«Η πόλη νυστάζει»

DSCN1898

Η πόλη νυστάζει – Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

Μπαίνοντας ο Μάης, η πόλη αρχίζει να νυστάζει τα μεσημέρια. Να νυστάζει βαθιά. Αλλά πιο πολύ νυστάζει τους καλοκαιρινούς μήνες. Νυστάζει αφόρητα. Νυστάζει ανέκκλητα.

Τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Όλα ανεξαιρέτως. Από τις δύο όλα είναι κλειδωμένα. Ακόμα και οι ταβέρνες και τα καφενεία. Οι μαγαζάτορες έβγαλαν τα ρούχα της δουλειάς, κλείδωσαν την πόρτα, κατέβασαν τα ρολά και πήραν ανάλαφροι το δρόμο για το σπίτι τους – και τη μεσημεριανή σιέστα. Είναι κουρασμένοι από το μόχθο της ημέρας αλλά βαθιά στο βλέμμα τους, και στο βήμα τους ακόμα, καθρεφτίζεται μια σίγουρη αίσθηση ανωτερότητας: Είναι οι νοικοκυραίοι αυτοί, η ραχοκοκαλιά της αστικής μας κοινωνίας, το σταθερό στήριγμα της μικρής μας πόλης.

Μόνο κάποιοι παράταιροι βγαίνουν εκτός πλάνου. Να! Σαν κι αυτόν τον περίεργο: πότε με τους Άθλιους του Ουγκώ υπό μάλης πότε με το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόϊ κατευθύνεται αργοβάδιστος προς το μικρό θαλασσοφίλητο ελαιώνα να περάσει το μεσημέρι διαβάζοντας απερίσπαστος από τις έγνοιες του βίου. «Παρέα με τα μεγάλα πνεύματα, κι ας μην έμαθα γράμματα», λέει. Στην αγκαλιά του ίσκιου της αρχαίας ελιάς παραδομένος και την αρμύρα του Ιονίου ανασαίνοντας. Στο χώμα κατάσαρκα ύπτιος, ενώ ο Ζέφυρος του μεσημεριού στάζει από την υγρασία. Αλαφρωμένος από τα καθημερινά. Κι όταν ξυπνήσουν οι ήχοι του απογεύματος και παίρνει να δροσίσει, πάλι αινιγματικός και αργοβάδιστος, με το βιβλίο του στη μασχάλη, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στην καθημερινή σκλαβιά του.

Κλεισμένες και όλες οι υπηρεσίες. Η Νομαρχία δηλαδή, στην κεντρική πλατεία. Η πρωτεύουσα ενός μικρού νομού δεν χρειάζεται πολλές υπηρεσίες. Είμαστε, βλέπεις, στη δεκαετία του ’60. Αυτές άρχισαν να γεμίζουν τον τόπο από τη μεθεπόμενη δεκαετία – τότε που η πατρίδα πλούτισε και μεγαλούργησε!

Τελευταίες κλείνουν οι τρεις μικρές μας τράπεζες (τρεις υπαλλήλους η Εθνική, από δύο η Αγροτική και η Ιονική). Λογικό. Όπως στον ανθρώπινο οργανισμό η καρδιά εξακολουθεί να δουλεύει, όταν το υπόλοιπο σώμα υπνώττει, έτσι και σε μια κοινωνία: Οι τράπεζες είναι η καρδιά, ο αιμοδότης του συστήματος. Το ρολόι του Αγίου Νικολάου χτύπησε δύο και μισή.

Φύλλο δεν ανασαίνει στο παζάρι. Από πάνω μέχρι κάτω. Απόλυτη σιγή. Ένας απροσδόκητος διαβάτης αργοσέρνει το μοναχικό βήμα του στο πλακόστρωτο της πλατείας – να ᾿ναι άραγε ο βαριεστημένος χωροφύλακας της μεσημεριανής βάρδιας; Η σιγαλιά του μεσημεριού το αντηχεί στον Άγιο Μηνά.

Την απόλυτη σιγή μέσα στην άπνοια του μεσημεριού διακόπτει κατά τακτά διαστήματα ο μονότονος ήχος εκείνων των επαγγελματικών ηλεκτρικών ψυγείων που αρχίζουν δειλά να μπαίνουν στα μαγαζιά. Προπαντός, στα μπακάλικα που αγωνιούν να ξεχαστεί το ταπεινό παρελθόν τους και να γίνουν «Υπεραγορές Τροφίμων» – κι αργότερα Super Market. Ξεκινάει με ένα απότομο «βρρρρουουου». Ύστερα καλμάρει και συνεχίζει με έναν αργόσυρτο μονότονο και διακοπτόμενο κατά τακτά διαστήματα βουητό. Νανούρισμα ευπρόσδεκτο στην ευφροσύνη του μεσημεριανού ύπνου.

Η κεντρική πλατεία κολυμπάει στη λευκότητα του ασβέστη. Η ασπρισμένη νότια πλευρά του Αγίου Σπυρίδωνα την ακτινοβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Κι από πάνω ο ήλιος τρίζει σαν μυλολίθαρο. Η σκληρή της λευκότητα σε τυφλώνει. Για να διασχίσεις διαγώνια την πλατεία, πρέπει να κλείσεις τα μάτια σου ή να φοράς πολύ σκούρα γυαλιά ηλίου. Μόνο, λένε οι υποψιασμένοι, εκεί στο κέντρο της, κάτω από το στύλο του Πεντοφάναρου, το μέρος είναι «σκιασμένο» και στοιχειωμένο από το αίμα που χύθηκε άδικα σε χρόνους δίσεκτους – και νιώθεις ένα ανατρίχιασμα μόλις περάσεις. Αλλά αυτά τα λένε μόνο οι υποψιασμένοι – αυτοί οι λίγοι που έχουν το κουσούρι να θυμούνται. Η νυσταγμένη πόλη θέλει να τα ξεχάσει για να να μην της ταράξουν ξανά τον ύπνο που κέρδισε με κόπο.

Τη δροσιά την ελπίζει κανείς μόνο από τα σοκάκια. Από τα βορειοδυτικά σοκάκια. Να τα διασχίσει φιδίσιος ο νοτισμένος μαΐστρος του μεσημεριού, να δροσιστεί στην ανήλιαγο στενωπό τους και να τρυπώσει από τα μισόκλειστα παράθυρα μέσα στα ιδρωμένα δωμάτια που ανασαίνουν βαριά…Τα σοκάκια που θ’ αργήσουν να ξεχάσουν τη μιζέρια που η οσμή της αιώνες τώρα μαρτυράει τη φτώχεια και το πρόωρο μούχλιασμα των ονείρων τους – πόσοι κατάφεραν να φτερουγίσουν από κει μέσα; Τα ανήλιαγα σοκάκια μιας ανέλπιδης ζωής που η αθεράπευτη παρελθοντολαγνεία παλιότερων και νεότερων θα τα υμνήσει και θα τα νοσταλγήσει ως κύτταρα ανεπανάληπτου πολιτισμού!

DSCN1892

Κλείνουν με ένα μικρό τρίξιμο τα εξωτερικά παράθυρα. Λιμπρέτο. Συσκότιση με λιμπρέτο. Τα χαλαρωμένα σώματα παραδίνονται εύκολα στην αγκαλιά του Μορφέα. Δεν είναι εύκολο με τέτοια υγρή ζέστα. Τα μάτια όσο εύκολα κλείνουν τόσο εύκολα μισανοίγουν. Είναι, βλέπεις, και κείνη η εκνευριστική μύγα που δεν λέει να ξαποστάσει μια στιγμή.

Πάνω στη σιδερένια κουκέτα τα λουλακιά σεντόνια αποτύπωσαν το ανάγλυφο των λινών κοριτσιών που λαγοκοιμούνται. Των κοριτσιών που με μάτια μισόκλειστα ονειρεύονται ένα μακρινό γαλάζιο μεσημέρι. Ιδρωμένοι μηροί και στάλες φωτιάς πάνω στην απαλά ασθμαίνουσα ήβη. Λευκά στήθη ακάλυπτα, απ’ τα σεμνότυφα δεσμά τους λυτρωμένα, ανασαίνουν πληθωρικά τη βραχύβια ελευθερία τους. Στα βρόχια του Ίμερου.

(Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Σπ. Τσερέ που θα εκδοθεί προσεχώς).

(Πηγή: Λευκαδίτικα Νέα)