Ξενοφώντας Γρηγόρης, ο Γιατρός, ο Άνθρωπος [B΄Μέρος]
Στις 8 Μαΐου συμπληρώνονται 25 χρόνια απ’ όταν ο Γιατρός της Λευκάδας Ξενοφώντας Γρηγόρης θα σφαλίσει για πάντα τα μάτια και θα βυθιστεί στον πανύστατο ύπνο.
Ο Ξενοφώντας Γρηγόρης ξεπέρασε όσο κανένας άλλος τους όρους και τα όρια όχι μόνο των προσωπικών του αντοχών, αλλά και των προσδοκιών του έμψυχου τόπου του. Γίνηκε ένας θρύλος. Κι οι θρύλοι μετριούνται με της ιστορίας την υπέρβαση, με οδύνη πολλή και γενναιότητα, που φαίνεται πως στους καιρούς μας δραπέτευσαν και πάνε…
Μνήμες ριπές
Καβάλα σ’ άλογο κείνα τα χρόνια τα δύσκολα διάβαινε ο γιατρός σε ρούγες και χωριά. Ποτέ του δεν είχε πει όχι σ’ όποιον τον εφώναζε, ποτέ. Μέρα ή νύχτα, με το λιοβόρι ή την μπόρα, πρόστρεχε στον πονεμένο. Έσκυβε στο μιντέρι, στράτευε τη σοφοσύνη του, έβρισκε τα σημάδια της αρρώστιας, την ανακάλυπτε. Ψαχούλευε σιμά – σιμά το κορμί, τα σωθικά της, χανόταν πίσω απ’ το προσωπείο της, την αναγνώριζε. Ύστερα έπιανε μαχητά μαζί της, πόλεμο ιερό, για ζωή ή για θάνατο.
Άμα ξεμπέρδευε με την ανίχνευση και μάθαινε καλά – καλά την ταυτότητα της έρμης της αρρώστιας, όριζε το φάρμακο, έδινε την ορμήνια του, στράτευε τον άρρωστο να πολεμήσουνε αντάμα το μικρό ή το τρανό κακό.Ήξερε, κιόλας, ο γιατρός το κονάκι που ‘μπαινε, ήξερε τον παρτσινέβελο, τη νοικοκυρά. ‘Όλα τα ‘ξερε, όσα φαινόντανε κι όσα παραμέσα σώπαιναν.
Κι ήτανε φορές πολλές, που σαν ξεμπέρδευε με της αρρώστιας τα τούτα και τα κείνα του, έσκυβε εδεκεί στο μιντέρι, άπλωνε το χέρι, τάχα για να χαιρετήσει, κι άφηνε στο προσκέφαλο της ανέχειας μικρό κανίσκι, να ‘χει να πορέψει ο μαυράνθρωπος του κρεββατιού. Να ‘χει να πληρώσει το φάρμακο, να νικήσει την έρμη και τη σκοτεινή την αστένεια. Κι ο άρρωστος κείνες τις φορές σήκωνε το βλέμμα, ετήραε το γιατρό στα μάτια και τα ‘βλεπε θολά και μελωμένα.
Στο ιατρείο του Αϊ – Μηνά από μπονώρα έπιανε σειρά η βαβά κι η νια, ο άντρας, ο παππούλης, το παιδόπουλο. Στη σειρά ο ξωμάχος, ο άνθρωπος της Χώρας, ο γνωστός κι ο άγνωστος, ο φίλος, ο οικείος. Όλοι το ‘ξεραν πως η σειρά ήταν για όλους και πως ο γιατρός τον άρρωστο δεν τον ξεχώριζε ποτέ… Οι άρρωστοι όλοι είχανε την ίδια ταυτότητα οπού ‘γραφε:
– Γιατρέ μου…, βοήθα.
Είχε συνεννοηθεί με το Χαρίλαο τον Καββαδά. Στο φαρμακείο του -πίσω- έκανε για καιρό ιατρείο, δεχόταν το Λευκαδίτη ξωμάχο, το Λευκαδίτη της Χώρας, Εξέταζε, αποκάλυπτε την αρρώστια, έγραφε συνταγές, τις έδινε στον άρρωστο, τον ορμήνευε.
– Πάρε τώρα τα φάρμακα και κάμε ό,τι σου ‘πα.
Έδινε τη συνταγή ο άρρωστος, ή του αρρώστου η συντροφιά. Ο Χαρίλαος ο φαρμακοποιός ήξερε . Είχε τη συνεννόηση με το γιατρό. ‘Έπαιρνε τη συνταγή κι άμα έβλεπε ένα κόκκινο, διακριτικό σταυρό πάνω στο χειρόγραφο του γιατρού, έδινε τα φάρμακα κι έλεγε στον άρρωστο:
– Εντάξει, είναι πληρωμένη η συνταγή.
Εκείνος έριχνε μια κρυφή ματιά στην πίσω μεριά του φαρμακείου κι έκανε το σταυρό του. Καταλάβαινε και προσευχότανε στον αγιάνθρωπο….
Ο «γιατρός», τόσα χρόνια στο επάγγελμα, δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του. Δεν είχε καταφέρει, άλλωστε, ούτε ένα σπίτι να αποκτήσει κι έμενε στο γνωστό σπίτι του Αη-Μηνά, ιδιοκτησία πάντα της οικογένειας της Χαρίκλειας, όχι δικό του.
Κι όμως αυτόν τον άνθρωπο, όταν σταμάτησε ανήμπορος στα τελευταία χρόνια της ζωής του να δουλεύει, ελάχιστοι ήταν εκείνοι, που τον
συντρόφεψαν. Ελάχιστοι κι εκείνοι που στο βαρύ του πόνο για τον πρόωρο χαμό της κόρης του της Έμης, σταθερά του συμπαραστάθηκαν, πέρα από τις πρώτες μέρες.
Μα ίσως αυτή να είναι σήμερα η μοίρα όσων πρόσφεραν. Ίσως να περισσεύει πια στην εποχή μας η αγνωμοσύνη. Ίσως να μπήκαμε, από καιρό, στην εποχή που μόνον στα λεφτά πιστεύει. Που μόνο στον εκφυλισμό συντάσσεται. Το ξέρει και το ζει πλέον αυτό ο κάθε ένας, που στις μέρες μας προσφέρει δίχως την προκαταβολή ή προείσπραξη, κάθε λογής του αντιτίμου. Μα στην περίπτωση του «γιατρού», η αχαριστία και η αγνωμοσύνη φαίνονταν από μακριά. Κραύγαζε και προκαλούσε.
Μα όταν πέθανε και μεταφέρθηκε απ’ τους δικούς του στη Λευκάδα, συνοδευόμενος κι από όσους φίλους το μπορούσαν, απλώθηκε σαν αστραπή η είδηση του τέλους του και μαζεύτηκαν στην κηδεία χιλιάδες συνοδοί του, οι Λευκαδίτες. Σαν να ξυπνούσαν ξαφνικά από λήθαργο, σαν να ξανάβρισκαν περίπου τον παλιό μα ξεχασμένο εαυτό τους, σαν, πες, να ανάσταινε ο θάνατός του τη νεκρωμένη τους συνείδηση ήρθαν εκεί, από την πόλη κι όλα τα χωριά κι από τον Κάλαμο, το Μεγανήσι, την Περατιά και την Πλαγιά κι απ’ όπου το μπορούσαν, γυναίκες κι άντρες, νέοι και μεσήλικες, μα κι οι ανήμποροι γερόντοι να συνοδέψουν το «γιατρό» στο διάβα του στον άλλο κόσμο.
Γεμίζοντας το σπίτι και την πλατεία του Αη-Μηνά και το παζάρι όλο, απάνω – κάτω. Κι είδα πολλούς, τους πιο πολλούς, γυναίκες κι άντρες να κλαίνε, βρύσες δίχως κρατημό, κι άλλους πολλούς και γέρους και μεσήλικες και νιους βουβοί να στέκουν, με τον πόνο φανερό, τον πόνο τον αληθινό, που χαρακώνει των προσώπων την εικόνα κι ένιωσα πως αυτός ο κόσμος, ο πολύς λαός, αναλογιζόταν εκείνη τη στιγμή και συνειδητοποιούσε πως έχανε ένα σύμβολο, πως έμενε ορφανός.Κι είδα και άλλους, που από χρέος τυπικό είχαν έρθει να συμμετάσχουν στην καθολική οδύνη και τους ακόμα πιο λιγότερους που συμμετείχαν, έχοντας ετοιμάσει και τον ανάλογο επικήδειο. Αλλά ευτυχώς η οικογένειά το αρνήθηκε, ευγενικά μα σταθερά κι επίμονα, να εκφωνηθούν λόγοι.
Κείνη την ώρα, δίχως των επικήδειων τις κενολογίες κι υποκριτικές επιδιώξεις, πάνω απ’ το πλήθος όλο, νεκρός κυριαρχούσε ο «Γιατρός»…
——————————————————————————-
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά το Γιατρό, όσο ζούσε. Από τις πρώτες μου όμως παιδικές μνήμες, ηχούνε στα αυτιά μου οι ευχές και οι ευχαριστίες της μανούλας μου, για το Γιατρό.
Η ιδέα γι’ αυτό το μικρό αφιέρωμα τριγύριζε στο μυαλό μου αρκετούς μήνες. Σήμερα αισθάνομαι πολύ τυχερή γιατί η συλλογή και η μελέτη αυτού του αρχειακού υλικού αποτέλεσε για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία.
Είναι το ελάχιστο, που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε, έναντι του μεγάλου χρέους ολόκληρης της Λευκάδας στον ξεχωριστό της πολίτη Ξενοφώντα Γρηγόρη.
Τελειώνω με την πεποίθηση ότι το χρέος αυτού του νησιού απέναντι στον Ξενοφώντα Γρηγόρη δεν ξεπληρώθηκε. Δεν τιμήθηκε όπως και όσο του άξιζε. Οι λόγοι είναι προφανείς…
(Ευχαριστώ τον Τάσο Κοντομίχη (υπεύθυνο της Χαραμόγλειου Βιβλιοθήκης) για την πολύτιμη βοήθειά του. Τα ιατρικά βιβλία -κάποια φθαρμένα από την χρήση-, τα ιατρικά εργαλεία, το μικροσκόπιο του Γιατρού, προσφέρθηκαν στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη από την θυγατέρα του Παναγιώτα Γρηγόρη. Αισθάνθηκα ντροπή, όταν αντίκρισα το σημαντικό αυτό αρχειακό υλικό, τυλιγμένο σε εφημερίδες μέσα σε ντουλάπι της Βιβλιοθήκης. Η προθήκη στην οποία φυλασσόταν έσπασε από το σεισμό και έκτοτε δεν αντικαταστάθηκε! Είναι όνειδος για όλο το νησί.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον γιο του, Γιώργο Γρήγορη και τη γυναίκα του Μαριάννα, για το υλικό που μου προσέφεραν).
Βιολέττα Σάντα
Χρησιμοποιήθηκαν άρθρα και ομιλίες των: Απόστολου Μαργέλη, Γιώργου Κτενά, Πάνου Σταματέλου, Γιάννη Αθηνιώτη, από το έργο – αφιέρωμα του Συλλόγου Λευκαδίων Πάτρας το 2001, καθώς κι ένα ανώνυμο κείμενο.
(Πηγή:www.kolivas.de)
AEK AREIANARA
23 Απριλίου 2013 @ 22:25
Με αφορμη το υπεροχο αυτο αφιερωμα στο γιατρο μας τον συντροφο αγωνιστη ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΓΡΗΓΟΡΗ θα σας πω μια ιστορια που εχω μαθει απο πρωτο χερι. Ενα πρωι ο γιατρος ηταν στο φαρμακ ειο του Χαριλαου του Καββαδα , ηταν πολυ φιλοι, και εκεινη τη στιγμη μπαινει μεσα ενας κακοντυμενος ανθρωπος με μπαλωμενα παπουτσια και αξυριστος. Κυριε Χαριλαε , λεει στον φαρμακοποιο, ο γυναικολογος μου ειπε να παρω καποια φαρμακα για τη γυναικα μου,αλλα δεν εχω λεφτα τωρα,μου τα δινετε και αμα μπορεσω θα σας πληρωσω. Ο Χαριλαος ,σπουδαιος ανθρωπος και αυτος σαν το γιατρο ,φυσικα του τα εδωσε. Φευγοντας του λεει ο γιατρος ανθρωπε μου παρε και αυτα τα χρηματα . Μετα απο λιγες μερες οΓιατρος με τον Χαριλαο πηγαν σε ενα πανηγυρι στην πλαγια,οποτε βλεπουν εκεινο τον ανθρωπο να χορευει και να πεταει τα κατοσταρικα στους βιολιτζηδες σαν μαρουλοφυλα.Βλεπεις οτι βλεπω λει ο Χαριλαος στον Γιατρο.μωρε εγω τον βλεπω αλλα το κακο ειναι οτι μας βλεπει και αυτος οτι τον βλεπουμε και εμειςτου λεει ο Γιατρος και ξεκαρδιστηκαν στα γελια