«Η μεγάλη περιπέτεια και το μεγάλο θαύμα της ζωής μου» (μέρος 1ο)
Πρόσφατα, στα τέυχη 11 και 12 του περιοδικού «Η Φανερωμένη»: Βηματισμοί από το λόφο της Κυράς, που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες από το Σωματείο φίλων Ι.Μ. Παναγίας Φανερωμένης στην Λευκάδα, δημοσιεύτηκε το αυτοβιογραφικό πόνημα του πατέρα Γεράσιμου Ν. Κονιδάρη (του γνωστού σε όλους μας αξιοσέβαστου παπά-Γεράσιμου, που διακόνησε για δεκαετίες τις ενορίες Βαθέος και Κατωμερίου), με τίτλο «Η μεγάλη περιπέτεια και το μεγάλο θαύμα της ζωής μου». Σε αυτό περιγράφονται για πρώτη φορά και με αρκετές λεπτομέρειες, όχι μόνον ο βίος του πατρός Γερασίμου, αλλά και η συγκλονιστική ιστορία της ίασής του από τον Αγ. Γεράσιμο της Κεφαλλονιάς. Είτε κάποιος είναι πιστός είτε όχι, η αφήγηση αυτή με τις μεταφυσικές της προεκτάσεις θα τον κάνει να επανεξετάσει την σχέση των θείων με την ίαση.
Πήραμε την άδεια από τον ίδιο, όσο και από το περιοδικό της «Φανερωμένης» να αναδημοσιεύσουμε το κείμενο (θα το κάνουμε σε δύο συνέχειες), και τους ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση. Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί, από Μεγανησιώτες και μη.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2012, εορτή του αγίου Βησσαρίωνος, πολιούχου του Μεγανησίου, ήρθε στο Βαθύ και πρωτοστάτησε στη θεία λειτουργία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης, κύριος Θεόφιλος. Για λόγους υγείας δεν παραβρέθηκα στην πανηγυρική θεία λειτουργία. Ο Σεβασμιώτατος όμως Μητροπολίτης μας , με τίμησε ιδαίτερα, ερχόμενος στο σπίτι μου. Μου ζήτησε και με παρότρυνε να διηγηθώ γραπτώς τα γεγονότα της ζωής μου και μάλιστα τη φοβερότερη περιπέτειά μου. Ζητώ τη βοήθεια του Θεού, και ξεκινώ να γράφω με δυσκολία, ξεθάβοντας μνήμες που χρόνια κρατούσα θαμμένες βαθιά μέσα μου.
«Τουτο δε το γένος ουκ εκπορεύσεται
ει μη εν προσευχή και νηστεία.»
Ματθαίου κ΄ιζ στ.21
Γεννήθηκα στο Κατωμέρι Μεγανησίου Λευκάδος, στις 12 Αυγούστου 1930. O πατέρας μου ονομαζόταν Νικόλαος και καταγόταν από τον Πόρο Λευκάδος. Η μάνα μου ονομαζόταν Μαρία Καλλινίκου και καταγόταν από το Κατωμέρι Λευκάδος. Παντρεύτηκαν το 1928 και εγκαταστάθηκαν έκτοτε στο Κατωμέρι. Οι γονείς μου ήταν θρησκευόμενοι άνθρωποι. Εκκλησιάζονταν συνεχώς και κατά διαστήματα κοινωνούσαν. Νήστευαν σε όλες τις καθιερωμένες νηστείες της εκκλησίας μας. Από τη νηστεία δεν εξαιρούσαν κι εμένα. Έτσι από τα μικρά μου χρόνια μου έδωσαν χριστιανική ανατροφή. Ήμουν ήσυχο παιδί, όμως για τις μικρές αταξίες που έκανα, με τιμωρούσε ο πατέρας μου με μαλώματα και κανένα χαστουκάκι. Η μάνα μου με υπεραγαπούσε, σαν μοναχοπαίδι που ήμουν.
Στον πατέρα μου, που ήταν γεωργός, άρεσε πολύ η τάξη και η δικαοσύνη και προσπαθούσε από τη μικρή μου ηλικία να μου μεταδώσει τις αξίες του και τις καλές του συνήθειες. Φοίτησα στο Δημοτικό σχολείο Κατωμερίου. Πολλές φορές ο δάσκαλός μου κ.. Μπακόλας με συνέχαιρε για την τάξη και την καθαριότητα που υπήρχε στα τετράδια και τα βιβλία μου. Αυτό θύμωνε τους συμμαθητές και φίλους μου, που συνεχώς με φοβέριζαν ότι κάποτε θα μου τα μουτζουρώσουν όλα. Οι γονείς μου είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για μένα, είχαν όνειρα για το μέλλον μου κι αγωνίζονταν ώστε να μη στερούμαι τίποτε. Όταν ήμουν στην Έκτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο σχετικό με ιεραποστόλους. Από τότε γεννήθηκε μέσα μου ο πόθος της ιεραποστολής. Ονειρευόμουν να σπουδάσω θεολογία και να γίνω ιεραπόστολος στην Αφρική.
Σε ηλικία δέκα ετών ο πατέρας μου με πήγε και χειρουργήθηκα στην Πάτρα. Μετά από ένα χρόνο με πήγε και ξαναχειρουργήθηκα. Στη διάρκεια του εμφυλίου, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, χειρουργήθηκα τέσσερις φορές ακόμη. Έκανα συνολικά έξι χειρουργικές επεμβάσεις.
Ένα από τα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου και μου έμεινε αξέχαστο είναι το εξής:
Το καλοκαίρι του 1943 ήρθαν οι Γερμανοί κι εγκαταστάθηκαν στο Βαθύ Μεγανησίου. Το απόγευμα της μέρας που ήρθαν, οι γονείς μου κι εγώ βρισκόμασταν στο αμπέλι μας, λίγο έξω από τα τελευταία σπίτια του Βαθιού. Εκεί ο πατέρας μου, εκτός από το αμπέλι, διατηρούσε κι έναν μικρό κήπο με λαχανικά. Κάποια στιγμή είδα να πλησιάζει στο αμπέλι μας ένας μεγαλόσωμος Γερμανός. Παρ’ όλο που η είσοδος ήταν ανοιχτή, έσπασε τους ξύλινους μπάλους με τα χέρια του και με κλωτσιές γκρέμισε τη λιθιά του αμπελιού μας. Μπήκε μέσα και ποδοπάτησε όλα τα λαχανικά που καλλιεργούσε ο πατέρας μου στον κήπο. Μετά μπήκε στο αμπέλι με τα κλήματα. Τα έσπαγε και φώναζε με όλη του τη δύναμη. Ο πατέρας μου, νομίζοντας ότι ο Γερμανός ήθελε καλά σταφύλια, έκοψε τα καλύτερα σταφύλια μας και του τα έδωσε. Εκείνος του τα πέταξε στο πρόσωπο και άρχισε να τον κλωτσά. Ο πατέρας μου έπεσε κάτω βογκώντας από τους πόνους. Ο Γερμανός τότε άρπαξε εμένα από το στήθος ουρλιάζοντας κι έβαλε το πιστόλι του στο κεφάλι μου. Η μάνα μου έντρομη έπεσε αμέσως στα πόδια του και τον παρακαλούσε να μη με σκοτώσει. Τις έδωσε κι αυτής μερικές κλωτσιές κι έπεσε λιπόθυμη. Εμένα με πέταξε με βαρβαρότητα πάνω στα κλήματα κι έφυγε. Οι γείτονες από τα διπλανά αμπέλια κι από τα τελευταία σπίτια του χωριού, παρακολουθούσαν έντρομοι. Φαίνεται ότι ο Γερμανός το έκανε αυτό για να τρομοκρατήσει τους κατοίκους. Ήμουν τότε δέκα τριών χρονών κι αυτό το γεγονός χαράχτηκε στην ψυχή μου. Φοβήθηκα πολύ. Τις νύχτες έβλεπα εφιάλτες και ξυπνούσα έντρομος για πολύ καιρό.
Το 1944 εγκαταστάθηκα στην πόλη της Λευκάδος, για να φοιτήσω στο οχτατάξιο Γυμνάσιο. Γράφτηκα αμέσως και στα Κατηχητικά σχολεία και παρακολουθούσα το μέσο, που αντιστοιχούσε στην ηλικία μου , αλλά και το ανώτερο. Γράφτηκα και στις χριστιανικές ομάδες , που είχε οργανώσει ο τότε Ιεροκήρυκας, πατήρ Νικηφόρος Δεδούσης. Ο πατήρ Νικηφόρος με αγάπησε ιδιαίτερα και με σύστησε στον τότε μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης Δωρόθεο. Και οι δύο με φρόντισαν, με συμβούλευαν και με προστάτευαν από διάφορα παραστρατήματα της παιδικής ηλικίας. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος από την επικοινωνία που είχα μαζί τους και με ευχαριστούσε ιδιαίτερα και η επικοινωνία με τα άλλα παιδιά του κατηχητικού και των χριστιανικών ομάδων.
Στο Γυμνάσιο δεν ήμουν από τους πρώτους μαθητές, αλλά ήμουν πολύ επιμελής και τακτικός σε όλα. Κάποια μέρα εκμυστηρεύτηκα στον μητροπολίτη και στον ιεροκήρυκα, τον πόθο που είχα από την έκτη τάξη του Δημοτικού, να σπουδάσω Θεολογία, να γίνω άγαμος κληρικός και να πάω ιεραπόστολος στην Αφρική. Ο Δεσπότης μου είπε: «Να σε βοηθήσει ο Θεός να πραγματοποιηθεί ο πόθος σου, αλλά να ξέρεις ότι, αυτό που θέλουμε δεν πραγματοποιείται πάντα. Ο Θεός μπορεί να έχει άλλο σχέδιο για σένα».
Ήθελα ο πόθος μου αυτός να μη γίνει γνωστός. Όμως έγινε. Ο πειρασμός μπήκε σε ενέργεια. Οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές μου, άρχισαν τα πειράγματα. Μου έλεγαν: «Δεν λυπάσαι τα νιάτα σου; Θέλεις να τα κρύψεις μέσα στα γένια και στα ράσα;» Και πολλά άλλα πειράγματα μου έκαναν. Παραξενεύονταν, γιατί την εποχή εκείνη κληρικοί γίνονταν άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας.
Ο μεγαλύτερος όμως πειρασμός ήταν η αντίδραση και η στενοχώρια των γονιών μου, όταν το έμαθαν. Ο πατέρας μου είχε στενές σχέσεις με τον μακαριστό Δεσπότη Δωρόθεο. Κάποια μέρα πήγε στο γραφείο του και τον παρακάλεσε να βοηθήσει να μην φύγω, να γίνω κληρικός, αφού το ήθελα τόσο πολύ, αλλά έγγαμος. Ο μακαριστός Δεσπότης του υποσχέθηκε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, ότι αν έφευγα, θα με έφερνε πίσω ο ίδιος με χειροπέδες και χωροφύλακα.
Το 1948 στις 10 Μαϊου πήγα μόνος μου στον Πόρο, το χωριό του πατέρα μου, που γιόρταζε πανηγυρικά τη γιορτή του Αγίου Νικολάου. Εκεί ευχαριστήθηκα πολύ με την επικοινωνία που είχα με τους θείους μου, τα ξαδέρφια και τους φίλους μου.
Την άλλη μέρα μπήκα στο λεωφορείο για να κατεβώ στην πόλη και να πάω στο γυμνάσιο. Καθόμουν στα πρώτα καθίσματα. Σε κάποια στιγμή κι ενώ τα παράθυρα του λεωφορείου ήταν κλειστά, είδα να έρχεται κατά πάνω μου μια δέσμη καπνού, που μύριζε πολύ άσχημα. Ρώτησα τον διπλανό μου: «Είδες καπνό να μπαίνει στο λεωφορείο; Μυρίζεις κάτι άσχημο;» Εκείνος μου απάντησε αρνητικά. Αμέσως το σώμα μου μούδιασε και ένιωσα να καίγομαι σα να βρισκόμουν σε καμίνι. Με κυρίευσε θυμός και κακία. Σκεφτόμουν να πετάξω έξω τον οδηγό, να πάρω το τιμόνι, να ρίξω το λεωφορείο σε γκρεμό και να σκοτώσω
όλους τους επιβάτες. Μετά σκεφτόμουν, στη Λευκάδα που θα πήγαινα, να κάψω τις εκκλησίες και τη μητρόπολη, που έμενε ο Δεσπότης. Έλεγα πως θα τα καταφέρω, γιατί έχω βοηθούς. Σε λίγο μου έφυγαν αυτές οι σκέψεις και είπα στον εαυτό μου: «Τρελάθηκες, τι είναι αυτά που σκέφτεσαι;»
Φτάνοντας στην πόλη δεν ένιωθα καλά. Πήγα στο σπίτι που έμενα και ζήτησα να βάλω θερμόμετρο. Είχα σαράντα πυρετό. Αυτός ο πυρετός με κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου ήρθε στη Λευκάδα κι έφερε δύο γιατρούς να με εξετάσουν. Ο πυρετός όμως δεν έπεφτε, παρά τα φάρμακα και τις ενέσεις που μου έκαναν και οι γιατροί απορούσαν. Τα βράδια ταραζόμουν και χτυπούσα τα χέρια και το κεφάλι μου στον τοίχο του δωματίου. Τέλος, οι γιατροί συμπέραναν, ότι θα είχα κάποια νευρολογική νόσο και συνέστησαν στον πατέρα μου να με πάει στην Αθήνα σε νευρολόγο.
Επειδή δεν μπορούσα να παρακολουθώ πια τα μαθήματα του σχολείου μου, επιστρέψαμε με τον πατέρα μου στο χωριό. Μόλις μπήκα στο σπίτι μου, με κυρίευσε μια ασυγκράτητη ορμή κι έτρεξα βρίζοντας και βλασφημώντας στο δωμάτιο, που ήταν τα εικονίσματα. Τα πέταξα όλα και τα έσπασα στο δάπεδο. Κλωτσούσα και τσάκιζα διάφορα αντικείμενα του σπιτιού μου. Η μάνα μου τρομαγμένη έκανε το σταυρό της . Αμέσως κυριεύτηκα από τρομερό μίσος εναντίον της κι έτρεξα, την έπιασα από το λαιμό και προσπαθούσα να την πνίξω. Ο πατέρας μου τρομαγμένος κι αυτός ζήτησε βοήθεια από τους γείτονες για να με κρατήσουν. Εγώ με άγριο τρόπο απευθύνθηκα στη μάνα μου και τη ρώτησα: «Πώς σε λένε μωρή;» Εκείνη έκανε το σταυρό της και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. « Μαρία», μου είπε. Όταν άκουσα το όνομα Μαρία, αισθάνθηκα τόσο μίσος εναντίον της, που ξέφυγα από τα χέρια εκείνων που με κρατούσαν και φώναξα: «Εσένα θα σε σφάξω» κι έψαχνα να βρω μαχαίρι. Δεν βρήκα, γιατί ο πατέρας μου είχε κρύψει όλα τα μαχαιροπήρουνα και τα εργατικά του εργαλεία. Βλαστημούσα και της έλεγα: « Γιατί, μωρή, έχεις αυτό το όνομα που μας καίει;»
Όλα αυτά ο πατέρας μου τα έκανε γνωστά στον μακαριστό Δεσπότη Δωρόθεο. Εκείνος του έδωσε μια επιστολή και του συνέστησε να με πάει εκ μέρους του στον νευρολόγο ψυχίατρο κ. Ασπιώτη, ιδρυτή και πρόεδρο του ινστιτούτου «Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχικής Υγιεινής».
Πήγαμε στην Αθήνα στον κ. Ασπιώτη, ο οποίος για δέκα συνεχείς ημέρες μου έκανε νευρολογικές και ψυχολογικές εξετάσεις. Στο τέλος μου είπε: «Δεν βλέπω να έχεις τίποτε, όμως θα σε στείλω και στον καθηγητή τον κύριο Πατρίκιο να σε εξετάσει.»
Του τηλεφώνησε και τη άλλη μέρα στις οχτώ το πρωί μας δέχτηκε στο ιατρείο του. Μπαίνοντας μέσα, ο καθηγητής Πατρίκιος μου είπε: «Στάσου απέναντί μου όρθιος.» Με κοίταξε δυο τρεις φορές από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και είπε: «Κάθισε και πες μου τι σου συμβαίνει.» Του είπα όλα όσα έκανα με λεπτομέρειες. Συμπλήρωνε και ο πατέρας μου. Με εξέτασε λεπτομερώς νευρολογικά και ψυχολογικά για πολύ ώρα και μας είπε να ξαναπάμε πάλι την επόμενη μέρα στο ιατρείο του.
Την άλλη μέρα στο ιατρείο του βρισκόταν κι άλλος γιατρός, τον οποίο μας συνέστησε ως κ. Γούσια. Του είπε: «Εξέτασέ τον με την δική σου μέθοδο». Ο κ. Γούσιας με εξέτασε πάρα πολύ ώρα, ώσπου του είπα: «Δεν αντέχω άλλο γιατρέ, άφησέ με.» Μας είπαν τότε να περιμένουμε στο σαλόνι και οι ίδιοι έμειναν στο ιατρείο για να συζητήσουν την κατάστασή μου. Όταν τελείωσαν, ο καθηγητής κ. Πατρίκιος μας κάλεσε μέσα και απευθυνόμενος σε μένα, είπε: «Δεν έχεις τίποτε, είσαι εντελώς υγιής». Τον ρώτησα: «Κύριε καθηγητά, γιατί κάνω αυτές τις ταραχές; Τα κάνω όλα αυτά και τα λέω παρακινούμενος από μια εσωτερική δύναμη. Τα παρακολουθώ όλα αυτά σαν ψυχρός θεατής, χωρίς αισθήματα. Και μετά τα θυμάμαι όλα και νομίζω ότι δεν έκανα εγώ τίποτε και δεν αισθάνομαι καθόλου ντροπή.» Ο καθηγητής μου απάντησε: «Αυτό μας δυσκολεύει κι εμάς. Όπως σου είπαμε και οι δυο μας δεν έχεις τίποτε απολύτως.»
Φύγαμε κι επιστρέψαμε στον κ. Ασπιώτη για να του πούμε τα καθέκαστα. Μαζί μας ήταν κι ένας συγγενής μας από το Βαθύ, ο Ιωάννης Κατωπόδης ή Βεζενές. Αυτός όταν ήρθε στο χωριό, έλεγε σε όλους, ότι οι γιατροί δεν μου βρήκαν τίποτε. Ο κύριος Ασπιώτης μας είπε ότι μίλησε με τους δύο προηγούμενους γιατρούς και απευθυνόμενος σε μένα μου είπε: «Νεαρέ μου, έχεις τη γνώμη τριών ιατρών. Είσαι τελείως υγιής.» «Γιατρέ μου» του είπα, « πιστεύω ότι κάτι έχω. Τι είναι αυτό, δεν ξέρω.» Μου απάντησε: «Θέλω να πιστεύεις ότι είσαι πολύ καλά. Αν μπορείτε καθίστε λίγες μέρες στην Αθήνα. Αν σου συμβεί κρίση, ας μου τηλεφωνήσει ο πατέρας σου και θα έρθω αμέσως. Το θέλεις;» Του είπα: «Το θέλω κι απορώ, που τόσες μέρες δεν είχα κάποια κρίση.» Καθίσαμε περίπου άλλες δέκα μέρες στην Αθήνα.
Όταν επιστρέψαμε στο χωριό οι κρίσεις επανήλθαν . Οι περισσότερες μου συνέβαιναν τη νύχτα. Οι γείτονες έρχονταν στο σπίτι και με κρατούσαν. Μερικούς προσπαθούσα να τους χτυπήσω. Ο πατέρας μου γνωστοποίησε την κατάστασή μου στον μακαριστό Δεσπότη μας Δωρόθεο, εκείνος ενημέρωσε τον κ. Ασπιώτη κι εκείνος τον καθηγητή Πατρίκιο. Όλοι συμφώνησαν ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην Αθήνα, για να μπω στο Αιγινίτειο νοσοκομείο, γιατί μπορεί να είχα νευρασθένεια.
Στις 29 Ιουνίου, εορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, πολιούχων του Κατωμερίου, είχε έρθει ο μακαριστός Δεσπότης Δωρόθεος και τελούσε την πανηγυρική θεία λειτουργία. Εγώ ήμουν στην εκκλησία και παρακολουθούσα ήσυχος . Καμάρωνα τον Δεσπότη που λειτουργούσε ταπεινά και με πολλή ευλάβεια . Στην ώρα της μεγάλης εισόδου μνημόνευσε ονόματα ζώντων και τόνισε υπέρ υγείας και σωτηρίας του δούλου σου Γερασίμου. Αυτομάτως τότε ένιωσα στο σώμα μου μια φοβερή δύναμη, με έπιασε μεγάλη ταραχή και έπεσα στο δάπεδο του ναού σπαράζοντας. Έτριζα τα δόντια μου , έβγαζα αφρούς από το στόμα και βλαστημούσα χτυπώντας το κεφάλι μου στο δάπεδο. Από το εκκλησίασμα έτρεξαν μερικοί χεροδύναμοι άντρες και με δυσκολία με έβγαλαν έξω. Με ξάπλωσαν στο πεζούλι της εκκλησίας κι έπεσαν επάνω μου , γιατί η ταραχή μου ήταν πολύ έντονη. Μετά από λίγο συνήλθα και με πήγαν βαστάζοντας στο σπίτι μου.
Εκεί οι ταραχές άρχισαν πιο έντονες. Φώναζα, μούγκριζα σαν βόδι, γάβγιζα σαν σκύλος κι ούρλιαζα σαν λύκος. Από τις πολλές φωνές έσπασαν οι φωνητικές μου χορδές κι έβγαζα αφρούς με αίμα. Μετά λιποθύμησα και με ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Οι άνθρωποι που με είχαν φέρει, δεν έφυγαν από το σπίτι. Συνήλθα και μετά από λίγο σηκώθηκα και έτρεξα να πνίξω τη μάνα μου, βρίζοντας και βλαστημώντας την. «Γιατί, μωρή, έχεις αυτό το όνομα; Εσύ μου κάνεις κακό με το όνομά σου. Θα σε πνίξω». Μετά ησύχασα.
Ο Δεσπότης τελειώνοντας τη θεία λειτουργία, ήρθε στο σπίτι μας κατασυγκινημένος. Μου διάβαζε τους εξορκισμούς και ξαφνικά με έπιασε ταραχή μεγάλη. Τον βλαστημούσα, έβριζα με άσχημα λόγια ως και τη στολή που φορούσε στη λειτουργία και προσπαθούσα να τον χτυπήσω. Τον έφτυνα και μουγκρίζοντας του είπα. «Εμείς είμαστε. Ούτε εσύ μπορείς να μας βγάλεις, ούτε ο Καψάλης, που θέλεις να μας στείλεις στο καμίνι του. Να ξέρεις ότι θα πνίξουμε το καϊκι στη θάλασσα, αν τον πάτε στον Καψάλη. Εμείς δεν φεύγουμε. Είμαστε οι δυνατοί». Ο μακαριστός Δεσπότης και οι παρευρισκόμενοι με δάκρυα έκαναν τον σταυρό τους. Αφού τελείωσε τους εξορκισμούς ο μακαριστός Δωρόθεος, είπε στον πατέρα μου: «Νικολάκη μου, φάνηκε η αιτία που κατατυραννάει τον Γερασιμάκη μας. Είναι πνεύμα πονηρό. Θα κάνετε νηστεία και προσευχές και να έχετε πίστη, ότι ο Θεός θα σας ελεήσει. Να νηστέψουν και να προσεύχονται και οι συγγενείς σου κι όσοι άλλοι μπορούν».
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη συγκινητική συμπαράσταση σε μένα και την οικογένειά μου των συγγενών και συγχωριανών μου. Οι περισσότερες οικογένειες συγγενικές ή μη από το Κατωμέρι και το Βαθύ και όλες οι οικογένειες από τον Πόρο, έκαναν για μεγάλο διάστημα αλάδωτη νηστεία και προσεύχονταν για μένα. Πήγαιναν στις εκκλησιές του Μεγανησίου και του Πόρου, άναβαν τα καντήλια κι έκαναν τάματα στον Άγιο Γεράσιμο για τη θεραπεία μου. Πολλά δάκρυα χύθηκαν και πολλές προσευχές έφτασαν στον ουρανό για μένα, εκείνη την περίοδο, τη δυσκολότερη της ζωής μου.
Τέλος Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου, ξεκινήσαμε ο πατέρας μου κι εγώ για την Κεφαλλονιά με το καϊκι του Γρηγόρη Βερύκιου από το Νυδρί. Μαζί μας ήρθαν και τα δυο αδέρφια του πατέρα μου, από τον Πόρο.
Επειδή έκανα μικροταραχές, με κατέβασαν στο αμπάρι του καϊκιού. Βλαστημούσα τον Άγιο Γεράσιμο και φώναζα: «Μην μας πάτε στον Καψάλη». Όταν φτάσαμε ανάμεσα στο χωριό Σταυρός της Ιθάκης και στην Κεφαλλονιά κι ενώ η θάλασσα είχε πολύ λίγα κυματάκια, τραντάχτηκε άγρια το καϊκι, σαν να το χτυπούσαν δυνατά κύματα, έσπασε το τιμόνι κι έσβησε η μηχανή. Εγώ μέσα στο αμπάρι, γελούσα παράξενα και χοροπηδούσα. Ξαφνικά έβγαλα δυνατή φωνή και είπα: «Μωρέ Καψάλη, θα σε τσακίσουμε, θα σε συντρίψουμε μέσα στην κάσα σου.» Μέχρι τότε δεν γνώριζα ότι οι δαιμονισμένοι έλεγαν τον Άγιο Γεράσιμο Καψάλη. Το έμαθα αργότερα στο μοναστήρι του.
Στη Σάμη, όταν φτάσαμε, δυσκολεύτηκαν πολύ να με βγάλουν από το καϊκι και να με βάλουν στο ταξί. Πηγαίνοντας για το μοναστήρι φτάσαμε στο ύψωμα που λέγεται Αγραπιδιά. Από εκεί φάνηκε ο κάμπος των Ομαλών και το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Άρχισα τότε να βλαστημάω, να μουντζώνω και να φτύνω το μοναστήρι. Με δυνατές κραυγές φώναζα: «Καψάλη, είσαι αδύνατος. Εμείς είμαστε οι δυνατοί που κυβερνάμε τα πάντα. Φτούσου, Καψάλη, φτούσου, αυτού που σε έχουν». Όταν φτάσαμε στο πηγάδι με τον πλάτανο, που ο ίδιος ο Άγιος Γεράσιμος έχει φυτέψει, ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν μπορούσε να κρατήσει ίσια το αυτοκίνητο και του έφευγε πότε αριστερά και πότε δεξιά στο δρόμο. Έκανε το σταυρό του και τότε τον βλαστήμησα άγρια και προσπάθησα να τον χτυπήσω.
Φτάνοντας στην είσοδο του μοναστηριού με έβγαλαν έξω με μεγάλη δυσκολία. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή ησύχασα. Εκεί μας δέχτηκαν με πολλή καλοσύνη και συμπάθεια. Ο πατέρας μου γνωστοποίησε την όλη κατάστασή μου στον Αρχιμανδρίτη Πανάρετο Μοσχονά, στην ηγουμένη Θεονύμφη και σε κάποιες μοναχές που βρίσκονταν εκεί. Η ηγουμένη είπε στον πατέρα μου: « Να έχεις πίστη στον Θεό και στον Άγιο Γεράσιμο. Σε διαβεβαιώνω ότι, οι σαράντα δύο μοναχές του μοναστηριού κι εγώ θα προσευχηθούμε στον Άγιο Γεράσιμο, να θεραπεύσει το παιδί σου. Από σήμερα και για όσο καιρό θα είστε στο μοναστήρι, θα τρώτε μαζί μας και θα νηστεύουμε αλάδωτα. Και πιστεύω, ότι ο Άγιος θα κάνει το θαύμα του».
Στις 13 Σεπτεμβρίου, παραμονή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ξαφνικά κι ενώ βρισκόμουν στο κελί μου, με έπιασε μεγάλη ταραχή. Χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, έπιανα με τα χέρια το λαιμό μου για να πνιγώ, φώναζα, βλαστημούσα και ούρλιαζα σαν θηρίο. Ο πατέρας μου φώναξε βοήθεια και ήρθαν στο κελί στρατιώτες, που είχαν έδρα το μοναστήρι, γιατί γίνονταν τότε εκκαθαρίσεις ανταρτών. Με έπιασαν με ξάπλωσαν με δυσκολία, με κρατούσαν πολύ δυνατά, αλλά επειδή όλο και τους ξέφευγα με έδεσαν στο κρεβάτι. Οι μοναχές εκείνη την ημέρα γονατιστές μπροστά στο σκήνωμα του Αγίου Γερασίμου προσεύχονταν για εμένα και όσοι προσκυνητές βρίσκονταν στο μοναστήρι, παρακαλούσαν τον Άγιο Γεράσιμο να κάνει το θαύμα του. Τα μουγκρητά μου και οι βλαστήμιες στον Άγιο, στους ιερείς που λειτουργούσαν και στις μοναχές, ακούγονταν σε όλο τον χώρο του μοναστηριού, αλλά και έξω από αυτό.
Ήρθε τότε στο κελί μου ο πατήρ Πανάρετος με τον αναγνώστη Πολύκαρπο. Μου διάβαζε τους εξορκισμούς και με σταύρωνε με τον ξύλινο σταυρό ,που ο άγιος είχε στη ζωή του. Όσο με διάβαζε και με σταύρωνε ο πατήρ Πανάρετος, οι ταραχές μου γίνονταν πιο έντονες, ώστε σε κάποια στιγμή αναποδογύρισα το κρεβάτι και τους στρατιώτες που με κρατούσαν. Με σήκωσαν , ηρέμησα και άρχισα να δείχνω έναν έναν τους στρατιώτες και να αποκαλύπτω, ότι άσχημο είχε κάνει ο καθένας από αυτούς στη ζωή του. Αργότερα όλοι οι στρατιώτες , είπαν στον πατέρα Πανάρετο, ότι αυτά που φανέρωσα, ήταν όλα αληθινά.
Με ρώτησε τότε ο πατήρ Πανάρετος: «Εσύ που τα ξέρεις όλα, πες μας λοιπόν πού βρίσκονται κρυμμένοι οι αντάρτες»; Τους αποκάλυψα το μέρος, χωρίς βέβαια εγώ να το γνωρίζω και τους είπα ότι σε τέσσερις μέρες θα έρθουν στο μοναστήρι του Καψάλη. Πράγματι σε τέσσερις μέρες έφεραν έξι κεφάλια ανταρτών, που τους βρήκαν και τους σκότωσαν στο μέρος που εγώ τους είχα αποκαλύψει. Ο πατήρ Πανάρετος με ξαναρώτησε «Εσείς πότε θα φύγετε από τον Γεράσιμο; Σας εξορκίζω στο όνομα της Αγίας Τριάδος». Η απάντηση ήταν: «Αυτός ο πόλεμος αφορά εμάς. Είμαστε οι δυνατοί εμείς κι ο Καψάλης δεν θα μπορέσει να μας βγάλει από εδώ». Αμέσως με έπιασε μεγάλη ταραχή. Βλαστημούσα τον Άγιο και τις μοναχές και τις έβριζα με πολύ άσχημα λόγια. Μετά έπεσα λιπόθυμος(….).
[Συνεχίζεται]