Ενα ποίημα για το Μεγανήσι

Της Χριστίνας Πάλμου

Μια βάρκα που πάλεται στο νερό, τα χάδια σου.
Ο ήλιος των ματιών σου ο κριθαρένιος το σώμα που αμαυρώνει χρυσαφένιο, ένα φίλημα.

Στους λόφους σκαρφαλώνουν
τ’ ασπράδια τα σπίτια σαν παιδιά
με ανοιχτά παράθυρα γαλάζια
να ορμάει μέσα ο ουρανός,
το σεριάνι.

Κι ένας ήχος.
Θα ναι ο ήλιος που πλαένει στα φύλα
που βουτάει στη θάλασσα
να δροσίσει τον έρωτα
μια χούφτα σύκα σκόρπια στην ποδιά σου
την καφετένια,
τα μάτια σου.

Δεν την ακούς τη Σύβαρης, που ανασταινάζει
με τους Ζεφύρους σαν μιλάς,
τις μαΐστρες και τα κουντρίνια
που ανασαίνουν στους καϊμούς τους όρμους σου
τον αγέρα.

Μυρίζουν οι βασιλικοί. Λιποτάκτες.
Δεν είναι μέθεξη τούτο το ποίημα.
και σκύβει ο Χριστός να τον αγιάσουν τα δάκρυα
των χειλιών σου
να τον βαφτίσουν σπιρί και χώμα ν\’αναστηθεί
μωρό νυφάλιο στα στήθια σου.

Παραπάτησε η αστροφεγγιά και γεννήθηκες
και μες στα βλεφαρίσματά σου
τρυγούν του Αυγούστου τους καρπούς
σμαράγδια, οι νύμφες,
η αγκαλιά σου

Παράδεισε απών, η αγάπη σου
ένας σταυρός να κουβαλάει πρόκες τη θάλασσα μαζί του
να μη σε ξεχάσω παιδί κι ας ήμουν
παιδί πάντα για σένα θα μείνω
ξυπόλυτο

Κι ας πεθαίνω μακριά σου,
ποίημα ποιημάτων και νησί των νησιών
εσύ, κρασί των Θεών να μεθούν οι μέλισσες
είσαι
νεκροταφείο της ζωής μου
οι περασμένες οι σκέψεις μου
πάντοτε να γυρνούν παντοτινά σε σένα Mεγανήσι.