Το Μεγανήσι στην Λογοτεχνία: «Ο Άνθρωπος της Λευκάδας»
Σε προηγούμενο σχετικό άρθρο μου παρουσίασα αρκετές περιπτώσεις λογοτεχνικών αναφορών στο Μεγανήσι. Επιστρέφω, όπως είχα υποσχεθεί, με την πιο εντυπωσιακή ίσως περίπτωση, αυτή του μυθιστορήματος του Χάμμοντ Ίννες «Ο Άνθρωπος της Λευκάδας», γραμμένο το 1971.
Εδώ πια το Μεγανήσι αποτελεί το κεντρικό σκηνικό για την εξέλιξη της πλοκής. Ο Άγγλος συγγραφέας, φανατικός ιστιοπλόος, είχε ασφαλώς επισκεφτεί το νησί και την γύρω περιοχή, δεδομένου ότι οι περιγραφές του είναι πολύ ακριβείς, αν και οι χαρακτήρες που χρησιμοποιεί είναι σαφώς μυθοπλαστικοί.
Ο Πωλ Βαν ντε Βοορτ, Ολλανδός καπετάνιος, ξεκινάει μια αναζήτηση για τον θετό του πατέρα Πήτερ, έναν διάσημο μεν, αλλά αμφιλεγόμενο και εκκεντρικό παλαιοντολόγο δε. Τα ίχνη του Πήτερ έχουν χαθεί κάπου στην Δυτική Ελλάδα, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει μια θεωρία για την μετάβασή του Κρο-Μανιόν από την Αφρική στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Ιόνιο. Ο ήρωας, μετά από επίμονη αναζήτηση στα Γιάννενα και την Πρέβεζα εντοπίζει τα ίχνη του επιστήμονα:
«Πέρυσι ήταν μόνος του και επί τρεις μήνες τριγυρνούσε στα νησιά του Ιονίου, ολομόναχος, ιδιαίτερα στην Λευκάδα. Πήγε και στο Μεγανήσι, την Τάφο, όπως λέγεται αλλιώς, κι έμεινε λίγες μέρες στο χωριό Βαθύ. Είχε μαζί του ένα αντίσκηνο κι ένα σακκίδιο»
Ο ήρωάς μας εξακολουθεί τις έρευνές του μέχρι που καταλήγει σε μια γυναίκα, τη Σόνια που γνώριζε για τον καθηγητή, καθώς και σε έναν βαρκάρη που τον είχε μεταφέρει στο νησί:
«Έδειχνε τόσο άρρωστος κι αδύνατος ο άνθρωπος (…). Είχε τη φρόνηση να τρώει αργά, μα ήταν φοβερά κουρασμένος. Και δεν ήθελε και να πάει στο κρεβάτι πριν του υποσχεθούμε πως θα τον πηγαίναμε στο Μεγανήσι»
«Είσαι βέβαιη πως είπε Μεγανήσι, όχι Λευκάδα;» τη ρώτησα.
«Φυσικά, είμαι βέβαιη. Στο Βαταχώρι του Μεγανησιού, εκεί ήθελε να πάει. Και χωρίς να το μάθει κανένας».
«Είπε γιατί;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Όχι, αυτό όχι. Μιλούσε συνέχεια για μια σπηλιά, για κάτι που ήθελε να κάνει εκεί…»
Έτσι ο Πωλ αποφασίζει να επισκεφτεί το Μεγανήσι για να τον βρει – ζωντανό ή νεκρό. Τα πράγματα περιπλέκονται ωστόσο όταν στην αναζήτηση μπαίνει και ο Χόλροϋντ, αρχαιολόγος επίσης, και επιστημονικός αντίπαλος του πατέρα του. Το δεύτερο μισό του βιβλίου εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο Μεγανήσι:
«Κατά τις εφτάμιση ήμαστε αντίκρυ στον Σκορπιό, ένα βραχώδες και δασωμένο νησάκι, ιδιοκτησία κάποιου βαθύπλουτου Έλληνα, και μισή ώρα αργότερα μπαίναμε στο λιμάνι Βαθύ, ενώ το χωριό κοιμόταν ακόμα μέσα στον πρωινό ήλιο και τα γαϊδούρια βόσκανε άκρη- άκρη στο νερό. Μια ψαρόβαρκα πουλούσε τη νυχτερινή καλάδα και δίπλα της ένα καϊκι ήταν φορτωμένο με πολύχρωμα ανατολίτικα χαλιά. Ο λιμενάρχης μας δέχτηκε στο σπίτι του(…)»
Ο Πωλ κατόπιν ψάχνει Μεγανησιώτες που είχαν συναπαντηθεί με τον πατέρα του και καταλήγει στο ότι το σημείο έρευνας που του κέντριζε το ενδιαφέρον έπρεπε να είναι στην Θηλιά (την ονομάζει Τίλια, όπως και το Κατωμέρι, Βαταχώρι ή τον Αθερινό, Αθέρα- πιθανότατα εκ παραφθοράς κι όχι εσκεμμένα, αφού άλλα τοπωνύμια τα διατηρεί όπως τα ξέρουμε):
«Ανοιγόμασταν κιόλας γύρω από την είσοδο του όρμου Σπήλια. Ήταν ένας απόκρημνος κολπίσκος με το Σπαρτοχώρι ψηλά, πάνω από έναν γκρεμό. Το πρώτο αεράκι είχε αρχίσει να ρυτιδώνει την επιφάνεια του νερού, καθώς γυρίζαμε πλώρη κατά το νοτιά και μπαίναμε στο στενό του Μεγανησίου. Τα βουνά της Λευκάδας υψώνονταν απότομα από πάνω μας, στα δεξιά μας, κι ολόισια μπροστά μας πρόβαλε ένα μικροσκοπικό νησάκι, πολύ κοντά στην ακτή του Μεγανησιού.
«Είναι η Τίλια», είπε ο Τζαβέλας. «Η σπηλιά είναι ακριβώς πίσω από τους υφάλους. Κι εκείνος ο κόρφος εκεί πέρα», έδειξε κατά τη Λευκάδα, «λέγεται Δέσιμο. Ο δόκτωρ είχε πάει κι εκεί για ένα διάστημα, πέρυσι». Από τη μέσα μεριά του νησιού Τίλια η θάλασσα είχε ένα σμαραγδένιο πράσινο χρώμα- όλο υφάλους και ρηχά νερά κι αμμουδερό βυθό (…)»
Ο Ολλανδός συναντά τελικά τον πατέρα του σε ένα σπίτι στο Σπαρτοχώρι. Ο γέρος επιστήμονας παραμένει εντούτοις εσωστρεφής και μυστικοπαθής. Στην πορεία φαίνεται ότι διαθέτει στοιχεία για να τεκμηριώσει την θεωρία του και κομμάτι-κομμάτι τα παρουσιάζει και τα εξηγεί στον υιοθετημένο γιο του, με ένα ασυνήθιστο πάθος, κυρίως όταν επισκέπτονται μαζί τον χώρο της ανασκαφής στην Θηλιά (όπου εντωμεταξύ έχει ήδη εγκατασταθεί με τα αντίσκηνα του για επίσημη έρευνα κι ο αντίπαλός του Χόλροϋντ):
«Έλεγε ότι ολόκληρος ο κύκλος που σχηματίζουν οι κορυφές της Λευκάδας, του Μεγανησιού, του Καλάμου και της ηπειρωτικής ακτής υπήρξε κάποτε η στεφάνη ενός τεράστιου κρατήρα που κατακλύσθηκε από τη θάλασσα ύστερα από κάποια ηφαιστειακή έκρηξη, πιο ισχυρή κι από την έκρηξη της Σαντορίνης»
Στην ιστορία τελικά ανακατεύεται και η ελληνική αστυνομία (μιλάμε για την εποχή της Χούντας) ενώ ο παλαιοντολόγος εξαφανίζεται ξανά, αυτή τη φορά όλα όμως οδηγούν σε μια βαθιά υποθαλάσσια σπηλιά, απέναντι από την Θηλιά, που είναι κατάσπαρτη με υπέροχες βραχογραφίες κυνηγιού του πρωτόγονου ανθρώπου, του Ανθρώπου της Λευκάδας…
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στην δραματική κορύφωση που επιλέγει ο συγγραφέας, καθώς αρκετοί –φαντάζομαι- δεν θα έχουν ακόμα διαβάσει το βιβλίο. Το βέβαιο είναι ότι το περιπετειώδες μυθιστόρημα του Ίννες αποτελεί μέχρι σήμερα το πιο εντυπωσιακό δείγμα λογοτεχνικής γραφής που να αφορά στο Μεγανήσι, με εκτενή αποσπάσματα και λεπτομερείς περιγραφές. Η δε θεματολογία του (παλαιοντολογική έρευνα), μετά και από τις νωπές αρχαιολογικές ανακαλύψεις στο νησί, αποκτά επιπρόσθετα μια έντονα επίκαιρη χροιά.
Εργοβιογραφία του συγγραφέα μπορείτε να δείτε εδώ.