Μια βολά κι ένα καιρό… Με ντόπιο χιούμορ !

Στο νησί μας όπως και σε κάθε μικρό και απομονωμένο τόπο τα παλιά τα χρόνια η φαντασία των ανθρώπων δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες και σεναριογράφους όλων των εποχών.

Κάποια ήτανε αληθινά γεγονότα και με μπόλικο αλατοπίπερο έπαιρναν σάρκα και οστά και γίνονταν μουστούρες.

Οι πιότερες ήτανε σκιαχτερές με ορφανά παιδάκια, άρρωστα , χωρίς μανούλες που στο τέλος πάντα κινδύνευαν να πάθουνε κάτι. Οι πατεράδες πάντα  λείπανε .

Απόψε  θα πούμε παραμύθια με… Ντόπιο χιούμορ. Με ύφος λέξεις και ιστορίες της δικής μας γιαγιάς της Μεγανησιώτισσας.

Της βάβως της βαβάς μας…..

Μια βολά  κι ένα καιρό λοιπόν ήταν η βαβά και τα αγγονάκια της.

Τα μάζωνε τριγύρου κι αρχίναε  απ΄ τσ’ ορμήνιες.

Αποκοντά ξεκίναε το παραμύθι κάπως έτσι:

_Ακουρμαστήτε παιδάκια μου. Μια βολά κι ένα καιρό….

-Τα παλιά τα χρόνια  ήτανε ή είμαστουνε….

-Εκειά τα χρόνια ακούς….

-Τα ακούσατε μωρές εκειό που έγινε εψές στο βράδυ

Το παραμύθι τόφερνε στα μέτρα της ανάλογα από το λόγο και το σκοπό της κάθε μουστούρας .

Η ιστόρηση  δραματική με ύφος ανάλογο έπαιρνε οσκαρ ερμηνείας και από την πρώτη λέξη στραβοκατίναες κι έτρεχες να κρυφτείς κάτω από το κότολο της.

Με το παραμικρό μας λέγανε ιστορίες. Παραβολές βγαλημένες από το μυαλό τους  οι περισσότερες σιγά σιγά γίνανε μύθοι κι από τη μία πέρναγε στην άλλη.

Για να φάμε το φαί μας να πλαέσουμε να γυρίζουμε νωρίς στο σπίτι,να είμαστε υπάκουοι, για κάθε περίπτωση  κι ένα παραμύθι που ταίριαζε, και το τέλος ανάλογο με το στόχο.

Εμείς σταυροπόδι  στο κολοπροσκέφαλο γύρω απ΄τη κούδα της χωρίς  μπαμπαξά…

Τα παραμύθια μας δεν είχανε βασιλοπούλες Κοκκινοσκουφίτσες και Χιονάτες ούτε κακιές μάγισσες και πριγκιπόπουλα.

Εμείς είχαμε τους δικούς μας πρωταγωνιστές:

Η γριά Καλαμοδόντω ΄

<< Ητανε ακούς  μια άσκημη γριά κακούργα και μπομπγιεμένη που ήτανε άκλερη και δεν είχε παιδιά γι αυτό και τα παιδάκια δεν τα χώνευε.

Είχε ένα μεγάλο σακούλι κι όταν σουρούπωνε γύριζε και μάζωνε τα παιδάκια που ΄τανε όξου από τα σπίτια και γυρίζανε.

Τα πήγαινε  στη καλύβα της  και τάτρωε ένα ένα.

Οποιος και να τα χάλευε δε τάβρησκε ποτέ.

Μια φορά ακούς ένα παιδάκι τρύπησε το σακούλι και  τσ’έφυε.

Τρέχαξε μούλη του τη δύναμη κι επήε στο σπίτι του.Είπε στο πατέρα του που είναι η γριά κι εκειός ειδιοπείησε και τα΄άλλους πατεράδες και πιάσανε τη γριά καλαμοδόντω .

Ανάψανε μια θερία λαμπαρδίκα μες τη μέση στη πλαταία και τη κάψανε ζωντανή.

Η γριά όμως βρυκολάκιασε και παραμονεύει κάθε σούρπο .>>

Για να φάμε το φαί μας μας λέγανε πως ήτανε << Ενα παιδάκι που δεν έτρωε το φαί του και δεν άξηνε ποτέ.

Ητανε αστενικό και πήαινε δυό λίτρες και τ’ άλλα τα παιδάκια το αναγελάγανε και δε το παίζανε.

Χλεμπωνιάρηκο και κατακίτρινο σα χτικιασμένο .

Ητανε στα ολύστια και δεν είχε ανάκαρα ούτε το τόπι να κλωτσήσει.

Ετσι έμεινε μοναχό του και πέθανε από το καυμό του.>>

Κι όσο μολόγαε ο στόμας της κι  έφτανε στο τρομερό σημείο εμείς λαμπάζαμε κι εκείνη έβρισκε αφορμή και μας μπούκωνε.

Ο Μπούμπος έπαιζε παντού. Πασπαρτού πρωταγωνιστής σε πολλά έργα. Και πάντα έπιανε.

Ενας νταβραντισμένος γέροντας που βάσταε μαγκούρα, φόραε μπατατούκο και σκούφια, με μεγάλο στόμα που σε έπαιρνε και σε έκανε μια χαψά. Στο κεφάλι του είχε πάντα κατσούλι και δε φαινόντανε τα μούτρα του… Καμιά φορά άκουες να σου χτυπάει τη πόρτα με τη μαγκούρα του. Κι απέ άνοιγε η πόρτα και έμπαινε μέσα.

Κι εσύ στραβοκατίναες και άνοιγες το στόμα σου βεράνι. Και μπατ οι χαψές. Ξεροκατάπινες από το φόβο κατάπινες και το φαί μαζί.

Και απέ ο Μπούμπος έφευγε. Εκείνη τη στιγμή όμως  ξαναγύριζε κι ο παπούλης σου στο τραπέζι. Αλλά εσύ που να πάρεις χαμπέρι….

Η Ρόιδο η Μήλο και η Ροιδομάουλη.

<<Ητανε τρείς αδερφές.

Η Ρόιδο κι η Μήλω ήτανε άσκημες σα σατράκαλα, και φαντασμένες, αλλά η Ροιδομάουλη ήτανε πεντάμορφη. Φεγγάρι το πρόσωπό της.

Κάθε πρωί ρωτάγανε τον ήλιο ποιά ήτανε η ομορφότερη κι ο ήλιος αποκρινόντανε:

Καλή είναι η Ρόιδω καλή κι η Μήλω μα σα τη Ροιδομάουλη καμία στο κόσμο. Οι άλλες τη φτωνάγανε και θέλανε να τη βγάλουνε μπροστάθενέ τους…

Ενα πρωί μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα του είπανε στη Ροιδομάουλη:

-<<Τσάτσα, θα πάμε στο λαγκάδι να μάσουμε λάχανα. Πάρε σκουτί και μαχαίρι κι έλα αποκοντά >>

Πραματικά, η Ροιδομάουλη πουτανε καλοσυνάτη κι απονήρευτη ακλούθησε  τσ΄αδερφές τσ.

Εφτές τομ εφτάσανε τη παρατήσανε μοναχή τς τάχα να μάσει κοκοτούς και θα γυρίσουνε να τη πάρουνε.

Τη κοροιδέψανε όμως και τη παρατήσανε και φύανε.

Η καψερή γύριζε άρελη και κάρελη από λαχίδα σε λαχίδα .Κι εκεί που χάλευε του κάκου και δεν ακουρμαινόντανε ψυχή ολοτρύιρα, βλέπει μπροστά  ένα παλάτι.

Εμασε τσι δυνάμες της και χτύπησε τη πόρτα.

Ανοιξε μια περέτρια και τσείπε ότι το παλάτι τόχουνε τρείς δράκοντοι αλλά επειδή τσ πόνεσε η ψυχή θα τηνε κρύψει στη σκοτεινή. Ετσι κι έκαμε.

Οι δράκοντοι όμως κάθε πρωί τη ρωτάγανε << Είναι κανένας σπίτι; Βασιλικό αίμα μου μυρίζει >>

Η καψερή η δούλα δε τη μαρτύραε αλλά σκιαζόντανε και τσ δρακόντους μη τη φάνε κι έτσι τη πρόδωκε.

Μόλις όμως αντικρύσανε μπροστά τσ τη Ροιδομάουλη πλανευτήκανε απ την ομορφάδα και δε τη φάγανε. Την αφήκανε κι έζησε κοντά τσ στο παλάτι.>>

(Εδώ κάτι είχανε μπερδέψει μου κάζει )

Η κακιά μητριά ήτανε λέει << μια πολύ κακιά γυναίκα που παντρεύτηκε ένα χήρο πούχε πολλά λεφτά και δυό παιδιά. Ενα παιδί και μια κοπέλα. 

Ητανε ομορφοσούσουμη και λεβεντογύναικα και έκρυβε τη κακουργία τσ στα λούσα. Ο άντρας ο κακομοίρης δεν πονηρευόντανε γιατί τονε θάμπωνε απ την ομορφάδα.

Μια μέρα ο άντρας έφυγε ξημερώματα να πάει στη πόλη για στραβομάρες. Αφού  τον εξεπροβόδισε καλά καλά έβαλε μπροστά το σκέδιό τση.

Εφκιασε γάλα στα παιδιά και τσέριξε παπαρούνα μέσα για να τ’αποκοιμήσει. Τομ σκωθήκανε από τον ύπνο πγίκανε το γάλα μπατ και μπατ και φύανε για το σκολειό.

Στο δρόμο τάπιασε νύστα και τσήρτε  αλμπαζία . Κάτσανε να ξαποστάσουνε και αποκοιμηθήκανε σε ένα κουντρί.

Η κακιά μητριά που τακουλούθαε τα δεσε με μια τριχιά και τα σέλωσε στάλογο. 

Τα πήρε και τάφηκε μέσα σε μια σπηλιά δεμένα και τα παράτησε να πεθάνουνε.

Η μανούλα τους όμως που τάβλεπε κι έκλαιγε η καρδιά τσ από τον ουρανό έγινε άγγελος και πέταξε και πήε και τάλυσε.

Αφού τσέδειξε το δρόμο για το σπίτι τα συντρόφεψε ώσπου φτάσανε στο κατώφλι του σπιτιού.

Ο πατέρας είχε γυρίσει κι η παλιογύναικα η γυναίκα του τούχε πεί ότι επέσανε στο γκρεμό και τα πήρε το ποτάμι και δε μπόρεσε κανένας να τα σώσει. Εκανε και πως έκλαιε και καλπούρα όπως ήτανε ο άλλος τηνεπίστεψε.

Εκείνη την ώρα όμως εμπήκανε μέσα τα παιδιά με τη τριχιά στο χέρι και  μολογήσανε στο πατέρα τα βάσανά τους.

Αυτή δε κράτησε το σκάνιο της και όρμησε στα παιδιά με σβίδο. <<Παλιόπαιδα έπρεπε να σας βράσω ζωντανά και να σας φάου. >>

Τότε ο  καψερός ο παλιοπατέρας  αγκάλιασε τα παιδιά του και έδειωξε τη κακιά μητριά. Και ζήσανε αυτοίνοι καλά κι εμείς καλύτερα.>>

Ετσι τέλειωναν όλα τα παραμύθια…

Η γριά Τσαμάρω και ο Μπάρμπα Νικολός ήτανε ανώδυνο παραμύθι για το μεσημεριανό ύπνο ή το φρούτο μας.

<< Η Τσαμάρω η πονηρή αλπού που κορόϊδευε το λύκο Μπάρμπα Νικολό.

Τον ορμήνεψε να πάρει μια λαϊνα και να πάνε στο ποτάμι για ψάρια.

Ο Νικολός πήγε στο ποτάμι κι η Τσαμάρω τον εκατατόπιζε απόξου.

-Παρακάτω μπαρμπα Νικολό.

Και ο Νικολός έμπαινε παρακάτου στο νερό.

_Μπάτε ψαράκια μου στη λαίνα.

Και παρακάτω μπάρμπα Νικολό

Μπάτε ψαράκια μου στη Λαίνα

Και παρακάτου μπάρμπα Νικολό ώσπου ο Νικολός επήε στα άπατα και πνίηκε.

Αυτό το παραμύθι μας άρεσε.  Ητανε από εκειά που δε σκιαζόμαστούνε.

Μας άρεσε να ακούμε το << Παρακάτου μπάρμπα Νικολό.>>

Δεν χωνεύαμε και το λύκο…..

Η αλπού ήτανε πάντα στις μουστούρες με τα ζώα.

Εκανε  την Κυρά _Μαριώ.

Πότε έμπαινε στο κοτέτσι κι έτρωε τσ΄κότες και πότε στο μαντρί και έτρωε τα πρόβατα.

Τα μάβλαε με τη φωνή της μάνας προβατίνας κι αυτά τα ζώα ξεγελιόντανε.

<< Ελάτε αρνάκια μου και πιτσκαρνάκια μου και σας ήφερα κρύο νερό και δροσερό χορτάρι >> …

Απ! Και τα βούταε.

( Κι εδώ κάπου τα μπερδέψανε )

Ο Δακρυογιάννης ήτανε σχετικά χαρωπό παραμύθι.

<< Αυτός δεν είχε πατέρα .

Η μάνα του έμεινε χήρα και δεν έκανε παιδιά .¨Εκλεγε και μάζωνε τα δάκρυά της σε μια γαδένα. Μετά τάπιε και από θάμα αγκαστρώθηκε. Εκαμε ένα παιδί και τόβγαλε Δακρυογιάννη.

Απόλειπος στα παραμύθια μας ήτανε κι ο Δράκοντας.

Έτρωε τα παιδάκια αφού πρώτα τα βανε στο κατώι του. Έκοβε πρώτα το μικρό τους δαχτυλάκι και τα άλλα τα μαγέρευε ολόκληρα σε μια θερία πινιάτα.

Αυτός δεν έβγαζε φωτιές από το στόμα. Ούτε πέταε με φτερά. Αμα δε καθόσουνα καλά όμως αγλίμανό σου.

Η Μώρα σε έπιανε μεσάνυχτα κι απάνου στον ύπνο σου. Ητανε μια γυναίκα ψηλή καλαμαντάρω , μπαρμπουλωμένη. Παραφύλαε όμως και  το καταπόρι σου κι άμα έβγαινες στην αυλή το βράδυ σε βούταε και σόπαιρνε τη λαλιά να μη μπορείς να κρίνεις. Και μαρμάρωνες επί τόπου.

Αυτή έπιανε και μεγάλους.

Γι αυτό κανένας δεν έβγαινε στην αυλή μεσάνυχτα κι όλα τα σπίτια πέρνανε κανατάκια στο κρεβάτι.

Η Οργή  ήτανε κι αυτή σαν τη Μώρα . Αυτή όμως έπαιρνε κι άλλα πράματα εκτός από παιδάκια.

Η βαβά μου όταν έχανε κάτι έλεγε πάντα ότι το πήρε αυτή, η η Ορπή του διαόλου.

Μπορεί να ήταν αδερφές….

Τα Παγανά δεν τάχα δεί ποτέ μου. Μόνο τα άκουγα μερικά βράδυα που αλιχτάγανε κάτου από το παραθύρι μου.

Είχανε λέει μακριές ορές και ήτανε μαύρα.

Παραμονεύανε να δούν αν είσαι ξύπνιος αλλιώς ανοίγανε το παραθύρι και σε παίρνανε.

<< Μια φορά είχανε πάρει ένα παιδάκι που δεν έκλεινε το μάτι του .Εβήκε ακούς στο παραθύρι να αγναντέψει κι όπως ήτανε σκυμμένο το αρπάξανε και πάει…

Κλάψο η μάνα του!!!

Το καλιόραε κάθε βράδυ. Ωσπου ένα παγανό τηνε λυπήθηκε την αγλύκαντη και τούφερε πίσω.

Αυτό όμως είχε βουβαθεί και δεν ματάκρινε ποτέ στη ζωή του.

Τα παγανά τούχανε πάρει τη κρίση για να μη μαρτυρήσει που τούχανε πάει.>>

Τα Λαμπάσματα ήτανε κι αυτά στα παραμύθια μας.

Δεν θυμάμαι καλά …Νομίζω ότι ήτανε πεθαμένοι με άσπρα μακρυά φορέματα μπορεί νάτανε και φαντάσματα.

Οι καλικατζάροι βγαίνανε μόνο τα Χριστόεννα και του Φωτώνε.

Αυτοί δε σε πειράζανε. Τσ’ πέταες κουραμπιέδες και γλυκό χωριάτικο και φεύγανε.

Αυτά τα παραμύθια μας σκιάζανε. Σου σκονώντανε η τρίχα… Το βράδυ βλέπαμε δρακόντους  και παγανά στον ύπνο μας και πολλά παιδιά κατουργιόντανε απάνου τους από το φόβο.

Και τρέχανε στο κρεβάτι της μάνας να κρυφτούνε ή κλουπωνόντανε με το σεντόνι ως απάνου.

Δε κούταες να βγείς άμα σουρούπωνε και τρέχαες στο σπίτι προτού να κάτσει ο ήλιος.

Ετρεμες και τον ίσκιο σου και με το παραμικρό   ανατσουτσουρωνόσουνα .

Εβλεπες μπάρμπα στο δρόμο με μαγκούρα και γριά με κατσούλι και σου κοβόντανε το αίμα.

Κάθε φορά που πέραες από σοκκάκι η από σπίτι πεθαμένου στραβοκατοίναες αφού πολλοί πεθαμένοι σούχε πει η βαβά σου είχανε βρυκοκαλιάσει και γυρίζανε.

Άσε τα νεκροταφεία και τα μνήματα…

Και αφού σούχανε κόψει το αίμα καλά καλά μετά σε στέλνανε για παραγγελείες στα μαγαζά  η στα σπίτια το βράδυ.

Κι άμα έλεγες σκιάζομαι να πάου έτρωγες και ξύλο.

Τι σκιάζεσαι  σου λέγανε, δε σε πειράζει κανένας!

Κι εσύ έτρεμες να βγείς από τη πόρτα.

Ενας να έρθει από όλους την…έβαψες. Δεν ήξερες κι από πού θα σόρτει…

Κι ας ήσουνα καλό παιδί κι έτρωες το φαί σου…Αμα σε μπερδεύανε με κάναν άλλο; Γιατί; Μες το σκοτάδι βλέπανε ;

Ετρεμε η καρδιά σου κι όμως οι άτιμες δεν σου λέγανε ποτέ ότι όλα είναι ένα παραμύθι, ψέματα!

Εκεί…για να σε κρατάνε στο χέρι.

Και για να κάμεις την απόκρουση είχανε βρεί άλλο κόλπο.

– <<Θα σε πάω παρακάτω κι όσο να φτάσεις θα σου κρένω.>>

Κι έτρεχες σαραντάκαπνος να πάς στο προορισμό σου. Στα σκοτεινά σημεία φώναζες να τσεκάρεις αν έχεις προστασία.

Αμα έπαιρνες απάντηση ξαπόσταινες άμα όχι έσπαε η καρδιά σου από το φόβο κι έτρεμε το κατακλείδι σου.

Τα πιο χειρότερα ήτανε εκειά που ήταν αλήθεια. Με χωριανούς .

Η Φασουλού ήταν αληθινή ιστορία.

<<  Είχε πάει στη Βλίχα στην Ελιά με τη κοπέλα της να πλύνει. Η κοπέλα αμολύθηκε και τη πήρε το ρέμα

Δεν ήξερε καμία μπάνιο και πνιγήκανε οι μαυροφόρες και οι δύο.

Και γύρισε ο Φασουλής ο κακότυχος απ΄το καράβι και δεν ήβρε ούτε γυναίκα ούτε κοπέλα.>>

Με μπόλικη σάλτσα η ιστορία ξεπέραε τον Τιτανικό σε εισητήρια…

Κι όποτε πηγαίναμε στη Ελιά θυμόντανε  τη Φασουλού.

Ούτε το ποδάρι μας δε βρέχαμε στη Βλύχα.

Υπήρχανε όμως και φόβοι ζωντανοί της μέρας, που τους απάνταες μπροστά σου…

Η γριά Γεραλού  που έμενε πάνω από το σπίτι μας σε ένα κατώι.

Σκυφτή μπαρμπουλωμένη μες τη τσίπα της εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ τη φωνή της.

Σκιαζόμουνα πώς ήτανε αυτή η Καλαμοδόντω και πολέμαγα να ακουρμαστώ παιδικές φωνές απ΄ το κατώι.

-Φάε και κατάπιε γλήγορα μην έρτει η Παναίτσενα…και αρχίναε η ιστορία κάθε φορά και άλλη με την ίδια  πρωταγωνίστρια.

 

Με Το καράβι του Κασιάνού που βούλιαξε στον Αθερνό και βλέπαμε τρομασμένα το κουφάρι του εφκιάνανε χιλιάδες ιστορίες

Τα Γράβαλα ήτανε μία από τς΄μεριές που χρησιμοποιούσαν για να μας σκιάξουν.

Κι όσο πιο σκοτεινό το μέρος τόσο πιο σκιαχτερή η μουστούρα.

Πάντα κάποιος είχε καλύβα εκεί  που θα πεταγόνταν απ΄τα σκοτάδια και κάτι κακό θα κανε στο περαστικό .

Οι φούρνοι, τα  νταβάνια η σκοτεινή του σπιτιού οι λιθιές κι όλες οι αφώτιστες μεριές  εκρύβανε κάποιονε που  κρυβόντανε από πίσω. Και έβγανε ένα χέρι και σε βούταε με την απαλάμη του.

Κι ο παπούλης με τη μασέλα (δικός μας η ξένος ) που  την μπαινόβγανε στο στόμα του όμως δεν μας έσκιαζε λιγότερο.Εκεί να δείς τριτσάνα που μας έπιανε.Τον εκοίταζες και φανταζόσουνα ότι σε κλείγανε οι τραπεζίτες και σε μασάγανε καλά καλά.

Οι τραπεζίτες μπροστά κι οι κρυμμένες κουφάλες πίσω…

Κι αναμέσαε ο παπούλης και φτεριάζαμε εμείς. Κάποιοι τολμηροί τον ετσικλάγανε κι όλας…

Η γύφτισσα κι ο γύφτος .

<< Θα φωνάξω την αρκουδογύφτισσα να σε βάλει στο σακούλι >> Και μετά σε πούλαε λέει .

Σε πήγαινε στη Ξούντελη στη Λευκάδα και σέβγανε στο παζάρ

Και πώς να μη σκιαχτείς!!! Οποτα έρχόντανε γύφτοι στο χωριό στο σακούλι είχανε  ένα μικρό παιδάκι που ίσα και φαινόντανε το κεφαλάκι του.

Κι όταν τους βλέπαμε  τρέχαμε να κρυφτούμε. Ητανε κατάμαυροι κι οι πιο τρομαχτικοί ήτανε εκείνοι με τα γάλάζα γουρλωμένα μάτια που όταν χαμογελάγανε γυάλιζε η δοντωσά τους πούτανε χρυσή  κι εσύ ελάμπαζες κι έλεγες.Τώρα θα με κάμει μια ρουμπωξά.

Τέλος ο Θεός… 

Πανταχού παρών δεν κούταες να κάμεις τίποτα δίχως να το βλέπει.

Κι άμα ήσουνα καλό παιδί θα πήγαινες στο παράδεισο. Οι κακοί πάνε στη κόλαση. Και σόκαναν την ζωή κόλαση όταν αρχίζανε να σου λένε πώς είναι κάτωκεί.

Τα καζάνια που βράζανε, τα άντερα που σουπετάγανε όξου οι διαόλοι κι οι τριβόλοι.

Οι φωτιές που σου καίγανε τη πέτσα,τα σκουλήκια που σε τρώγανε και τα μάτια που σου πεταγόντανε όξου σα μποβόλια…

Κι άμα σου κούταε ματάλαγες ψέματα, γιατί <<όποιος λέει ψέματα πέφτει μες τα αίματα κι όποιος λέει αλήθεια έχει το Χριστό βοήθεια >>

Το ποιηματάκι σου τριβίλιζε το μυαλό και σε έκανε μαρτυριάρη και καρφί αφού μες στο φόβο σου μαρτύραες και τσαλουνούς.

Όπως είδατε τα περισσότερα  παραμύθια μας ήτανε ανατριχιαστικά μακάβρια σκληρά.  Με μια  μαυρίλα και μια κλαψούρα που ακουλούθαε τα παιδικά μας χρόνια.

Τα λαμπάσματα , τα ορφανά  τα  ξωτικά που πεταγόντανε μέσα απ τις μάζες και οι σκοτεινοί τύποι που βγαίνανε μόνο τη νύχτα ήταν ο τρόπος για να κάνουμε ότι μας λέγανε οι μεγάλοι.

Με παραδειγματικές τιμωρίες απειλούνταν κάθε τόσο η ζωή μας στην κυριολεξία αφού θα καταλήγαμε η πεθαμένοι η σακατεμένοι στη κοιλιά κάποιου αν δεν μας ερχόντανε αφάνος μες στο σακούλι ώσπου να μας πάει στη καλύβα του.

Λες και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μας ορμηνέψουνε. Η κουβέντα ας πούμε….

Και εμείς εκεί…Δε ρεβερδάραμε σε τίποτα….Αφοβοι αλωνίζαμε τη μέρα όπου έβανε ο νούς σου…

Ετοιμοι να τα βάλουμε με δρακόντους με παγανά και αλαφωσκιάσματα.

Σαν να καλούσαμε όλους τους τριβόλους μαζί να πιαστούμε στα χέρια και να τους ξεπατώσουμε μια και καλή. Να ησυχάσουμε από δαύτους. Ποιός μπούμπος!; Κι εμείς τον κάναμε για να σκιάξουμε τους άλλους  κρυμμένοι στις γωνιές και στ αγκωνάρια…

Σαν καθόντανε ο ήλιος όμως κρυφτείτε πουλάκια μου…

Σκιαζόνταν το κορμί  και σπλωμάναε από χτύπο η καρδιά μας.

Και πάλε πίσω στη γωνιά καινούργιο παραμύθι…

Τα όμορφα παραμύθια ήρθανε λίγο αργότερα στο σχολείο.

Ακούσαμε για την κοκκινοσκουφίτσα  τα τρία κατσικάκια τους δράκους τις κακιές μητριές τις μάγισσες και τους πρίγκιπες και τότε καταλάβαμε ότι μοιάζανε  λίγο  με τα δικά μας.

Ομως οι βαβάδες μας τάχανε ακουστά αλλά δεν ξέρανε γράμματα και δεν τάχανε διαβάσει, κι επειδή είχανε πολλές δουλειές δεν προκάνανε να ακούσουνε το τέλος  και το βγάζανε απ΄το μυαλό τους. Τα ανακατώνανε και λίγο το ένα με το άλλο και βγάνανε δικά τους.

Με αυτές τις ιστορίες αξήναμε αντρέψαμε και γεννήκαμε μανάδες και γιαγιάδες κι εμείς. Περάσανε τα χρόνια κι αλλάξανε τα πράματα..

Τα παιδάκια πονηρέψανε και  δε τα γελάς. Άμα γράψεις δράκοντα στο ιντερνέτι σαντγάρουνε γιατί δεν έχει λάικ. Η Μπάρμπι πριγκίπισσα έχει περισσότερα…

Με τόσες φωτολαμψίες κρυφτήκανε οι Μπούμποι και τα παγανά και κι η Ροιδομάουλη ξεμπέρδεψε από τη Σταχτοπούτα.

Εβήκε  η κορέγκα και κόλλησε τη μασέλα του παπούλη κι οι γύφτοι διακονεύουν με το Ντάτσουν…

Στο Μεγανήσι και σε εκειά τα χρόνια και στα τωρινά ο καθένας έχει το δικό του παραμύθι.

Να θυμάται να σκιάζεται να αναχαίρεται και να λυπάται….

Η δική μας βαβά  να ναι καλά και να φορεί τη κούδα….