Εργατική Πρωτομαγιά : Σικάγο 1886 – Θεσσαλονίκη 1936

Ο Μάης δεν είναι μόνο ο μήνας που σφραγίζει την Άνοιξη.

Είναι επίσης μήνας μνήμης και τιμής για τους αγώνες όσων έδωσαν το αίμα τους και θυσιάστηκαν διεκδικώντας το οχτάωρο και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.

Μιλάμε φυσικά για τους εργάτες του Σικάγο, το ματωμένο πουκάμισο των οποίων έγινε σύμβολο πάλης και θυσίας.

Η Εργατική Πρωτομαγιά γεννήθηκε στην Αμερική το 1886, με τη ματωμένη εξέγερση των εργατών του Σικάγου για 8 ώρες δουλιά, 8 ώρες ανάπαυση – μόρφωση, 8 ώρες ύπνο.

Δυο χρόνια μετά εκείνη την εξέγερση, το Διεθνές Συνέδριο του Λονδίνου έκανε δεκτή την πρόταση Βέλγου αντιπροσώπου για την πρώτη Κυριακή του Μάη ως μέρα Παγκόσμιας Εργατικής Εκδήλωσης για το 8ωρο.

Η οριστική απόφαση για την καθιέρωση της Εργατικής Πρωτομαγιάς ως μέρας αγώνα και απεργίας την 1η Μάη, πάρθηκε στις 14 Ιούλη του 1889 στο 2ο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς.

Σικάγο 1886. Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας το 1885 είχε αποφασίσει πως εάν οι εργοδότες δεν αποδέχονταν το αίτημα του οκτάωρου θα πραγματοποιούσε πανεργατική απεργία την 1η Μάη του 1886.

«Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ο δυνατός ήλιος (…) Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα.

Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο, είπε ο Σπάις, δείχνοντας με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση (…)

Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε..

Την ίδια μέρα, στις 3 του Μάη, έξι εργάτες δολοφονήθηκαν και 30 τραυματίστηκαν όταν η αστυνομία πυροβόλησε σε μεγάλη συγκέντρωση έξω απ’ το εργοστάσιο «Μακ Κόρμικ», στο Χάρβεστερ. Τα συνδικάτα καλούν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την επόμενη μέρα στην πλατεία Χαϊμάρκετ. 130 αστυνομικοί με επικεφαλής έναν γνωστό αξιωματικό, διώκτη των εργατών, επιτέθηκαν στη συγκέντρωση.

Κάποιος, που έμεινε άγνωστος, πέταξε μια βόμβα. Σκοτώθηκαν 7 αστυνομικοί, 4 εργάτες και πολλοί άλλοι εργάτες τραυματίστηκαν

Η αστυνομία συλλαμβάνει εργατικά στελέχη και οκτώ παραπέμπονται σε δίκη.
Οι 4 (Α. Σπάις, Α. Φίσερ, Τζ. Ενγκελ, Α. Πάρσον) καταδικάζονται σε απαγχονισμό και τους κρεμάνε στις 11 του Νοέμβρη του 1887. Ο Αύγουστος Σπάις στην απολογία του, μεταξύ άλλων, έλεγε στους κατηγόρους του:

«Βαδίζετε κυριολεκτικά σε μια υπόγεια φωτιά. Μπορείτε να το αγνοείτε. Δε θα την αποφύγετε».

Η δίκη των συλληφθέντων ήταν μια σκέτη παρωδία. Δε δικάστηκαν οι πράξεις, αλλά οι ιδέες. Στις 9 Οκτώβρη 1886 ανακοινώθηκε η προαποφασισμένη ετυμηγορία. Για τους βασικούς κατηγορούμενους Σπάιτς, Φίσερ,΄Ενγκελ και ο Πάρσονς η απόφαση θάνατος δια απαγχονισμού.

Η ποινή εξετελέσθη στις 11 Νοέμβρη του 1887. Για τους Φίλντεν και Σβαμπ ο κυβερνήτης μια μέρα πριν την εκτέλεση μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Ενώ ο Λουί Λινγκ βρέθηκε νεκρός στο κελί του πριν οδηγηθεί στην αγχόνη…

Το ματωμένο πουκάμισο των εργατών του Σικάγου έγινε σύμβολο πάλης και θυσίας.

Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα και ο ματωμένος Μάης

Αθήνα 1893. Στις 2 του Μάη του 1893 οι οπαδοί του Στ. Καλλέργη, μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, γιόρτασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα την εργατική Πρωτομαγιά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Πήραν μέρος δύο χιλιάδες άτομα, ενέκριναν το ειδικό ψήφισμα με αιτήματα το 8ωρο, την κυριακάτικη αργία, τη σύνταξη.

Επιδόθηκε στη Βουλή αλλά ο πρόεδρός της το παρουσίασε χλευαστικά στους βουλευτές. Ο Καλλέργης, εξοργισμένος, προσπάθησε να το διαβάσει απ’ το δημοσιογραφικό θεωρείο, όπου βρισκόταν. Αμέσως πιάστηκε και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Κρατήθηκε και παραπέμφθηκε στο πλημμελειοδικείο, όπου καταδικάστηκε σε 10 μέρες φυλάκιση.

Μάης 1936, Θεσσαλονίκη

Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης.

Στην απεργία πήραν μέρος 40.000 καπνεργάτες. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν συγκρούσεις. Στις 9 του Μάη οι χωροφύλακες αρχίζουν επιθέσεις στις συγκεντρώσεις των απεργών.

Οι αυτοκινητιστές είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης στην Εγνατία. Για να αμυνθούν στήνουν οδοφράγματα.

Οι χωροφύλακες χτυπάνε «στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Ακολουθούν άλλοι τέσσερις. Αντί για σημαίες υψώνονται μαντίλια βουτηγμένα στο αίμα. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά». Λίγο πιο πέρα οι χωροφύλακες πυροβολούν άοπλο πλήθος. «Απολογισμός»: 20 νεκροί, 300 τραυματίες. Το απόγευμα γίνεται νέα διαδήλωση, τη νύχτα η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά.

Την επόμενη μέρα η κηδεία των θυμάτων είναι πραγματικός παλλαϊκός ξεσηκωμός.

Στο νεκροταφείο συγκεντρώνονται 150.000 άνθρωποι. Στις 11 του Μάη κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 του Μάη πανελλαδική απεργία. Οι καπνέμποροι υποχωρούν στις περισσότερες οικονομικές διεκδικήσεις.

Η κυβέρνηση Μεταξά αρνείται να ικανοποιήσει τα πολιτικά αιτήματα. Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος απ’ τα γεγονότα, γράφει τον «Επιτάφιο».

 

Η Μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί το νεκρό γιό της.

Γιάννης Ρίτσος – Επιτάφιος
(απόσπασμα)

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Επιμέλεια: Βιολέττα Σάντα

Πηγή: Seltisa μέσω Λευκαδίτικα Νέα