Ο χρόνος μαρμάρωσε
Ο χρόνος μαρμάρωσε – Του Δημήτρη Τσερέ
Ο χρόνος δεν είναι ομοιογενής και ενιαίος. Π.χ. και για τις ΗΠΑ και για τα νησιά της Μελανησίας το ημερολόγιο γράφει Ιανουάριος του 2013. Αλλά οι μεν ΗΠΑ ετοιμάζονται να πάνε στο φεγγάρι, ενώ τα νησιά της Μελανησίας βρίσκονται στην εποχή του ησιόδειου αρότρου και ακόμα πιο πίσω. Άρα ο πραγματικός χρόνος είναι άλλος στις ΗΠΑ και άλλος στη Μελανησία. Στην περίπτωση αυτή, παρατηρώντας την περιοχή που υστερεί, λέμε ότι «ο χρόνος μαρμάρωσε».
Ο χρόνος όμως δεν μαρμαρώνει μόνο σε τόπους, που βρίσκονται «μακριά από τον πολιτισμό». Υπάρχουν περιπτώσεις που μαρμαρώνει και σε μια ελάχιστη γωνιά μιας ανεπτυγμένης περιοχής. Και πάλι λέμε το ίδιο: «ο χρόνος μαρμάρωσε».
Ο «χρόνος μαρμάρωσε» λοιπόν και σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της Λευκάδας που αποτύπωσαν οι φωτογραφίες μας: Στο καφενείο του πάλαι ποτέ Θεμιστοκλή Καββαδά. Στην ανατολική παραλία της πόλης, δίπλα από την πιτσαρία Festino.
Το καφενείο του μπάρμπα Θεμιστοκλή έμεινε όπως ήταν εδώ και τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Και ο χώρος (τοίχοι, τζαμαρίες, πόρτες) και η «διακόσμηση» (καρέκλες, τραπέζια). Ο μπάρμπα Θεμιστοκλής πέθανε βέβαια πριν από αρκετά χρόνια αλλά ο γιος του ο Ανδρέας, που απεβίωσε εντελώς πρόσφατα, δεν το «πείραξε» καθόλου. Ούτε το ανακαίνισε ούτε το νοίκιασε.
Αφήνοντάς το έτσι το μετέτρεψε σε ένα ιδιότυπο μουσείο με επισκέπτες τον εαυτό του πρώτα (καθημερινό επισκέπτη) και όσους είχαν φιλοξενηθεί στις καρέκλες του στα χρόνια της ακμής του και είχαν σπάσει τη μοναξιά τους πίνοντας το καφέ τους, παίζοντας κανένα αθώο χαρτάκι ή κουβεντιάζοντας και ατενίζοντας το δίαυλο μέχρι κάτω στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου.
Η ανατολική παραλία της Λευκάδας μέχρι το 1970 σχεδόν πλημμύριζε από ζωή και κίνηση πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Μέχρι τότε εκεί άραζαν οι «βενζίνες» που έκαναν τη συγκοινωνία με τα χωριά της Λευκάδας και της Ακαρνανίας (η χρήση των αυτοκινήτων ήταν ελάχιστη μέχρι τότε).
Με το Βλυχό και το Νυδρί, με το Μεγανήσι, με το Μύτικα, με την Πάλαιρο αλλά και με την Πλαγιά (οι Πλαγιώτες κατέβαιναν με τα πόδια από την παλιά Πλαγιά στον Παλιοχαλιά, απέναντι από τις Αλυκές Αλεξάνδρου, για να πάρουν τη «βενζίνα»).
Ταχτοποιημένες στη σειρά, στη δική της σταθερή θέση η κάθε μια, όπως σήμερα τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ στον Κηφισό. Ένα βουερό μελίσσι ο κόσμος το πρωί που έφταναν και κυρίως το μεσημέρι που έφευγαν.
Δεν είναι τυχαία τα ονόματα των δρόμων που εκβάλλουν στην ανατολική παραλία: Οδός Μεγανησίου, οδός Παλαίρου, οδός Μύτικα. Δείχνουν από πού «έμπαινε» τότε στην πόλη ο κόσμος των όμορων περιοχών που επικοινωνούσε μ’ αυτήν από τη θάλασσα.
Το καφενείο του μπάρμπα Θεμιστοκλή ήταν ένα από τα καφενεία αυτού του πολυσύχναστου και θορυβώδους δρόμου που υποδέχονταν τους «θαλασσινούς» επισκέπτες το πρωί (μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά) και τους έδιναν καταφύγιο τις μεσημβρινές ώρες μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος της αναχώρησης, όταν ο ξερός και διακεκομμένος ήχος του στόλου των βενζινομηχανών που απέπλεαν, δονούσε όλο το δίαυλο και έφθανε μέχρι τα ενδότερα εκατέρωθεν.
Αλλά ήταν και το στέκι των πολλών φτωχοψαράδων της συνοικίας της Αγίας Κάρας και όλης της ανατολικής παραλίας, που την άραζαν εκεί στα διαλείμματα του μόχθου τους, ιδίως τις βροχερές μέρες και τις ατέλειωτες νύχτες του υγρού και ομιχλώδους λευκαδίτικου χειμώνα. Από το μεσημέρι και ύστερα, όταν οι «χωριάτες» είχαν φύγει, ο χώρος ήταν πια αποκλειστικά δικός τους.
Όμως «βίοτος τρέχει κυλισθείς…». Ο κύκλος αυτών των καφενείων αναπόφευκτα έκλεισε μαζί με τον κύκλο μιας ολόκληρης εποχής, διαφορετικής στην οικονομική-κοινωνική της συγκρότηση και στις νοοτροπίες της.
Η παρακμή τους υπήρξε αργή, και σταδιακή και ως εκ τούτου ο «θάνατος» τους ανεπαίσθητος: μια ωραία αυγή δεν άνοιξαν αλλά οι άνθρωποι δεν το πήραν χαμπάρι. Η στίλβουσα επέλαση του καινούργιου είχε αποσπάσει όλη την προσοχή μας.
Και οι λίγες λέξεις, που τους αφιερώνουμε εδώ, ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο σ’ αυτά τα ταπεινά εντευκτήρια, που φιλοξένησαν (και ίσως να απάλυναν) τη μοναξιά και τη θλίψη των θαμώνων τους αλλά, και σε καλύτερες ώρες, τους ψυχαγώγησαν με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν.
(Πηγή: www.kolivas.de)