Μεγανησιώτες: «Το δικό μας σ(ι)τάρι είναι καλύτερο»
του Απόστολου Γατή
Ανταγωνισμός ανάμεσα στο Μεγανήσι και τον Κάλαμο
Ο Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ υπήρξε Βρετανός στρατιωτικός, τοπογράφος, αρχαιολόγος και περιηγητής στην Ελλάδα και Μικρά Ασία. Αποσύρθηκε από το στρατό το 1815 και το υπόλοιπο της ζωής του το αφιέρωσε σε αρχαιολογικές έρευνες και τοπογραφικές μελέτες ιδιαίτερα του ελληνικού χώρου, όπου και κατάρτισε σπουδαίες και πλούσιες συλλογές αρχαίων ελληνικών αντικειμένων τα οποία σήμερα κοσμούν το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου καθώς και του Καίμπριτζ της Αγγλίας. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες είναι οι μελέτες του για την Ελλάδα, την οποία και φέρεται να περιηγήθηκε απ΄ άκρου εις άκρο, από τα νησιά μέχρι την Ήπειρο[1]. Το 1835 εκδόθηκε στο Λονδίνο ένα τετράτομο συγγραφικό του έργο με τον τίτλο «Περιήγησις εις Βόρειον Ελλάδα». Στο 22ο κεφάλαιο του τρίτου τόμου υπάρχει ένα πολύ μικρό χωρίο αφιερωμένο στο Μεγανήσι, το οποίο κατά την περίοδο της περιήγησής του αποτελούταν από δύο χωριά (δεν τα κατονομάζει), όπου κατοικούν 200 οικογένειες[2].
Στο Μεγανήσι καλλιεργείται τόσο το καλαμπόκι -και μάλιστα σε διπλάσια ποσότητα απ’ ότι στον Κάλαμο- όσο και το σιτάρι (γνωστό, μύλοι στο Μεγανήσι κλπ.). Ειδικά δε για την καλλιέργεια του σιταριού, είναι γνωστό ότι το νησί της Λευκάδας, συνεπώς και οι γύρω νησιωτικές περιοχές, παρήγε και σιτηρά. Ο Γρατιανός Τζώρτζης, διοικητής της Λευκάδας μάλλον από το 1355, υποσχέθηκε να τροφοδοτήσει τον Ενετικό στόλο με 1.000 μόδια (8.750 λίτρες) σιτάρι γεγονός που αποδεικνύει την καλλιέργεια σιταριού στο εν λόγω νησί την εποχή εκείνη[3] αλλά παράλληλα και την χρηματική αξία του συγκεκριμένου προϊόντος[4] που παραμένει διαχρονική, αφού μέχρι και στις μέρες μας στα χρηματιστήρια αξιών το συγκεκριμένο προϊόν, η τιμή του, διαπραγματεύεται ακόμα και με συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης.[5] Ας φανταστεί λοιπόν κάποιος και την αξία τότε του προϊόντος στα πλαίσια μιας ανταλλακτικής κατά βάση οικονομίας ή ακόμα και ενός χωραφιού σε περίπτωση δανεισμού, ενεχυρίασης ή αγοραπωλησίας, αλλά και με βάση τα συμπεράσματα που εύκολα εξάγονται (βλ. υποσημειώσεις).
Γυρνώντας πάλι πίσω στο Μεγανήσι, από τον συγγραφέα μας μεταφέρεται το κλίμα του ανταγωνισμού της εποχής ανάμεσα στο Μεγανήσι και τον Κάλαμο ως προς την ποιότητα του συγκεκριμένου παραγόμενου αγαθού, αν και ο ίδιος φαίνεται κατά κάποιο τρόπο ν΄ αμφιβάλλει: «οι Μεγανησιώτες καμώνονται ότι το δικό τους σιτάρι είναι καλύτερο από αυτό που παράγεται στον Κάλαμο.».
Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κάποιος ότι η αναφορά στο συγκεκριμένο χωρίο για το Μεγανήσι έχει μικρή αξία, ή και καθόλου, σε σχέση π.χ. με άλλες ιστορικές αναφορές (η ξακουστή μεγανησιώτικη πέτρα[6], το πρόβλημα της λειψυδρίας που ταλάνιζε το νησί -ειδική αναφορά εν έτει 1842[7] κ.α. που κατά καιρούς έχουν αναρτηθεί). Αναμφίβολα, όμως, η κάθε αναφορά (πηγή) συλλέγεται με πολύ μεγάλη προσπάθεια, η τεκμηριωμένη βιβλιογραφικά βαθύτερη σύνδεσή της με το γενικό ομοίως, και όλες μαζί συνθέτουν ένα αξιόλογο και αξιοποιήσιμο κομμάτι του παζλ για την καταγραφή της πορείας του Μεγανησιού στο χρόνο.
[1] Πληροφορίες από wikipedia
[2] Μπορεί τα δύο χωριά να μην κατονομάζονται, όμως όπως προκύπτει από την απογραφή των ετών 1836-1860, τα δύο χωριά πρέπει να ήταν το Βαθύ και το Σπαρτοχώρι. Ο δήμος Ταφίων ανήκε στην Επαρχία Λευκάδας.
[3] Εξέλιξη της γεωργίας στη Λευκάδα από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα. Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γ. Θωμά «Οι τοπικές ποικιλίες στη Λευκάδα» στο http://kourtisgiorgos.blogspot.gr/2011/11/blog–spot_7581.html, προσπέλαση 18/12/2011.
[4] Σύμφωνα με τον Leak (1835, III: 488) υπήρχε η εξής ισοτιμία: με 1 λίρα μπορούσε κάποιος να αγοράσει 145 κιλά ρύζι ή 175 κιλά καλαμπόκι ή 105 κιλά σιτάρι. Καράμπελας Ν. : «Ο Άγγλος λοχαγός WilliamLeak» (108). Εξάλλου κατά το 19ο αι. (1830-1870, το 1864 έχουμε την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα), περίοδος της δημιουργίας της εθνικής οικονομίας, το σιτάρι εισαγόταν από την πρώτη εμπορική δύναμη της εποχής εκείνης, την Αγγλία (Πετρόπουλος Ι. – Κουμαριανού Αικ.: «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1977:97), εύκολα συμπεραίνει κανείς την αξία του προϊόντος.
[5]Αξιοσημείωτο είναι ότι το 11μηνο του 2010 συγκαταλεγόταν στις τέσσερις καλύτερες επενδυτικές επιλογές παγκοσμίως.
[6] Ansted, D.T. (1863:197)
[7]John Davy (1842:199)