίμονα τα παγωτά του (σ.σ. μόλις άρχισε να κυκλοφορεί στη πιάτσα το πόσο εξαιρετικά είναι) τη σημασία του να διαθέτεις τον τελειότερο –και πλέον πανακριβό- τεχνολογικό εξοπλισμό, αυτόν που φροντίζει ώστε η θερμοκρασία στα παγωτά (εννοείται ημέρας, που παρασκευάζονται στο εργαστήρι που είναι κάτω από το κατάστημα) να μην ανεβαίνει ή κατεβαίνει πάνω από μισό βαθμό Κελσίου.
Από την μια εκείνος θα είχε αποφύγει να μετατρέψει τη διαδρομή Μιλάνο-Ελ. Βενιζέλος σε Καλλιθέα-Σύνταγμα, αφού ερχόταν και συνεχίζει να έρχεται κάθε Παρασκευή απόγευμα μετά την δουλεία και να επιστρέφει ξημερώματα Δευτέρας.
Από την άλλη όμως εγώ δεν θα είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω το καλύτερο παγωτό της ζωής μου.
Για την ακρίβεια παγωτά, αφού η βιτρίνα περιλαμβάνει δεκάδες εθιστικές γεύσεις. Ξεκινώντας από την πικάντικη cioccolata peperoncino με σοκολάτα, κανέλα και καυτές πιπεριές (δυνατή και αξέχαστη) και συνεχίζοντας με λαχταριστή σοκολάτα γάλακτος, τραγανό biscottino (αυτό που λατρεύει η κόρη μου), φουντούκι (αυτό που λατρεύω εγώ, αφού μου θυμίζει τη γέμιση των ferrero rocher), φιστίκι (στο κανονικό του χρώμα και όχι πράσινο, αφού εδώ δεν χρησιμοποιούν καθόλου χρωστικές) και λοιπά φρουτένια.
Αν και πλέον, μεταξύ μας, δεν διαλέγω εγώ τις γεύσεις. Απλά ζητάω από τον Stefano, όποτε τον βρίσκω εκεί, να μου βάλει ότι θέλει, να με κάνει ‘πειραματόζωο’ σε ότι καινούργιο έχει δημιουργήσει. Όπως συνέβη τελευταία π.χ. με το παγωτό σύκο, ένα φρούτο που σιχαίνομαι και ποτέ δεν έχω δοκιμάσει ή αγοράσει στη ζωή μου, αλλά που -στην παγωμένη εκδοχή του- λάτρεψα και πάντα φροντίζω να έχω ένα μισόκιλο στο ψυγείο.
Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, κάνει τη διαφορά (πέρα από το παγωτό) είναι ότι ο Stefano θέλει πραγματικά να προσφέρει ότι καλύτερο στους πελάτες του. Όταν π.χ. κάποια στιγμή η γεύση του ιταλικού καφέ που έφερνε από Μιλάνο αποδείχθηκε κάπως ξένη για το ελληνικό κοινό, έψαξε και βρήκε τον καλύτερο ελληνικό προμηθευτή, αγόρασε ακόμη καλύτερη μηχανή και πλέον αποτελεί ιδανική στάση και για αυτό. Καθώς επίσης για πρωινό (δοκιμάστε τη focaccia με ντομάτα και mozzarella, τα sandwich ή τα σφολιατοειδή του), γλυκό (από λεμονόπιττα και τάρτα μήλου μέχρι baci di dama και banoffee), fondue σ0κολάτας (τώρα που χειμώνιασε) ή, την προσωπική μου αμαρτία, την τεράστια μπισκοτόπιττα με παγωτό.
Πηγή: Nou Pou