«Οχιά και μονομερίδα!», κατά Αρ. Βαλαωρίτη
Όλοι μας έχουμε ακούσει την φράση «Οχιά και μολυμερίδα» (υπάρχει και στον πληθυντικό) και μάλλον όλοι γνωρίζουμε και την χρήση της. Μέχρι πριν λίγα λεπτά θεωρούσα, λανθασμένα βέβαια, ότι η «μολυμερίδα» ήταν κάποιου είδους ασθένεια. Ξεφυλλίζοντας ωστόσο το (ψηφιακό πια) βιβλίο «Βίος και έργα Αριστοτέλους Βαλαωρίτου», σε επιμέλεια του Ι. Βαλαωρίτη (εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1908) συναπαντήθηκα με την πραγματική σημασία της λέξης, την οποία αγνοούσα. Εκεί συνάντησα και άλλες ενδιαφέρουσες εξηγήσεις για λέξεις του ιδιώματός μας, στο πλαίσιο των σχολιασμών των ποιημάτων από τον μεγάλο μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Τις παραθέτω αυτούσιες:
σελ. 251
Μονομερίδα: όφις μικρός, θανατηφόρος. Εκ δε της αμβλύτητος της ουράς προήλθεν η ιδέα ότι δικέφαλον είναι το ερπετόν τούτο. Εμποιεί τρόμον η ζοφερά αυτού χροιά και καθίσταται λίαν επικίνδυνον ως εκ της μικρότητος αυτού. Προς τον επιμόνως αρνούμενον την εκτέλεσιν επανειλημμένης προσταγής και εντόνως εκφωνούντα: «Όχι!» εκτοξεύεται το «Οχιά και μονομερίδα!». Το μεν πρώτον ως παρήχησις του όχι και ως εμφαίνον άλλον όφιν επίσης θανατηφόρον, το δε δεύτερον προς επίτασιν της κατάρας. Εκτός των δύο τούτων, επικίνδυνοι θεωρούνται παρ’ ημίν ο αστρίτης και το ακονάκι, περί ου και το δημώδες
Αν σε φάει τακονάκι- το τσαπί και το φκιαράκι.
Η δενδρογαλιά, ο σαπίτης, ο τυφλίτης, το σαϊτάρι θεωρούνται ακίνδυνα. Ως φάρμακον εις ουδετέρωσιν του ιού των όφεων παρέχεται λευκή τις κόνις, κατασκευαζομένη εκ τινός φυτού, όπερ και φειδοχόρτι καλείται. Τινές πιστεύουσιν ότι την αυτήν θαυμασίαν ιδιότητα έχει και η δρακοντία (άρον, δρακόντιον των αρχαίων, Arum italicum), φυτόν περικλείον εντός πρασινωπής θήκης καυλόν ερυθροειδή, κοινώς λεγόμενον «γκάρδην». Ο καυλός ούτος αποτεφρούμενος είναι το αντιφάρμακον. Αρκεί να πίη τις την κόνιν δις εντός εβδομάδος, αλλά μόνον κατά την Τετράδην και την Παρασκευήν, μόλις εγειρόμενος του ύπνου και προ πάσης εδωδής και πόσεως. Η θεραπεία αύτη καλείται «πότισμα», και «ποτισμένος» ο δια του τρόπου τούτου καταστάς άτρωτος.
Σελ. 269
Παλαμονίδα: είδος σκληράς ακάνθης. Όνωνις των αρχαίων. Ononis spinosa
Σελ. 270
Το «μαυλίζω» δεν λαμβάνεται ενταύθα επί της φαύλης σημασίας, ην είχε παρά τοις αρχαίοις. Κυρίως σημαίνει : κράζω δι’ ιδιαιτέρου τινός φθόγγου τα κατοικίδια πτηνά ή κτήνη. Τοιουτοτρόπως μαυλίζει τις ή μαυλά τας όρνιθας, τον αίλουρον, τον κύνα.
Σελ 395
Γουλί και γούλος, λίθοι μικροί κατά το μάλλον και ήττον σφαιροειδείς. Υπάρχει και η λέξις γουλίζω ιδιαιτέρας χρήσεως παρ’ αλίευσιν= καθιστώ απαλόν, τρυφερόν τον πολύποδα [χταπόδι] τρίβων αυτόν επί πλακός λείας, ομαλής.
Σελ. 396
Θελέσι, περίεργος λέξις. Σημαίνει συνήθως κτήνος τερατώδες, ως εκ του όγκου του, βαρύ. Όφις εκτάκτου μεγέθους ή άνθρωπος ηρακλείου οργανισμού αλλά νωθρού πνεύματος προσαγορευόνται δια της λέξεως ταύτης.