«Τούρλος λαόν εγλίτωσε –Β΄» (Από Βαθύ Μεγανησίου)
του Απόστολου Γατή
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ» του Πανταζή Κοντομίχη, ( ΑΘΗΝΑ 2008, εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, 315-316). Για την αναδημοσίευσή του μού δόθηκε, κατόπιν αιτήματός μου, η άδεια από τον εκδοτικό οίκο.–
«Μια φορά ένας παππάς στο Μεγανήσι, ελειτούργαε πίσω στον Άι-Γιάννη, απέναντι από το νησάκι Θηλειά. Από κει ερχόταν μια σκαμπαβία γιομάτη Τούρκους από τα Σίβοτα της Λευκάδας, για να πιάσει τον κόσμο. Βγήκαν το λοιπόν έξω και ήθελαν να τους κόψουν όλους. Τότενες ο παπάς τους παρακάλεσε να τελειώσουν τη λειτουργία και ύστερα ας τους κόψουν. Έστειλε τότε ένα παιδί που το είχε κοντά του να πάει λίγο πιο πάνω από την εκκλησιά, όπου είναι ένα μεγάλο κοντρί, κι εκεί να περιμένει. Όταν τέλειωσε η λειτουργία, που λέτε, τους είπε ο παπάς: «Ένα χατίρι θέλω να μου κάμετε: Να μ’ αφήσετε να φέρω τρεις βόλτες την εκκλησιά μου με τα’ άλογό μου κι ύστερα κόψτε μας».
Φέρνει την πρώτη βόλτα, φέρνει τη δεύτερη και με την τρίτη αρπάζει το παιδί στο άλογο και του δίνουν δρόμο για τον Τούρλο. Εκείνον τον καιρό δεν είχανε τουφέκια· είχανε βέλη και δεν ημπορούσαν να τους σκοτώσουν από μακριά. Τους ακολούθησαν όμως οι Τούρκοι κυνηγώντας τους. Αλλά ο Τούρλος είναι ένα τέτοιο μέρος που δεν μπορείς να το βρεις εύκολα, γιατί από τη μια μεριά, προς το Θιάκι, είναι θάλασσα. Από την άλλη, κατά το Βαθύ, πάλι θάλασσα. Ενόμισαν λοιπόν πως θα πνιγούν και γύρισαν πίσω.
Μέσα όμως στον Τούρλο είχανε μαζωχτεί ούλοι, να πούμε, οι Μεγανησιώτες. Φαΐ δεν είχανε. Ζήτησαν από τον παπά ψωμί κι ο παπάς τους έδωσε από κείνο που είχε για τη λειτουργία. Έφαγαν και τους έμεινε κιόλας. «Τώρα, όμως, θέλομε και νερό, παπούλη», του είπαν. Και τους λέει: «Να σας δώσω και νερό». Κι αμέσως –έτσι λένε- ο παπάς σταυρώνει απάνω σε δυο λιθάρια, χτυπάει και ξεπηδάει νερό. Κι αυτό έγινε πραγματικά. Το νερό τρέχει πάντα από τότε καθαρό μέσα σε δύο λόμπες. Έμειναν όλοι εκεί, ώσπου έφυγαν οι Τούρκοι κι έτσι εγλίτωσε ο κοσμάκης. Από τότε λένε οι Μεγανησιώτες και οι άλλοι, μαθές:
Τούρλος λαόν εγλίτωσε και πάλι θα γλιτώσει»
(Βαθύ Μεγανησίου)
[Σημ.: Παραλλαγή της παραπάνω παράδοσης εδημοσίευσε ο καθηγ. Δ. Σ. Λουκάτος στην «Επετ. Λαογραφ. Αρχείου», τ. 11-12 (1958-59) τίτλος, «Λαογραφ. Αποστολή στο Μεγανήσι Λευκάδος από 1-15-7/1958, σελ. 262:
– Ο ιστορικός πυρήνας της παράδοσης είναι η ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, τότε, που ο Ισπανικός στόλος με αρχηγό τον Δον Ιωάννη Αυστριακό, ετεροθαλή αδελφό του Φιλίππου Β’, ενίκησε την Τουρκική αρμάδα στις εκβολές του Αχελώου (Εχινάδες Νήσοι). Οι Μεγανησιώτες τότε βοήθησαν τους Ισπανούς και οι μωαμεθανοί κουρσάροι (όταν έφυγαν οι Ισπανοί) βγήκαν στο νησί και κατέστρεψαν το μοναστήρι του Αγ. Ιωάννου (όπου σήμερα μικρός ναός του αγίου). Η εποχή εκείνη είναι γνωστή στους ντόπιους ως «ο καιρός του Σπάνα». Αργότερα (1861) ένας Μεγανησιώτης λαϊκός ποιητής (ή κατ’ άλλους Ιθακήσιος) απαθανάτισε «τα κατά την παράδοσιν» γεγονότα σ’ ένα στιχούργημα 69 στίχων, κάνοντας λόγο για τον Τούρλο, τον ιερέα, την ανάβλυση νερού, την καταστροφή του Μοναστηριού κ.λπ. «Τα έγραψα ως ήκουσα κι εγώ διηγήθηκα». Το ποίημα δημοσίευσε στην εφημ. «Λευκαδίτικα», αρ. 63/1963 ο Μεγανησιώτης καθηγ. Γερ. Κ. Κατωπόδης, χωρίς όμως να μας δίνει πληροφορίες, ποιος του είπε το στιχούργημα, ή πώς περιήλθε στα χέρια του, αν για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε κ.λπ.].