Σχετικά με το παιγνίδι που λέγεται Μπριτζ- του Μάκη Πολίτη

0

Του Μάκη Πολίτη (πηγή: www.webinthecity.gr)

Όταν κάποιοι φίλοι μού πρότειναν να συντάξω ένα κείμενο για το Μπριτζ, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως η αναφορά σ’ ένα παιγνίδι σαν κι αυτό δεν έλκει το ενδιαφέρον αναγνωστών που βρίσκονται έξω από το συγκεκριμένο χώρο του αθλήματος. Εξ’ άλλου δεν είμαι και ο καταλληλότερος. Για παράδειγμα ο συντάκτης spyrosm σ’ αυτήν την ιστοσελίδα είναι πολύ καλύτερος παίκτης από μένα. Ωστόσο σκέφτηκα τι σπουδαία διέξοδο θα μπορούσε να αποτελέσει το παιγνίδι αυτό καθεαυτό για ανθρώπους που έχουν λίγα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες έξω από την καθημερινή βιοπάλη και σπουδή, ειδικά για ανθρώπους νέους που καθημερινά βομβαρδίζονται από τα σκουπίδια του υποπολιτισμού, του «life style» και του «glamour», και ίσως-ίσως από τη μοναξιά που οδηγεί σε επικίνδυνους ατραπούς. Στο κάτω-κάτω το Μπριτζ είναι και παραμένει ένα λαϊκό παιγνίδι, αφού το μόνο που απαιτεί για να παιχτεί είναι μία τράπουλα. Ας είναι… λοιπόν… μιας και δεν είμαι ο ειδήμων ας διηγηθώ πώς οδηγήθηκα στα τουρνουά αυτού του παιγνιδιού.


Ο πρώτος περιβάλλον χώρος που με ενέταξε στην περιπέτεια του πνευματικού αθλητισμού ήταν… τα καφενεία του μικρού μου νησιού. Στην αρχή, απ’ ότι θυμάμαι, εγώ και οι συνομήλικοι μου παίζαμε τάβλι και δηλωτή. Κάποτε όμως είδα εκεί στους ίδιους χώρους τη νέα γενιά να διοργανώνει αγώνες με σκάκι. Ήταν παιδιά που τα πέρναγα περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Έκαναν τη δική τους επανάσταση με το δικό τους χαρακτηριστικό τρόπο. Είχαν μετατρέψει, ήσυχα και αθόρυβα, τους χώρους του τζόγου και του πιοτού σε χώρους προβληματισμού και πνευματικής αγωγής. Έτσι τους προσέγγισα προσεκτικά, όχι με σκοπό να διδάξω ήθος και τρόπο ζωής, αλλά να διδαχθώ απ’ αυτούς. Μελετούσαμε μαζί κάποια περιοδικά με ασκήσεις λογικής και σ’ ένα από αυτά έτυχε να δούμε ένα μπριτζιστικό πρόβλημα. Μας έκανε εντύπωση που το παιγνίδι αυτό είχε συγγένεια με την πρέφα, που στην εποχή της δικής μου εφηβείας οι συμπατριώτες μου την είχαν αναγάγει σε τέχνη με θεωρητικές αναλύσεις. Εδώ όμως είχαμε να κάνουμε με κάτι πιο μεγάλο από τις δικές μας προσεγγίσεις. Κάποτε ένας από αυτά τα παιδιά, ο Παναγιώτης προμηθεύτηκε ένα βιβλίο απ’ όπου μπορέσαμε να πάρουμε μια ιδέα για το πώς παίζεται το μπριτζ. Σχεδόν με τρόμο είδαμε πως και εδώ ίσχυε ότι και για το σκάκι. Ναι, τελικά ήταν κάτι λιγότερο από μιαν επιστήμη αλλά πολύ περισσότερο από ένα παιγνίδι. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο, πρώτα ο Παναγιώτης, κατόπιν ο αδελφός του ο Νίκος, έπειτα ο υποφαινόμενος ανοίξαμε μια πόρτα στον κόσμο των λογικών συνειρμών.
Θα έλεγα πως ανοίξαμε την πόρτα ενός μαγικού κόσμου, ενός κόσμου γεμάτου από συγκινήσεις, εκπλήξεις, επιβεβαιώσεις και διαψεύσεις. Το πρώτο που με δίδαξε αυτή η μαγική διάσταση ήταν ότι το Μπριτζ είναι ένα παιγνίδι που δεν μπορεί να το παίξεις αν δεν έχεις μάθει να συνεργάζεσαι. Και να συνεργάζεσαι πιστά με τον συμπαίκτη χωρίς κουτοπονηριές ή άστοχες εμπνεύσεις της στιγμής. Να δέχεσαι, να στέλνεις, να κωδικοποιείς και να αναλύεις πληροφορίες. Μέσα από το αυστηρό μέτρημα των δεδομένων να διαβάζεις όχι μόνο τα χέρια, αλλά και τα σχέδια των αντιπάλων. Αυτό είναι ότι αξίζει και όχι οι βαθμοί, τα κύπελλα, τα ασημένια έπαθλα και οι τίτλοι στα αγωνιστικά δελτία. Στέκομαι με δέος απέναντι σε σπουδαίους παίκτες, όταν τους ακούω να συμβουλεύουν ως εξής τους αρχαρίους.: «Σημασία δεν έχει η νίκη, αλλά το να ξέρεις ότι έπαιξες καλά ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα».
Και για μένα προσωπικά, σε τι μπορεί να καλύψουν οι νίκες τη ματαιοδοξία μου; Πέρα από μια συλλογή από τενεκέδες και μια ανάμνηση τίποτε άλλο δε μένει. Τα σβήνω όλα φτάνει να παίξω με τους φίλους μου μια τέλεια παρτίδα. Αυτή την παρτίδα που ακόμη δεν έχω παίξει. Που την αναζητώ όπως ο καλλιτέχνης αναζητά την τέλεια φόρμα που θα τον εκφράσει και θα τον ολοκληρώσει.
Αλίμονο στον πνευματικό αθλητή που θα πει « τώρα ξέρω». Ε, λοιπόν αυτός όχι μόνο δεν πρόκειται να μάθει τίποτε περισσότερο, αλλά κι αυτά που έχει κατακτήσει βαθμηδόν θα τα χάσει. Έχει βυθίσει πλέον τον εαυτό του στο μεσαιωνικό τέλμα της δοκησισοφίας. Κάποιοι από το χώρο αυτό είπαν πολύ νωρίς την φράση αυτής της έπαρσης. Και βούλιαξαν. Βούλιαξαν κι απογοητεύτηκαν. Μα τελειώνει ποτέ η γνώση; Τελειώνει ποτέ το ταξίδι της λογικής;
Και τότε τι μένει ή τι κατακτιέται πλήρως; θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Τίποτε κατ’ αυτή την έννοια. Τίποτε κατά τον τρόπο που ρωτάει η πλεονεξία και η κουτή ανυπομονησία μας. Είναι το μίκρεμα της απόστασης, είναι το ταξίδι και όχι η Ιθάκη, όπως λέει ο ποιητής. Είναι η προσέγγιση της γνώσης που κατά τον Πλάτωνα αποτελεί την ανώτατη ηδονή.
Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι, σε μια τέτοια ικανοποίηση σας προσκαλώ, αγαπητοί φίλοι, από αυτό το βήμα, να γίνετε μέτοχοι και συνεχιστές των πνευματικών ηδονών που γνώρισα και γεύτηκα.
Να έχετε ένα όμορφο πρωινό.