Ναυτικές ιστορίες του κάπτα Σταύρου Δάγλα
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΠΕΡΑΤΖΑΔΑ* ΤΟΥ Β. ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ
Την ιστοριούλα που ακολουθεί, την άκουσα το 1960 στο πρώτο μου καράβι, το φορτηγό S.S. SEA ISLE της εταιρείας Νεγρεπόντη – Σταθάτου, από τον καπετάνιο μας τον Μήτσο τον Μανωλάτο από το Βαθύ της Ιθάκης, καθώς επίσης και από τον λοστρόμο* μας τον Ντίνο τον Γλυκύ (Τιμολέων) από τον Κάλαμο Λευκάδας και έναν ναύτη μας ακόμη. Συνέβη, ενώ συνυπηρετούσαν και οι τρείς, από τις ίδιες θέσεις, στο SS NORA, της ίδιας εταιρείας. Κάποια δικά μου σχόλια, δεν αλλάζουν σε τίποτε τα γεγονότα ή την ατμόσφαιρα του καραβιού στο οποίο αναφέρονται.
Χειμώνα του 1952 (περίπου), το αμεροκάνικο λίμπερτι* SS NORA, με καπετάνιο τον καπτά Μήτσο, αναχώρησε χειμωνιάτικα, από λιμάνι της ανατολικής Αμερικής, φορτωμένο κάρβουνο για Ιαπωνία. Ενδιάμεσα προσέγγισαν στο Λος Άντζελες, να συμπλήρωσαν καύσιμα, τρόφιμα και ότι άλλα εφόδια χρειάζονταν. Οι ποσότητες που είχαν εντολή να πάρουν, θα τους έφταναν κάτω από συνηθισμένες συνθήκες, να επιστρέψουν στην Αμερική με ασφάλεια. Το έκανε η εταιρεία αυτό, επειδή τα είδη που αναφέραμε, ήταν δυσεύρετα και ακριβά στην τότε Ιαπωνία, που γιάτρευε ακόμη πληγές από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ΒΠΠ).
Μετά τους εφοδιασμούς, αναχώρησαν για «λιμάνι της Ιαπωνίας, νοτίως της Γιοκοχάμα», όπως έλεγε το ναυλοσύμφωνο, ακολουθώντας πλεύση λοξοδρομική* (αυτό για τους ανθρώπους του επαγγέλματος που ίσως αναρωτηθούν), έχοντας το καράβι τους καλοφροντισμένο και πανέτοιμο για κακοκαιρία. Μερίμνησε για τούτο ο σχολαστικός του Υποπλοίαρχος (ήταν Γερμανός* που η λήξη του ΒΠΠ τον είχε βρει να υπηρετεί ως Ύπαρχος* σε Γερμανικό υποβρύχιο), κι ο πολύπειρος λοστρόμος του, ο μπάρμπα Ντίνος , όπως και το ικανότατο πλήρωμά του.
Δε πρόλαβαν που λέει ο λόγος να βγουν απ’ το λιμάνι, που ουρανός και θάλασσα άρχισαν να δείχνουν διαθέσεις άσχημες. Το βαρόμετρο πήρε τον κατήφορο, το καράβι να σκαμπανεβάζει* όλο και πιο ζωηρά σ’ ένα ψηλό και κοφτό αποθάλασσο* απ’ τα βορειοδυτικά, τα σύννεφα να τρέχουν βιαστικά παίζοντας παιγνίδι – σε κρύβω δε σε κρύβω – με τον ήλιο και κάποια απλά φυσήματα του ανέμου αρχικά, να γίνονται σπηλιάδες* βίαιες σε λιγάκι και θύελλα απερίγραπτης έντασης αργότερα. Το σφύριγμα του αέρα στα κατάρτια και τα ξάρτια* τους, στα ποδάρια* των μπιγών*, στα κάγκελα και όλες τις υπερκατασκευές του καραβιού, έγινε τόσο δυνατό και άγριο, τόσο βάρβαρο, με τόσο θρηνητικές κι απόκοσμες εναλλαγές, που σ’ έκανε ν’ αναρωτιέσαι, ιδίως τις ατέλειωτες και κατασκότεινες νύχτες που ακολούθησαν, μήπως και παρακολουθείς συναυλία κάποιου κόσμου άγνωστου κι αποκρουστικού, μήπως φτάνουν στ’ αυτιά σου ήχοι φευγάτοι απ’ την κόλαση.
Και η θάλασσα, πάντα υπάκουη στον άνεμο, άρχισε να φκιάνει κυματάκια μ’ άσπρες κορφούλες αρχικά, κύματα μεγάλα κι αφρισμένα έπειτα, κύματα ολόρθα και θεόρατα, με διαθέσεις Χάρου υστερότερα.
Αναπόφευκτα, το καράβι με την ίδια σειρά, άρχισε να λικνίζεται σ’ αυτά ήπια κατ’ αρχήν και άγρια κατόπιν να χορεύει, ταλαντευόμενο και τριζοβολώντας σύγκορμο, στην μουσική και τον ρυθμό, ενός χορού ζωής – θανάτου, που Αίολος και Ποσειδώνας μαζί, το είχαν καταναγκάσει να χορέψει.
Φιγούρες του, οι άγριες, σχεδόν κάθετες βουτιές που το υποχρέωναν ασταμάτητα να δίνει, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στα ριζά άλλων θεόρατων που ακολουθούσαν και ίδια θεριά ανήμερα το καβαλίκευαν στιγμές αργότερα, προσπαθώντας να ξεθεμελιώσουν και να συμπαρασύρουν στον ωκεανό, οτιδήποτε εξείχε πάνω απ’ το κατάστρωμα. Πρώτος στόχος τους, τ’ αμπάρια με τις μπουκαπόρτες και τους μουσαμάδες τους, αχίλλειος πτέρνα κάθε φορτηγού και μόνιμη έγνοια κάθε έμπειρου ναυτικού. Παρηγοριά τους στην περίπτωσή μας, η σωστή δουλειά που έκαναν πριν φύγουν απ’ το λιμάνι, ο τρόπος που τα σιγούρεψαν και η ελπίδα, πάντα η ελπίδα και ποτέ η σιγουριά, ότι θ’ αντέξουν.
Στόχος τους δεύτερος το ίδιο το καράβι, που το έκαναν να τραντάζεται συθέμελα και να βεργολυγάει πάνω – κάτω, μετά από κάθε βουτιά, σα χέρι Ινδής χορεύτριας.
Ο καπετάνιος, «κατασκηνωμένος» απ’ την αρχή της κακοκαιρίας στη γέφυρα, άυπνος, «ακούραστος» κι αγόγγυστος, δέχονταν εκεί την κάθε πληροφορία για το καράβι ή τον καιρό, όπου ψύχραιμα μα και συνετά την αξιολογούσε. Κατόπιν χωρίς μεμψιμοιρίες, μα ούτε ζόρια και παλικαριές, αποφάσιζε για τις επόμενες ενέργειες. Δεν έτρεφε όμως αυταπάτες, ήξερε ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, μα και εναλλακτικές λύσεις δεν είχε. Έπρεπε ν’ αρμενίσει τον καιρό, με το καράβι που είχε, την NORA του. Και τον αρμένιζε. Στόχος του, η σωτηρία της και μαζί η δική τους. Ότι άλλο, έρχονταν δεύτερο. Διπλή φροντίδα του, η καρδιά του καραβιού, η μηχανή του. Αυξομείωνε τις στροφές της με τις περιστάσεις ανάλογα και ποτέ δε της ζήτησε περισσότερα, απ’ αυτά που θα ημπορούσε με σιγουριά να δώσει.
Τον καιρό τον κρατούσε στη δεξιά μάσκα* του καραβιού. Λένε, πως τούτο στην κακοκαιριά, στα βόρεια πλάτη, ωφελεί κάπου…. Στη χάση και στη γέμιση που λένε, το κατάφερναν, γιατί το καράβι κακοκυβέρναγε, ή καλλίτερα δεν κυβέρναγε και μόνον όποτε το κύμα μαλάκωνε, ατυχώς μόνον για ν’ ανακτήσει δυνάμεις, υπάκουε στο τιμόνι του. Συνεπώς δεν προχωρούσε προς τα εμπρός, απλώς προς τα κάπου ξέπεφτε. Τώρα προς τα πού και πόσο, ήταν αδύνατο να πουν, διότι μία χαμηλή μέχρι ασφυξίας νέφωση, που ώρες ώρες ακουμπούσε στα κατάρτια, είχε κρύψει για τα καλά ήλιο κι αστέρια πίσω της, αποκλείοντας την όποια αστρονομική παρατήρηση, ώστε να βρουν που είναι. Ευτυχώς, η απεραντοσύνη του ωκεανού, τους έδινε την πολυτέλεια να μην ανησυχούνε και γι’ αυτό. Χιλιάδες μίλια γύρω τους, δε παραμόνευαν πουθενά ξέρες.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το καράβι αποκτά φωνή, φωνή αποκαμωμένου γονιού, που μέσα σ’ αμέτρητα τριζοβολητά, ταλαντώσεις και κοπώσεις ανυπολόγιστης δύναμης, που τείνουν να στρεβλώσουν και να σχίσουν το κορμί του, δηλώνει πονεμένα, με την δική του γλώσσα, στα παιδιά του, το πλήρωμα. Παιδιά μου πρέπει να σας το εξομολογηθώ, οι αντοχές μου φθάνουν στο τέλος τους. Μην παραξενευθείτε, όταν σε λίγο ακούσετε τα δυναμάρια μου να σπάζουν σα γυαλί, όταν δείτε τις λαμαρίνες μου να σχίζονται σα χασέδες… Γι’ αυτό, ότι περισσότερο περνάει απ’ το χέρι σας, κάντετο ν’ ανακουφιστώ, μη φύγω και σας πάρω μαζί μου στο δρόμο τον αγύριστο.
Ο καπετάνιος πρώτος, μα κι όλο το πλήρωμα, ανάλογα της πείρας του ο καθένας φυσικά, έπαιρναν τα μηνύματα του καραβιού ανήσυχοι, γιατί καλά ήξεραν, πως τα όσα ήταν δυνατόν να κάνουν, τα είχαν ήδη καλά καμωμένα. Αυθόρμητα λοιπόν έφθανε στο στόμα τους, το αιώνια στερεότυπο ερώτημα, που φτάνει άλλωστε και στο στόμα του απανταχού ναυτικού σε παρόμοιες περιστάσεις: και τώρα τι περισσότερο κάνομε;
Αντί γι’ απάντηση τότε ο ναυτικός, (όμοια και ο δικός μας εν προκειμένω), συγκεντρώνεται στον εαυτό του και με πόνο ψυχής συνειδητοποιεί στο έπακρο, πόσο μικρός είναι μπροστά στη φύση και πόσο αδύνατος για να σταθεί εμπόδιο στις όποιες ορέξεις της. Μη δυνάμενος να κάνει κάτι άλλο, πρώτα ζητάει βοήθεια από δυνάμεις ανώτερες. Αίτημά του, παράκλησή του θερμή, ν΄ αντέξει το καράβι, ύστερα, να βελτιωθεί ο καιρός. Κατόπιν, περιμένει όσο πιο καρτερικά ημπορεί… Θυμάται όμως κι ότι είναι ναυτικός, συνεπώς το κλασικό «και χείρα κίνει» και το κινεί, αλλά…. Είναι απελπιστικό όταν το όλο είναι του συμπεραίνει, πως αυτό που ημπορεί να κάνει, είναι από ελάχιστο, έως και τίποτα.
Όταν όμως, η τόσο ποθητή βελτίωση του καιρού, για να ημερέψει η θάλασσα δεν έρχεται, εναποθέτει τις ελπίδες του στις ικανότητες του ναυπηγού, πού ‘φκιασε το καράβι τους. Κρυφή του προσμονή, αλλά κι ευχή, να τό ‘χτισε γερό όσο χρειάζεται, ώστε
να τα βγάζει πέρα, με καταστάσεις δύσκολες, όπως αυτή που τώρα αντιμετώπιζαν.
Το ίδιο λέν’ πως κάνουν κι ο αεροπόροι, όταν το αερόπλανό τους μπεί σε καταιγιδοφόρο νέφος και το πέταγμά του μεταβληθεί, από ομαλό και ήρεμο, σε τρελοπέταγμα μπεκάτσας.
Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δυό τους. Το μαρτύριο αυτού όπου πετά, κρατάει μόνον κάποια λεπτά, ατελείωτα για την αλήθεια, ενώ το μαρτύριο του ναυτικού, κρατάει μέρες, αν όχι και εβδομάδες ακόμη.
‘Αθελα τότε, ο ναυτικός, φέρνει τον εαυτό του, στη θέση κάποιου μελλοθάνατου εμπρός στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπου ο επικεφαλής έχει διατάξει τους στρατιώτες του να τον σκοπεύσουν και καθυστερεί το παράγγελμα πυρ επίτηδες, για να παρατείνει το μαρτύριό του.
Με πόνο ψυχής μέσα του συμπληρώνει: Όποιε Θεέ μου, μην το κάνεις…. αλλά αν είναι να το κάνεις…, κάν’το το γρηγορότερο κι απάλλαξέ μας απ’ το μαρτύριο της αναμονής. Με ακόμη μεγαλύτερο όμως πόνο διαπιστώνει, ότι τ΄ αυτιά της Δύναμης όπου παρακαλεί, είναι κουφά… Έπειτα κάπως ντροπιασμένα συλλογίζεται: οι λέξεις «εύχομαι» και «παρακαλώ» πόσο συχνά φθάνουν στο στόμα σου τούτες τις ώρες!
Και κατόπιν σκέψεις, σκέψεις. Τι έκαμα, τι δεν έκαμα, γιατί το έκαμα, αγάπες, όνειρα, σχέδια ζωής, αυτοκριτική, επιτυχία, αποτυχία, παραδοχή για πρώτη φορά ότι κάποτε αδίκησε, μεταμέλειες, συγχώρεση, επανασχεδιασμοί, όλα φευγαλέα, μα πάντα όλα μαζί εκεί μπροστά κι ανακατεμένα.
Κι εκείνο το ρυθμικό, αλλά δυνατό μέχρι εκθεμελίωσης κούνημα μπρος – πίσω του πύργου της γέφυρας, ύστερ’ από κάθε άγριο κοντραστάρισμα του καραβιού με το κύμα, τι ήθελε και του θύμιζε πάλι και πάλι τρελόπαιδο πάνω σε κουνιστή πολυθρόνα γιαγιάς μπροστά σε τζάκι, τι ήθελε και του ξαναγύριζε τον νου στη σπιτική θαλπωρή; Γι’ αυτόν το σπίτι έπεφτε πολύ μακριά. Έπειτα και πάλι το ερώτημα, θα το δω, δε θα το ξαναδώ, γιατί έφτανε τόσο βασανιστικά στη σκέψη του, χωρίς να έχει την ελάχιστη δύναμη να τ’ αποδιώξει; Γιατί του πλάκωνε τόσο την ψυχή;
Αγωνιώδες ερώτημά του: Αν φύγω, ποιοί θα με σκέπτονται εκτός απ’ τους γονείς μου, σε ποιους θα λείψω; Η αγαπημένη μου…. Και οι παντρεμένοι: η γυναίκα μου, τα παιδιά, πως θα πορευθούν; Ερωτήματα πικρά και βασανιστικά, χωρίς να λείπει στο βάθος και η ελπίδα που δειλά προβάλει με την μορφή των επανασχεδιασμών που θα κάνει, αν γλυτώσουν.
Φευγαλέα τον κάνει να χαμογελά, εκείνο το αστείο που κατά στιγμές του έρχεται στον νου και αναφέρεται στην «ασθενή» μνήμη γυναίκας και ναυτικού, της μεν πρώτης όσον αφορά τους πόνους της γέννας, του δε δεύτερου τις φουρτούνες. Επίσης, η ανάμνηση του χαμόγελου κάποιας ωραίας ύπαρξης, καθώς και κάτι αταξιούλες σε κάτι μπαράκια, της Ακεμπονότσο στην Γιοκοχάμα, του Σαν Πάολι στο Αμβούργο, της Τζένεραλ Καμάρα στο Σάντος… και ξαναγυρίζει χωρίς να το θέλει, στην καταραμένη σκέψη, της αγκαλιάς του παγωμένου ωκεανού…
Τραγική συνέχεια του όλου άσχημου σκηνικού, τα SOS* που έπιανε κάθε τόσο ο μαρκόνης στον ασύρματο. Καράβια που ένα γύρω βούλιαζαν και το πλήρωμά τους, ζητούσε από τ’ αδέλφια του, τους παραπλέοντες ναυτικούς, να σώσουν τις ψυχές τους. Να τους σώσουν! Πρόσκληση και πρόκληση, να γίνουν σωτήρες. Ψυχής αγαλλίαση, τίτλος τιμής ισόβιος του ναυτικού, όπου μπορεί και το κάνει. Αλλά τώρα με τέτοιον καιρό, τι δυνατότητες είχαν, πως; Κι αυτοί που τό ‘στελναν κι αυτοί που το λάβαιναν γνώριζαν ότι δεν υπήρχε καμία. Πικρό και άχαρο καθήκον του καπετάνιου που λαβαίνει το SOS κάτω από τέτοιες συνθήκες, να το καταχωρήσει ως συμβάν στο ημερολόγιο της γέφυρας, ουσιαστικά να συμπληρώσει την ληξιαρχική πράξη θανάτου τους. Ακόμη πιο πικρό όμως, γι’ αυτόν που πίνει το ποτήρι, που ξέρει ότι φεύγει σε λίγο.
Οι μηχανικοί «απάνου κι απάνου» προσπαθούσαν να κρατήσουν την καρδιά του καραβιού, την ίδια την μηχανή δηλαδή ζωντανή, πράγμα δύσκολο τις ώρες τούτες, γιατί σε κάθε βουτιά του καραβιού, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στο βάραθρο που ανοίγονταν μπροστά του, η προπέλα κυριολεκτικά ξενέριζε* μέσα σε φοβερό πάταγο κι άφηνε την μηχανή ξεφόρτωτη, με τάση φυσικά, το όλο έργο της να γίνει στροφές αμέτρητες, μ’ άλλα λόγια να γυρίζει σαν τρελή. Αν τότε κάποιος αυτοματισμός ή σβέλτο χέρι, δε χαλιναγωγούσε τον ατμό, η μηχανή μαζί με τα καζάνια της, θα τους άφηναν χρόνους. Και φυσικά οι δυσκολίες τους δεν τελείωναν εδώ…
Οι κινήσεις του πληρώματος, περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνον μέσα στο διπλοαμπαρωμένο ακομοντέσιο*. Ούτε σκέψη να βγει κανείς έξω απ’ αυτό, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με βέβαιη αρπαγή του από την θάλασσα και τον σίγουρο πνιγμό του.
Μοιρασμένο σε διπλοβάρδειες*, φρόντιζε μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, όχι μόνον να προλαβαίνει την κάθε ζημιά, αλλά και να έχει έτοιμο οτιδήποτε ήθελε χρειασθεί, πριν χρειασθεί.
Μοναδικό φαιδρό στην όλη υπόθεση, η απορίες των νεαρών του πληρώματος (διάβαζε άπειρων): πως κάτι που μόλις λίγο πριν είχαν μποτσάρει*, βρέθηκε πάλι να κατρακυλά αδέσποτο, από πού πέρασε το νερό και πλημμύρισε εκείνος ο χώρος, από πού ξέφυγε αυτό το πιατικό κι έσπασε, από πού ξεφύτρωσε εκείνη η κατσαρόλα στην κουζίνα και τους πήρε τ’ αυτιά, πως ξεγαντζώθηκε πάλι εκείνη η πόρτα και κοπανάει…
Οι ντεημάνηδες* και όσοι σκατζάριζαν* βάρδια, στα δωμάτιά τους δεν έμεναν. Την έβγαζαν στις τραπεζαρίες και στο καπνιστήριο, όλες τις ημέρες που κρατούσε η κακοκαιριά, παίρνοντας δύναμη ο ένας απ’ την παρουσία του άλλου. Κάθονταν σε καρέκλες ή πάγκους σιγουραρισμένους στο δάπεδο, στυλωμένοι σ’ αυτούς με χέρια και με πόδια, από φόβο μήπως ξεφύγουν σε καμιά μποτζαρισιά* και φάνε πουθενά τα μούτρα τους. Στιγμές και μόνον λόγω εξάντλησης ψευτόκλειναν που και που τα μάτια τους.
Με την αίσθηση του κινδύνου ολοφάνερη στο πρόσωπο, σιγόπιναν κανέναν καφέ, σε κούπες βαθιές πάντα, κάπνιζαν, ή και μασούλαγαν καμιά φορά κάτι πρόχειρο να στυλωθούν, γιατί για μαγειρεμένο φαγητό, δε γίνονταν καν λόγος. Οι κουβέντες τους μετρημένες, κοφτές, αβέβαιες. Συχνά όμως δεν αποδίδανε όσα θα ‘θελαν να πουν και τότε τα μάτια έπαιρναν τον λόγο. Στις ματιές ο ένας του άλλου, διάβαζε σκέψεις, έννοιες, συμπεράσματα, ευχές, αγωνίες, αξιολόγηση κινδύνου, παρακάλια…, κάποιες φορές σε βαριές κλίσεις ή άκρως επικίνδυνες κάμψεις του καραβιού και το αντίκρισμα του τέλους.
Θέαμα απ’ τη γέφυρα άγριο κι επιβλητικό, αλλά συγχρόνως ελπιδοφόρο, η ανάδυση της πλώρης του απ’ το κύμα, ύστερ’ από κάθε βουτιά. Αρχικά, πολεμάει ν’ αναστηθεί, αργοσαλεύοντας σαν κεφαλή φιδιού που τό ‘χουν πατημένο στη ράχη. Μα σαν κεφαλιώσει, σου δίνει την αίσθηση ότι δίνει άλμα προς τον ανήφορο, αποτινάσσοντας πρώτη αυτή μέσα σ’ αφρούς αμέτρητους, βουητά καταρράχτη και σφυριχτά ανεμόβροχα*, τους όγκους νερού από πάνω της και στη συνέχεια όλο το πλωριό κατάστρωμα. Αυτό κάπου σου θυμίζει άλογο υπερήφανο μ’ ολόρθο το κεφάλι, που ταρακουνάει πέρα δώθε χαίτη και λαιμό, για να στεγνώσει.
Τότε, καπετάνιος κι αξιωματικοί, ανεπηρέαστοι απ’ ομορφιές και θεάματα, ρίχνουν με τα κιάλια βιαστικές ματιές, σ’ όσο απ’ το σκάφος ξεπρόβαλε απ’ το νερό. Στιγμιαία χαρά τους η διαπίστωση, πως ούτε κι αυτή τη φορά έπαθαν ζημιά. Το ίδιο επαναλάμβαναν και την νύχτα με το φως του άλντι*, άσχετα αν οι συνθήκες ελάττωναν την φωτοβολία του, σε δέσμη ενός κοινού φακού και στην ουσία δεν έβλεπαν τίποτα. Τό ‘καναν όμως, επειδή νόμιζαν πως ακόμη κι έτσι, κάτι έκαναν.
Δείτε την συνέχεια στη ιστοσελίδα Souel