«Η μεγάλη περιπέτεια και το μεγάλο θαύμα της ζωής μου» (μέρος 2ο)
Συνεχίζουμε με το 2ο και τελευταίο μέρος της συγκλονιστικής προσωπικής μαρτυρίας του π.Γεράσιμου Κονιδάρη. Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ.
«Η μεγάλη περιπέτεια και το μεγάλο θαύμα της ζωής μου» (μέρος 2ο)
» (…)Συνήλθα μετά από ώρα και το απόγευμα σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, έπαιζα μπάλα με τους στρατιώτες. Σε κάποια στιγμή ανέβηκα τροχάδην τα σκαλοπάτια του ψηλού καμπαναριού και με το κεφάλι μου σήμαινα την καμπάνα. Όλοι φοβήθηκαν ότι θα έπεφτα και θα σκοτωνόμουν. Όμως κατέβηκα ήσυχα και συνέχισα να παίζω μπάλα.
Εκείνη τη νύχτα είδα ένα παράξενο όνειρο και ξύπνησα τρομαγμένος. Είδα ότι με πλησίασε ένας γέροντας καλόγερος, άνοιξε με τα χέρια του το στόμα μου και έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο φίδι, που το πέταξε στο έδαφος. Εκείνο όρμησε κατά πάνω του. Ο καλόγερος το σταύρωσε με το χέρι του και το φίδι χάθηκε. Μου είπε τότε: «Έχεις κι άλλα δύο φίδια μέσα σου. Μη φοβάσαι θα βγουν κι αυτά.»
Το πρωί είπα το όνειρό μου στον πατέρα μου, στον πατέρα Πανάρετο και στην ηγουμένη. Αυτοί μου έδωσαν θάρρος και μου είπαν: «Έχε πίστη στον Άγιο Γεράσιμο κι αυτός θα κάνει το θαύμα του». Από εκείνη τη μέρα ήμουν ήσυχος.
Στις 20 Σεπτεμβρίου την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ευσταθίου, εκκλησιάστηκα ήσυχος και παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία, την οποία τελούσε ο πατήρ Σπυρίδων Λιναρδάτος. Ξαφνικά σε κάποιο σημείο της θείας λειτουργίας με έπιασε μεγάλη ταραχή. Αισθάνθηκα μια τρομερή δύναμη μέσα μου κι έτρεξα βλαστημώντας να σπάσω με το κεφάλι μου τη λάρνακα του Αγίου. Κάποιοι από τους εκκλησιαζόμενους ήρθαν και με κρατούσαν, ενώ εγώ προσπαθούσα να τους ξεφύγω και φώναζα: «Καψάλη θα σε λιώσουμε». Έτρεξαν οι στρατιώτες και με δυσκολία με ξάπλωσαν μπροστά στη λάρνακα του Αγίου και με κρατούσαν. Άρχισα να βλαστημάω και να φωνάζω δυνατά: «Θα σε λιώσουμε Καψάλη. Είμαστε οι δυνατοί του κόσμου. Καψάλη, δεν θα νικήσεις». Έβγαλα πολύ δυνατές φωνές, σαν πληγωμένο θηρίο. Ησύχασα για λίγο και ξαναφώναξα: «Καψάλη, μας έκαψες». Όλο το εκκλησίασμα προσευχόταν γονατιστό κι έλεγαν: « Άγιε, Γεράσιμε, κάνε το θαύμα σου».
Κάποια στιγμή, κι ενώ βρισκόμουν σε μεγάλη ταραχή, αισθάνθηκα να βγαίνει από μέσα μου κάτι σαν φωτιά. Τα παράθυρα της εκκλησίας έτριζαν, σαν να γινόταν μεγάλος σεισμός. Είδα τότε μια πυκνή δέσμη μαύρου καπνού να πηγαίνει προς το παράθυρο, που ήταν πάνω από το αναλόγιο. Το παράθυρο έσπασε σε χίλια κομμάτια, τα καντήλια της εκκλησίας πήγαιναν πέρα δώθε λες και κάποιο αόρατο χέρι τα κουνούσε με δύναμη. Τα δε καμπανάκια που βρίσκονται στη βάση της λάρνακας πάνω από τον τάφο του Αγίου, κουδούνιζαν μόνα τους. Μετά έπεσα λιπόθυμος.
Η θεία λειτουργία γινόταν με δυσκολία. Όταν ο πατήρ Σπυρίδωνας Λιναρδάτος που λειτουργούσε, είπε το «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» αισθάνθηκα μια απαλή, γλυκιά δύναμη να με σηκώνει και να με πηγαίνει προς τον ιερέα που κρατούσε το άγιο ποτήρι. Τότε ο πατήρ Σπυρίδων μου είπε: «Έλα, Γεράσιμε να σε κοινωνήσω.» Αφού κοινώνησα αισθάνθηκα σαν να αναγεννήθηκα, σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος. Το θαύμα είχε γίνει. Το εκκλησίασμα δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και τον Άγιο Γεράσιμο. Ο πατήρ Σπυρίδων μετά το «δι’ ευχών» είπε στο εκκλησίασμα. «Θα διαβάσουμε την παράκληση και θα ψάλλουμε τους χαιρετισμούς του Αγίου μας, για να τον ευχαριστήσουμε, που έκανε καλά τον Γεράσιμο».
Η είδηση για το θαύμα μεταδόθηκε σε όλη την Κεφαλλονιά. Ο τότε μητροπολίτης Κεφαλληνίας, μακαριστός Γερμανός Ρουμπάνης με τον μακαριστό ιεροκήρυκα Ιερόθεο Βουή , τον μετέπειτα μητροπολίτη Κεφαλληνίας, με τον Δήμαρχο Αργοστολίου, με δυο ιερείς και τρεις λαϊκούς, ήρθαν στο μοναστήρι. Ο μητροπολίτης κάλεσε τους ιερείς της μονής, την ηγουμένη Θεονύμφη, κάποιες άλλες μοναχές και μερικούς λαϊκούς, που ήταν παρόντες στην εκκλησία την ώρα που έγινε σε μένα το θαύμα του Αγίου Γερασίμου, να του διηγηθούν όσα είδαν και άκουσαν. Συνέταξε συνοπτική έκθεση του θαύματος και την υπέγραψαν. Το θαύμα αυτό του Αγίου Γερασίμου, που έγινε σε μένα το δημοσίευσαν οι εφημερίδες: «Πελοπόννησος» Πατρών, τα περιοδικά «Σπίθα» και «Σταυρός’ και κάποια Αθηναϊκή εφημερίδα, το όνομα της οποίας δεν θυμάμαι.
Πολλοί Κεφαλλονίτες έρχονταν τότε στο μοναστήρι, άλλοι μόνοι τους, κυρίως νέοι, άλλοι με τις οικογένειές τους για να δουν και να μιλήσουν με τον θεραπευμένο πλέον Γεράσιμο και να μάθουν από τις μοναχές, από τους ιερείς και από όσους βρισκόταν στην εκκλησία την ώρα του θαύματος, λεπτομερώς πώς συνέβηκε.
Όταν το νέο για τη θεραπεία μου, έφτασε στο Μεγανήσι, η χαρά του κόσμου ήταν απερίγραπτη. Όλοι δοξολογούσαν τον Θεό κι ευχαριστούσαν με δάκρυα τον Άγιο της Κεφαλλονιάς.
Οι Μεγανησιώτες πάντα ευλαβούντο τον Άγιο Γεράσιμο. Μετά όμως από τα θαύμα της θεραπείας μου, ανέπτυξαν μια δυνατότερη αγαπητική και ευλαβική σχέση μαζί του. Γι’ αυτούς ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ο Άγιός τους.
Μέχρι τότε δεν είχαν πρόσβαση στην Κεφαλλονιά, αφού την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν συγκοινωνίες. Από τότε όμως και μέχρι το 1984 οργανώθηκαν διαφορετικά. Κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, ημέρα της κοιμήσεως της Θεοτόκου, ξεκινούσαν χαράματα τα καϊκια για την Κεφαλλονιά. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά πήγαιναν για να προσκυνήσουν στη χάρη του. Πολλές γυναίκες μαυροφορούσαν. Τα καϊκια γέμιζαν ασφυκτικά, παρά τον συγκεκριμένο αριθμό επιβατών που καθόριζε το λιμεναρχείο. Καθένας έφερνε μαζί του μια κουβέρτα. Τυλίγονταν με τις κουβέρτες τους και ξάπλωναν στο κατάστρωμα ο ένας δίπλα στον άλλο. Στα καϊκια δεν χωρούσε να ρίξεις βελόνι. Τόσοι πολλοί έμπαιναν! Όταν εμφανιζόταν το πλοίο του Λιμεναρχείου κρύβονταν οι μισοί στο αμπάρι και συνέχιζαν. Κανείς δεν φοβόταν, παρά την ανοιχτή θάλασσα και τα μικρά καϊκια. Ήταν πεπεισμένοι ότι ο Άγιος δεν θα άφηνε να τους συμβεί κανένα κακό. Έφταναν μετά από κάμποσες ώρες στο λιμάνι της Σάμης. Από εκεί, με ότι τροχοφόρο έβρισκαν, ανέβαιναν στο οροπέδιο των Ομαλών, που βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Πολλοί πήγαιναν με τα πόδια. Προσκυνούσαν το ιερό σκήνωμα του Αγίου, και παρακολουθούσαν τον εσπερινό, την ολονύκτια ακολουθία και την άλλη μέρα στις 16 Αυγούστου την πανηγυρική θεία λειτουργία που γίνονταν προς τιμή του Αγίου.
Ακολουθούσαν την λιτανεία του ιερού σκηνώματος, από την εκκλησία μέχρι τον πλάτανο του Αγίου και το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, κατηφόριζαν στη Σάμη. Επέστρεφαν στο Μεγανήσι τα μεσάνυχτα, γεμάτοι θεία ικανοποίηση κι εύχονταν μεταξύ τους «και του χρόνου να μας αξιώσει να ξαναπάμε στη χάρη του». Αυτή η υπέροχη γιορτή, αυτό το θαυμάσιο πανηγύρι σταμάτησε το 1984, όταν πια τα καϊκια παροπλίστηκαν και οι συγκοινωνίες άρχισαν να γίνονται με φέρυ-μπωτ. Ποτέ όμως οι Μεγανησιώτες δεν σταμάτησαν να πηγαίνουν στη γιορτή του Αγίου Γερασίμου , μέχρι σήμερα.
Μετά τη θεραπεία μου θέλησα να επιστρέψω στο γυμνάσιο και να τελειώσω την όγδοη τάξη. Διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα. Η φρικτή μου περιπέτεια και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του κεφαλιού, μου είχαν αφήσει φρικτούς πονοκεφάλους και ιλίγγους.
Έμεινα στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου ενάμισι χρόνο συνεχώς. Για άλλους έξι μήνες πηγαινοερχόμουν μεταξύ Κεφαλλονιάς και Μεγανησίου.
Είχε περάσει ένας χρόνος από τη θεραπεία μου και βρισκόμουν στο μοναστήρι του Αγίου. Λίγο πριν αρχίσει ο εσπερινός συζητούσα με τον πατέρα Πανάρετο. Ήρθε τότε προς το μέρος μας ένας ασθενής, που τον υποβάσταζαν δυο νέοι άνδρες. Ήταν καλοντυμένος με κουστούμι και γραβάτα και ήταν τα πόδια του δεμένα με αλυσίδα. Στάθηκε μπροστά μου και φτύνοντάς με στο πρόσωπο, μου είπε: «Προδότη, εσύ θα παντρευτείς και θα γίνεις παπάς, αλλά θα σου κάνουμε πολλά κακά στη ζωή σου».
Μετά από λίγες ημέρες ήρθε από την Αμερική στο μοναστήρι, για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεράσιμο, ο πρόεδρος του συλλόγου «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής», της Νέα Υόρκης . Γνωριστήκαμε και συζητώντας του αποκάλυψα τον νεανικό μου πόθο να σπουδάσω Θεολογία, να χειροτονηθώ ιερομόναχος και να πάω ιεραπόστολος στην Αφρική. Συναντούσα όμως πολλά εμπόδια προκειμένου να πραγματοποιήσω τον πόθο μου αυτόν. Γι’ αυτό του εκμυστηρεύτηκα ότι θα ήθελα να σπουδάσω στην Αμερική. Ο πρόεδρος χάρηκε και μου είπε: «Σε λίγες μέρες επιστρέφω στην Αμερική. Θα συνεννοηθώ με το προεδρείο του συλλόγου και θα σου γράψω. Όταν θα έρθεις όλα τα έξοδα θα είναι δικά μας.»
Ήμουν ακόμη στο μοναστήρι, όταν η επιστολή του έφτασε στο Κατωμέρι. Την πήρε και την διάβασε ο πατέρας μου. Ο πρόεδρος στην επιστολή του έγραφε ότι είχε κανονίσει τα πάντα και περίμενε την καταφατική μου απάντηση, για να μου κάνει πρόσκληση για την Αμερική. Πολύ στενοχωρημένος ο πατέρας μου και εντελώς αντίθετος στα δικά μου σχέδια, παρέδωσε την επιστολή στον μακαριστό Μητροπολίτη Λευκάδος Δωρόθεο.
Όταν επέστρεψα στο Κατωμέρι, κανείς δεν μου είπε απολύτως τίποτε για την επιστολή. Την άλλη μέρα πήγα στην πόλη να υποβάλλω τα προσκυνήματά μου και να πάρω την ευλογία του Δεσπότη μας. Μπαίνοντας στο γραφείο του, ο μακαριστός Δωρόθεος άρχισε να μου φωνάζει έντονα και να μου λέει, ανεμίζοντάς μου την επιστολή, την οποία εγώ δεν γνώριζα, «Τι είναι όλα αυτά που σκαρώνεις; Κατάλαβέ το καλά, χώστο καλά στο μυαλό σου, στην άκρη του κόσμου να πας, θα σε φέρω πίσω με χειροπέδες και συνοδεία χωροφύλακα. Δε σκέφτεσαι μωρέ ανόητε τους γονείς σου, που πικράθηκαν τόσο πολύ από την περιπέτειά σου; Ξέχασες τον πατέρα σου που λίγο έλειψε να του στρίψει το μυαλό, της μάνας σου τα δάκρυα και τις λιποθυμίες. Μωρέ η μάνα σου τάχτηκε να πηγαίνει ξυπόλυτη από τη Σάμη της Κεφαλλονιάς στον Άγιο. Ένα σε έχουν κι εσύ θέλεις να τους εγκαταλείψεις. Βάλτο καλά στο μυαλό σου, θα παντρευτείς και θα σε χειροτονήσω κληρικό για τη μητρόπολή μας. Και φύγε από μπροστά μου». Εγώ έμεινα εμβρόντητος κι έφυγα πολύ στενοχωρημένος.
Κάποια άλλη φορά ήρθε να προσκυνήσει τον Άγιο Γεράσιμο ένας Κεφαλλονίτης μοναχός, που μόναζε στη μονή Διονυσίου, στο Άγιον Όρος. Γνωριστήκαμε, συζητούσαμε και του ζήτησα να με πάρει μαζί του στο Άγιον Όρος για να γίνω μοναχός. Συμφωνήσαμε να μείνουμε λίγες μέρες στο Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς, που δεν υπήρχε ιερέας, για να το σκεφτώ καλύτερα. Εκεί αυτός έψαλλε καθημερινά στην εκκλησία του χωριού κι εγώ διακονούσα. Μια μέρα κι ενώ βρισκόμασταν μέσα στην εκκλησία χτύπησε η πόρτα. Χωρίς να γνωρίζω τίποτε, σαν κάτι να άστραψε στο μυαλό μου. Ήμουν βέβαιος ότι ήταν ο πατέρας μου και σαν σε κινηματογραφική ταινία είδα όλα, όσα έγιναν και τον ανάγκασαν να βρίσκεται εκεί. Άνοιξα την πόρτα στενοχωρημένος και πράγματι βρέθηκε μπροστά μου. Τι ακριβώς είχε γίνει; Το διάστημα που έμενα στο μοναστήρι , ο πατέρας μου μού έστελνε κάθε μήνα χρηματική επιταγή. Έφυγα εγώ από το μοναστήρι με τον Διονυσιάτη καλόγερο και την επόμενη μέρα πήγε στο μοναστήρι η επιταγή από τον πατέρα μου. Η ηγουμένη του έστειλε πίσω την επιταγή και τον ενημέρωσε ότι είχα φύγει. Όταν ο πατέρας μου έλαβε το γράμμα της ηγουμένης, αναστατωμένος, ναύλωσε αμέσως καϊκι και ήρθε στην Κεφαλλονιά για να με βρει. Ανέβηκε στο μοναστήρι και ρωτούσε για μένα. Μια από τις μοναχές είχε ακούσει από κάποια ανιψιά της, ότι βρισκόμουν στο Φισκάρδο και ήρθε εκεί να με βρει. Με κατάκαιγε ο πόθος του Θεού, αλλά δεν μπορούσα να μένω ασυγκίνητος και στις επιθυμίες των γονιών μου. Γυρίσαμε λοιπόν και οι δυο στο Κατωμέρι.
Το 1952 ο μακαριστός Μητροπολίτης Δωρόθεος με έστειλε στο εκκλησιαστικό φροντιστήριο Βελλάς Ιωαννίνων. Επειδή δεν είχα κάνει την στρατιωτική μου θητεία, πήρε έγγραφη άδεια από τον τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να γίνω δεκτός στη σχολή Βελλάς. Με συμβούλευσε δε τα εξής: «Πάρε τα πράγματά σου, πήγαινε στο φροντιστήριο, άφησέ τα έξω από την πόρτα του γραφείου του Διευθυντή (Νικόλαος Παπαδόπουλος λεγόταν), μπες μέσα, χαιρέτισέ τον και πες του ότι, με έστειλε ο Δεσπότης Λευκάδος και Ιθάκης για να με δεχτείτε. Αν αντιδράσει, πες του ότι ο Δεσπότης μου είπε, να μη φύγω, να μείνω εδώ, ώσπου να με δεχτείτε».
Όταν πήγα στο εκκλησιαστικό φροντιστήριο Βελλάς και παρουσιάστηκα στο Διευθυντή, εκείνος αντέδρασε δικαιολογημένα, επειδή ο νόμος όριζε να δέχονται μόνο όσους είχαν τελειώσει τη στρατιωτική τους θητεία . Τελικά όμως με δέχτηκε και ήμουν, όπως με φώναζαν όλοι, ο Βενιαμίν της σχολής. Τελείωσα το εκκλησιαστικό φροντιστήριο το 1953.
Το 1954 με κάλεσαν με ατομική πρόσκληση, να υπηρετήσω την στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος αξιωματικός στο στρατόπεδο Κορίνθου. Κάποια μέρα που κάναμε άσκηση με αληθινά πυρά και οι σφαίρες περνούσαν δυο μέτρα πάνω από το κεφάλι μας, χτύπησε μια σφαίρα στο παγούρι μου, εξασθένησε η δύναμή της στο νερό κι έμεινε στο παγούρι . Διαφορετικά θα με είχε σκοτώσει. Από όλο το σύνταγμα κανείς άλλος δεν είχε πάθει το παραμικρό. Αναρωτιέμαι λοιπόν. Μήπως αυτό ήταν το πρώτο από τα κακά που μου είχε προαναγγείλει εκείνος ο άρρωστος , στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου; Ευχαρίστησα τον Θεό και τον Άγιο Γεράσιμο για τη σωτηρία μου.
Αργότερα πέρασα στη σχολή εφέδρων αξιωματικών στο σώμα μεταφορών και εφοδιασμού στρατιωτικού υλικού, που ήταν στο στρατόπεδο του Ρουφ, στην Αθήνα. Κάποια μέρα κάναμε άσκηση από το πρωί ως το απόγευμα. Τελειώνοντας κι ενώ ήμασταν κατακουρασμένοι, μας έκαναν ένα απάνθρωπο και βάρβαρο καψόνι. Τόσο βάρβαρο ώστε άλλοι σπουδαστές έπεφταν λιπόθυμοι κι άλλοι ξερνούσαν. Εμένα με έπιασε δυνατός ίλιγγος και πολύ δυνατός πονοκέφαλος. Αμέσως με μετέφεραν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Νοσηλεύτηκα σαράντα πέντε ημέρες. Ο αξιωματικός που μας υπέβαλε το καψόνι, τιμωρήθηκε με είκοσι μέρες περιορισμό εντός του στρατοπέδου.
Προτού γίνει το καψόνι είχε προγραμματιστεί να κάνουμε άσκηση στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Ελευσίνας, στη ρίψη από αεροπλάνο πολεμικού υλικού σε άγνωστο για εμάς μέρος. Στο αεροπλάνο θα ήταν έξι υποψήφιοι από τη σχολή μας, μεταξύ αυτών κι εγώ και δυο από τη σχολή αεροπορίας. Επειδή ήμουν στο νοσοκομείο, στη θέση μου επήγε άλλος συνάδελφος. Εγώ στενοχωριόμουν πάρα πολύ, που θα έχανα αυτή την άσκηση. Ένα πρωί ήρθαν στο δωμάτιό μου η προϊσταμένη κρατώντας μια εφημερίδα κι ένας γιατρός. Η προϊσταμένη μου έδωσε την εφημερίδα και μου είπε: « Εσύ κάποιον Άγιο έχεις που σε προστατεύει. Διάβασε για το τραγικό δυστύχημα που έγινε». Διαβάζοντας την εφημερίδα, ξέσπασα σε λυγμούς. Τι είχε συμβεί; Όταν έσπρωξαν από το αεροπλάνο τον πρώτο σάκο με τα εφόδια, που ήταν πολύ βαρύς, για να πέσει στο έδαφος , άνοιξε αμέσως το αλεξίπτωτο του σάκου, μπερδεύτηκαν με το αεροπλάνο κι έπεσαν μαζί στο έδαφος. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο αεροπλάνο σκοτώθηκαν.
Από τότε κινδύνευσε πολλές φορές η ζωή μου. Πάντοτε όμως μια αόρατη γλυκιά δύναμη με προστάτευε.
Το διάστημα που ήμουν στο στρατό, ο πατέρας μου με τις ευλογίες του μακαριστού Δεσπότη Δωρόθεου κανόνισε μαζί με τον πατέρα της Ανδρονίκης (αυτό είναι το όνομα της πρεσβυτέρας μου) να με παντρέψουν. Απολύθηκα από τον στρατό και γύρισα στο σπίτι μου, αγνοώντας την όλη υπόθεση. Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι ο πατέρας μου μαζί με τον πατέρα της Ανδρονίκης και μερικούς άλλους συγγενείς. Μπήκαν χαρούμενοι και μου ανακοίνωσαν ότι κανόνισαν να με παντρέψουν και ότι την επόμενη Κυριακή θα γίνονταν οι αρραβώνες. Ένιωσα το έδαφος να φεύγει από τα πόδια μου και τον ουρανό να με πλακώνει. Τα έχασα εντελώς. Όταν συνήλθα, από το απροσδόκητο νέο, είπα στον πατέρα της Ανδρονίκης: «Έχεις καλή κόρη και θα βρεις καλύτερο γαμπρό να την παντρέψεις. Εγώ δεν παντρεύομαι». Απευθυνόμενος στον πατέρα μου του είπα: «Έκανες πολύ κακό. Εσύ ξέρεις το όνειρό μου».
Έφυγα αμέσως από το σπίτι και πήγα στην περιοχή του αγίου Ηλία, που είχαμε κάποιο χωράφι. Κάθισα και έκανα σκέψεις για τη ζωή μου. Έβλεπα τα όνειρά μου να συντρίβονται. Πηγαινοερχόμουν στο χωράφι κι έλεγα στον εαυτό μου: « Εσύ θα παντρευτείς; Πώς σε έκαναν έτσι; Πού είναι η δύναμή σου; Πώς θα μπορέσεις να ξεπεράσεις όλα αυτά τα εμπόδια που παρουσιάστηκαν στη ζωή σου»; Τότε, στράφηκα στο Θεό. Προσευχήθηκα θερμά να μου αποκαλύψει πιο ήταν το θέλημά του. Μετά την προσευχή μου σκέφτηκα; « Μήπως αυτό είναι το θέλημα του Θεού και γι’ αυτό μου παρουσιάζονται τόσα εμπόδια»; Θυμήθηκα και τα λόγια του άρρωστου άνδρα, που μου είπε, στο μοναστήρι, «προδότη, εσύ θα παντρευτείς και θα γίνεις παπάς». Με βαριά καρδιά αποφάσισα να υποταχτώ. Επέστρεψα στο σπίτι και είπα στον πατέρα μου ότι δέχομαι. Υποτάχτηκα σ’ αυτό που δεν ήθελα. Το 1955 αρραβωνιάστηκα και πέντε μήνες αργότερα παντρεύτηκα την Ανδρονίκη Κατωπόδη του Παναγιώτη. Ο Θεός μας χάρισε μόνο δύο παιδιά, τη Μαυρέττα και τον Ευστάθιο και τρία εγγόνια.
Το 1957 στις 29 Ιουνίου χειροτονήθηκα από τον μακαριστό Μητροπολίτη Δωρόθεο διάκονος. Η χειροτονία μου έγινε στον ιερό ναό Αγίων Αποστόλων Κατωμερίου. Στις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους με χειροτόνησε πρεσβύτερο στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου Κατωχωρίου και ανέλαβα ως εφημέριος την εκεί ενορία. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα ανέλαβα και την ενορία Αγίας Μαρίνας Πόρου. Παραμονές Χριστουγέννων με προφορική εντολή του, ο Μητροπολίτης Δωρόθεος, μου επέτρεψε να τελώ το μυστήριο της ιεράς εξομολόγησης. Τη σχετική ευχή σε πνευματικό, μου τη διάβασε ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικηφόρος. Στο Κατωχώρι και στον Πόρο έμεινα τρία χρόνια.
Ο μακαριστός Δωρόθεος μου έστειλε έγγραφο στις πέντε Μαϊου του 1960, να ετοιμαστώ, γιατί με απέσπασε στην ενορία Αγίου Βησσαρίωνος Βαθέος Μεγανησίου. Έφυγα με πολύ πόνο καρδιάς, γιατί διέκρινα τη μεγάλη λύπη των ενοριτών μου, τους οποίους αγάπησα και από τους οποίους αγαπήθηκα πολύ. Οι ενορίτες μου αυτοί παρακάλεσαν τον τότε Δεσπότη Δωρόθεο να με αφήσει στις ενορίες τους . Τα αιτήματά τους όμως, δεν έγιναν δεκτά.
Στις 10 Μαϊου ανέλαβα την ενορία Αγίου Βησσαρίωνος Βαθέος. Ένιωθα βαθιά ευγνωμοσύνη για τους κατοίκους του Βαθέος και Κατωμερίου, οι οποίοι τόσο πολύ είχαν συμπάσχει μαζί μου, στο διάστημα της ασθένειάς μου και είχαν νηστεύσει και προσευχηθεί για μένα. Υπηρέτησα στην ενορία αυτή σαράντα χρόνια, έχοντας και για δεκατέσσερα χρόνια και την ενορία Αγίων Αποστόλων Κατωμερίου. Κατά διαστήματα, αλλά και για ενάμισι χρόνο συνεχώς είχα και την ενορία Αγίου Γεωργίου Σπαρτοχωρίου.
Στον μακαριστό Δωρόθεο διέκρινα πολλές αρετές από τα μαθητικά μου χρόνια, τις οποίες προσπάθησα να μιμηθώ. Την ημέρα της χειροτονίας μου, μεταξύ των συμβουλών που μου έδωσε μου τόνισε και τα εξής: « Να έχεις θάρρος ενώπιον αρχών και εξουσιών, γιατί ο κληρικός βρίσκεται πιο πάνω από κάθε εγκόσμια εξουσία. Να έχεις φόβο Θεού, να αγαπάς τους ενορίτες σου περισσότερο από την οικογένειά σου, γιατί αυτοί είναι τα πνευματικά σου παιδιά, που ο Θεός τα κρέμασε στο λαιμό σου από σήμερα. Έχεις καθήκον ένα ένα να τα πιάνεις από το χέρι και να τα οδηγείς στη βασιλεία των ουρανών. Θα δώσεις λόγο γι’ αυτά ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού.»
Ο μακαριστός Νικηφόρος, ο οποίος διαδέχτηκε τον μακαριστό Δωρόθεο στον μητροπολιτικό θρόνο της Λευκάδας και Ιθάκης, με ενέπνευσε από τα μαθητικά μου χρόνια λόγω της ταπείνωσης, της απλότητας και της αγάπης του προς όλους. Με παρότρυνε να μην πικράνω κανέναν, αλλά ποτέ να μην υποχωρήσω σε ότι δεν είναι ηθικό και σύμφωνο με την ιερά παράδοση της εκκλησίας μας.
Για την πνευματική μου προσφορά στην εκκλησία , σαράντα τρία χρόνια εφημέριος και πενήντα πέντε χρόνια εξομολόγος, δεν θα αναφέρω τίποτε. Θα αναφέρω μόνο ότι με τη συμπαράσταση των επιτρόπων και τη συνδρομή των ενοριτών, ανακαινίστηκαν όλες οι εκκλησίες των ενοριών στις οποίες υπηρέτησα.
Στο Βαθύ οικοδομήσαμε το εκκλησάκι της Παναγίας Ελεούσας και το εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου. Εμπνευστής και κύριος δωρητής για την κατασκευή αυτών των εκκλησιών ήταν ο συνταγματάρχης Αναστάσιος Πολίτης.
Στο Κατωμέρι οικοδομήσαμε τα εκκλησάκια του Αγίου Γερασίμου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Και τα τέσσερα αυτά εκκλησάκια έχουν τέμπλο με δεσποτικές εικόνες, αγιογραφημένες στο Άγιον Όρος και όλα τα ιερά σκεύη για την τέλεση της θείας λειτουργίας.
Συνταξιοδοτήθηκα το 2000 λόγω σοβαρής καρδιοπάθειας. Απαλλαγμένος από τα ενοριακά μου καθήκοντα και έχοντας πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, έκανα αυστηρή αυτοκριτική της όλης εφημεριακής μου ζωής, για να διαπιστώσω, αν ήταν κατά Θεόν ή κατά κόσμον. Έθεσα πολλά ερωτήματα στον εαυτό μου. Θα αναφέρω μερικά από αυτά:
1) Παρουσίαζα τον Κύριο και τον λόγο του στους ενορίτες μου ή ήταν προβολή δικού μου λόγου και δικού μου θελήματος;
2) Στους ενορίτες μου, που υπέφεραν σωματικά και ψυχικά παρουσίαζα τον αιματοβαμμένο σταυρό του Κυρίου, στον οποίον ανέβηκε για τη σωτηρία του κόσμου, με συντριβή και ταπείνωση; Ή προχωρούσα εγώ μπροστά και πίσω ήταν ο σταυρός του;
3) Στάθηκα με πόνο ψυχής και μέτρησα τις σταλαγματιές από το αίμα της καρδιάς του Εσταυρωμένου Κυρίου μας, οι οποίες καθαρίζουν τις ψυχές των αμαρτωλών;
4) Ένιωσα ποτέ στο κεφάλι μου τον αγκάθινο στέφανο του Κυρίου, με πόνο ψυχής και συντριβή καρδιάς;
5) Είδα με δέος τα χέρια και τα πόδια του, τα παραδομένα στα καρφιά και ολόκληρο τον εαυτό του παραδομένο στη χλεύη και στην περιφρόνηση του κόσμου;
6) Με συνέτριψε , καθώς διάβαζα το ευαγγέλιο, η κραυγή του «Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες»;
7) Έπεσα ποτέ πρηνής μπροστά στον Εσταυρωμένο Κύριό μας και ταπεινώθηκα μπροστά στην άκρα ταπείνωσή του; Μήπως ύψωσα αλαζονικά το κεφάλι , νομίζοντας ότι τα έλεγα και τα έκανα όλα καλά;
8) Με τρομάζει το γεγονός των εβδομήκοντα μαθητών. Ο Κύριος τους έστειλε να κηρύξουν τον λόγο του και να θεραπεύσουν ασθενείς. Όταν επέστρεψαν του απολογήθηκαν ότι, εκήρυξαν τον λόγο του, θεράπευσαν ασθενείς και ανέστησαν νεκρούς. Και ο Κύριος τους είπε: «Πηγαίνετε, ουκ οίδα υμάς». Φοβερός ο λόγος αυτός του Κυρίου. Αναρωτιέμαι μήπως είμαι κι εγώ ένας από αυτούς.
Χωρίς να ταπεινολογώ η συνείδησή μου δεν μου έδωσε θετικές απαντήσεις στα ερωτήματά μου αυτά.
Ο Μητροπολίτης μας Λευκάδος και Ιθάκης κύριος Θεόφιλος, στην εορτή του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, στις 12 Νοεμβρίου 2010, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, στην οποία προϊστατο, στον ιερό ναό της Παναγίας των Ξένων, μου έδωσε έπαινο , γραμμένο σε περγαμηνή, για την προσφορά μου στην εκκλησία. Μήπως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας με επαίνεσε λόγω της αγάπης και της καλοσύνης του; Δεν ξέρω αν άξιζα τον έπαινο. Ζητώ το έλεος του Κυρίου.
Θα ήταν μεγάλη παράληψη από μέρους μου να μην πω λίγα λόγια για την πρεσβυτέρα μου. Από όταν χειροτονήθηκα διάκονος και δίχως δική μου προτροπή, εγκατέλειψε τον κοσμικό τρόπο ντυσίματος. Έκτοτε ντύνεται σεμνά, πάντα με ρούχα σκούρου χρώματος και χωρίς κοσμικό πνεύμα. Σαν σύζυγοι δεν συγκρουσθήκαμε ποτέ μεταξύ μας, ούτε και με άλλον άνθρωπο ήρθε ποτέ σε σύγκρουση. Ουδέποτε μίλησε και ουδέποτε πίκρανε άνθρωπο. Έδειχνε πάντα την απλότητά της και έδινε αγάπη σε όλους. Η ταπείνωση και το μόνιμο χαμόγελο είναι τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματά της.
Δοξάζω από την καρδιά μου τον Άγιο Θεό που στη ζωή μου με προστάτεψε από πολλές άλλες περιπέτειες. Ευχαριστώ τον Άγιο Γεράσιμο που μου χάρισε την υγεία μου και με απάλλαξε από τη φοβερότερη περιπέτεια της ζωής μου. Δοξάζω τον Θεό γιατί η δική μου περιπέτεια έγινε αιτία πολλοί να στερεωθούν στην χριστιανική πίστη. Πολλοί σκεπτικιστές είπαν στο μακαριστό μητροπολίτη Κεφαλληνίας Γερμανό: «Θέλαμε δεν θέλαμε, με αυτά που ακούσαμε και είδαμε, μεταβλήθηκε ο σκεπτικισμός μας και αποφασίσαμε σταθερά να πλησιάσουμε την θρησκεία μας». Ένας δικηγόρος, που από περιέργεια βρισκόταν στον Άγιο τη μέρα της θεραπείας μου, είπε στους ιερείς στην ηγουμένη και σε άλλους προσκυνητές: «Θέλω δε θέλω σε όλη τη ζωή θα είμαι πιστός στην εκκλησία».
Θέλω να βεβαιώσω ότι όσα αναφέρω δεν έχουν την παραμικρή υπερβολή. Τα περιέγραψα όπως έγιναν παραλείποντας πολλά άλλα γεγονότα. Τα έγραψα σε ηλικία 82 ετών στις 5 Οκτωβρίου 2012 με την προτροπή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας Λευκάδος και Ιθάκης κυρίου Θεοφίλου.
Πρωτοπρεσβύτερος, Γεράσιμος Νικολάου Κονιδάρης