Λάδι για τον ανθρωπολόγο
Από το βιβλίο του Ρότζερ Τζαστ «Meganisi-A Greek Island Cosmos» διαλέξαμε ένα απόσπασμα όπου ο Αυστραλός ανθρωπολόγος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο μια πτυχή της…βασανιστικής φιλοξενίας των συμπατριωτών μας. Η μετάφραση είναι δική μας.
Λάδι για τον ανθρωπολόγο
Όπως οι περισσότεροι Έλληνες, έτσι και οι Σπαρτοχωρίτες περηφανεύονταν για την φιλοξενία τους και, σαν ξενόφερτος, έγινα αποδέκτης καθ’ όλη την παραμονή μου και σε μεγάλο βαθμό μιας γνήσιας ευγένειας. Αμέσως μετά την άφιξή μου στο Σπαρτοχώρι θεώρησα απαραίτητο να προμηθευτώ λίγο ελαιόλαδο για το μαγείρεμα. Εντελώς αθώα πήγα σε ένα από παντοπωλεία του χωριού και αγόρασα δύο λίτρα. Το κόστος ήταν λίγο περισσότερο από την χονδρική τιμή. Μέσα στην μέρα ωστόσο, ο γέρο- Μιχάλης, που αργότερα έγινε φίλος και προστάτης μου, με επέκρινε. Το λάδι, μου εξήγησε, δεν ήταν κάτι που κανείς αγοράζει στο Σπαρτοχώρι. Οι Σπαρτοχωρίτες ήταν παραγωγοί λαδιού. Γιατί απλά δεν είχα πάει σε αυτόν και να του ζητήσω λίγο λάδι; Ζήτησα συγγνώμη για το λάθος μου, αλλά ο Μιχάλης συνέχισε να διερευνά πόσο είχα πληρώσει για το λάδι στο μαγαζί του Στάθη. Του είπα πόσο έκανε το λίτρο. Εξοργίστηκε. Και δεν ωφελούσαν οι παρατηρήσεις μου ότι δεν με χρέωσαν πολύ περισσότερο απ’ όσο ο ίδιος θα έπαιρνε όταν πούλαγε λάδι σε κάποιον έμπορο- μια τιμή για την οποία, σημειωτέον, οι παραγωγοί του λαδιού διαμαρτύρονταν έντονα. Ο Μιχάλης παρέμενε αμετάπειστος. Ο Στάθης (στο μαγαζί του οποίου ο Μιχάλης έπινε συχνά, είχαν φιλικές σχέσεις, και τους συνέδεε και κάποια συγγένεια) ήταν απλά «κλέφτης». Ήταν ντροπή αλλά… «Έτσι είναι ο κόσμος εδώ».
Αρκετές μέρες αργότερα βρισκόμουν στο καφενείο όταν ο Μιχάλης εμφανίστηκε στην πόρτα. «Να σ’ πω;» με κάλεσε. Ζήτησα συγγνώμη και βγήκα έξω. Προσεκτικά τυλιγμένο σε μια εφημερίδα και κρυμμένο μέσα στο σακάκι του, ο Μιχάλης κουβαλούσε κάτι που θα μπορούσε να είναι μόνο ένα μεγάλο μπουκάλι με λάδι. Μου πρότεινε να ανέβουμε στο δωμάτιό μου. Όταν μπήκαμε μέσα ο Μιχάλης ξετύλιξε το μπουκάλι το λάδι και μου το παρουσίασε. Άρχισα να τον ευχαριστώ. Οι ευχαριστίες μου απορρίφθηκαν σαν αχρείαστες. Αντίθετα, πήρα οδηγίες να μην κάνω καμία αναφορά του θέματος σε κανέναν, αλλά να τον πληροφορώ αμέσως κάθε φορά που θα χρειαζόμουν λάδι. Εκτίμησα ότι αυτό δεν θα απαιτούνταν για κάποιο διάστημα, καθώς είχα πια στη διάθεσή μου κοντά ένα γαλόνι. Επέστρεψα στο καφενείο. Ο Μιχάλης πολύ προσεκτικά πήρε άλλον δρόμο για το σπίτι του.
Λίγες μέρες αργότερα, ένας από τους γέρους που ήταν παρών στο καφενείο όταν με φώναξε ο Μιχάλης (και που χωρίς αμφιβολία είχε ακούσει ή μαντέψει κάτι) με ρώτησε μήπως κατά τύχη χρειαζόμουν λάδι. Τον ευχαρίστησα, αλλά απάντησα ότι είχα ήδη πολύ. Μπα; Και από πού είχα τόσο πολύ, τότε; Απάντησα ότι…ότι κάποιος μου το είχε προσφέρει ευγενικά. Πολύ καλά, είπε ο γέρος, αλλά όταν μου τελείωνε θα έπρεπε να πάω σε αυτόν, και σε κανέναν άλλον, για να με προμηθεύσει με λάδι. Και πάντως με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να πληρώσω οποιονδήποτε για λάδι. Και μια και το ’φερε η κουβέντα δεν είχε τύχει να πληρώσω κάποιον που μου πρόσφερε λάδι, έτσι δεν ήταν; Τον διαβεβαίωσα πως όχι.
Πέρασαν μερικές εβδομάδες όταν ένας τρίτος ηλικιωμένος, ο Χάρης, στενός φίλος του Μιχάλη, χτύπησε διακριτικά την πόρτα μου. Κουβαλούσε μια πλαστική τσάντα μέσα στην οποία ήταν ξανά, προσεκτικά τυλιγμένο σε εφημερίδα, ένα μπουκάλι λάδι. Το ξετύλιξε και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μου. Ξανά άρχισα να τον ευχαριστώ. «Σσσούτ!» είπε, «Μην πεις τίποτα σε κανέναν. Απλά να λες σε μένα όποτε χρειάζεσαι.
Άδραξε επίσης την ευκαιρία να ερευνήσει το δωμάτιό μου.
«Πόσο πληρώνεις γι’ αυτό το δωμάτιο;»
Του είπα. Αναφώνησε ότι αυτά ήταν πολλά λεφτά. Του αντιγύρισα ότι θεωρούσα το ποσό λογικό. Όχι, όχι- ήταν πολλά τα λεφτά, επέμεινε, πάρα πολλά. Αλλά… «έτσι είναι ο κόσμος εδώ». Και μ’ αυτή την επισήμανση, αποχώρησε.
Εν ευθέτω χρόνω ο Μιχάλης με ρώτησε γιατί δεν είχα πάει να του ζητήσω λάδι, μιας και δεν θα πρέπει να μου είχε μείνει άλλο πια. Του εξήγησα ότι είχα ακόμα λίγο, επειδή ο φίλος του, ο Χάρης, μου είχε προσφέρει ευγενικά ένα μπουκάλι. Αυτά τα νέα συνάντησαν την σιωπή. Μερικά λεπτά αργότερα ο Μιχάλης με ρώτησε πόσο πλήρωνα για την διαμονή μου. Του απάντησα. Κι αυτά τα νέα επίσης αντιμετωπίστηκαν σιωπηρά. Κατόπιν, ύστερα από κάποιον προβληματισμό και με την απαραίτητη επισημότητα, ο Μιχάλης με πληροφόρησε ότι δεν ήταν όλοι οι Σπαρτοχωρίτες καλοί άνθρωποι. Το απεικόνισε με μια αναφορά στα δάχτυλα του χεριού που δεν είναι όλα ίσα, για να δείξει τις εγγενείς ανισότητες της ανθρωπότητας (μια κοινά χρησιμοποιούμενη αναλογία, όπως έμελλε να μάθω).
Μετά από καιρό τα αποθέματά μου σε λάδι, πράγματι εξαντλήθηκαν. Τότε όμως συνειδητοποίησα ότι θα ήταν αδύνατον για μένα να ψωνίσω λάδι από κάποιο από τα μαγαζιά δίχως τα νέα αυτής της αγοράς να φτάσουν και στους τρεις από τους πραγματικούς ή δυνητικούς χορηγούς μου. Έτσι αποφάσισα, αφού ο Μιχάλης ήταν το πρόσωπο που γνώριζα περισσότερο, και μιας και ήταν ο πρώτος που είχε κάνει την προσφορά, ότι θα έπρεπε να καταφύγω σ’ αυτόν. Με την σειρά μου τύλιξα καλά-καλά την άδεια μπουκάλα μου στην εφημερίδα και ξεκίνησα για το σπίτι του. Δυστυχώς, το σπίτι αυτό ήταν στον κυρίως δρόμο και φάτσα σε ένα από τα καφενεία. Αναπόφευκτα συνάντησα κάποιον στον δρόμο.
«Πού πας Ροτζέρι;» ρώτησε ο άντρας, κοιτώντας το περιτύλιγμα του λαδομπούκαλου (γιατί ένα μπουκάλι λαδιού, ακόμα και μέσα σε εφημερίδα, εξακολουθεί να μοιάζει εκπληκτικά με… ένα μπουκάλι λαδιού).
«Πουθενά» απάντησα, πιστός στα πρότυπα του χωριού.
Εντούτοις, όταν έφτασα στο σπίτι του Μιχάλη, όλοι στο απέναντι καφενείο μπορούσαν να με δουν. Μπαίνοντας μέσα άφησα την μπουκάλα στο τραπέζι. Ο Μιχάλης μου σέρβιρε ένα ούζο και πιάσαμε ψιλοκουβέντα για μια σειρά θέματα. Καμιά αναφορά δεν έγινε για το λάδι. Καθώς έφτανε η ώρα να φύγω, άρχισα να αναρωτιέμαι εάν ίσως ο Μιχάλης δεν είχε και τόσο λάδι όσο υποστήριζε, και μήπως έτσι τον έφερνα σε δύσκολη θέση. Πολύ διστακτικά αναφέρθηκα στο λάδι. Με έκοψε στα μισά με την λέξη: «Αύριο», οπότε, μάλλον εξαιτίας του καφενείου, έφυγα από το σπίτι του με άδεια χέρια. Την επομένη, πιστός στα λόγια του, ο Μιχάλης αφίχθη στο δωμάτιό μου μ’ ένα μπουκάλι λάδι, φυσικά καλυμμένο με εφημερίδα.
Κατά την διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, περαιτέρω έρευνες έγιναν σχετικά με την κατάσταση των αποθεμάτων λαδιού μου και δέχτηκα περαιτέρω προσφορές από διάφορους ανθρώπους. Καθώς θεωρούσα λάθος να στηρίζομαι διαρκώς στην γενναιοδωρία του Μιχάλη, όταν κάποια στιγμή ξέμεινα ξανά αποδέχτηκα ένα μπουκάλι από κάποιον από τους πολλούς εν δυνάμει προμηθευτές μου. Συνάντησα την άλλη μέρα τον Μιχάλη. Ήταν στις μαύρες του. Τον ρώτησα τι έπαθε. «Τίποτα», αποκρίθηκε, μα ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή, τελικά εξερράγη.
«Γιατί δεν έρχεσαι σε μένα όταν χρειάζεσαι λάδι;!;»
Απολογήθηκα και εξήγησα ότι είχα δεχτεί το λάδι υπό την παρόρμηση της στιγμής. Αλλά ο Μιχάλης είχε προσβληθεί και παρέμεινε έτσι για αρκετές ημέρες, ενώσω εγώ, περνούσα ξάγρυπνες νύχτες. Σχεδίαζα διαδρομές και ελιγμούς ώστε να μπορώ να δεχθώ λάδι από ένα πρόσωπο δίχως κάποιο άλλο να το γνωρίζει, μάθαινα να ψεύδομαι αντανακλαστικά και ευχόμουν με όλη μου την καρδιά να μπορούσα να πληρώσω το διπλό της εμπορικής τιμής σε ένα οποιοδήποτε μαγαζί, αρκεί να μπορούσα να αποφύγω αυτό που, μέσα στον μικρόκοσμο του χωριού, είχε καταντήσει χρονοβόρο και βασανιστικό πρόβλημα.
Ήταν γελοίο! Εξακολούθησα να υπενθυμίζω στον εαυτό μου να κυκλοφορεί μουλωχτά στους παράδρομους με μπουκάλια λάδι χωμένα σε εφημερίδες και κρυμμένα κάτω από το παλτό μου, και να εμπλέκεται διαρκώς σε μια μικροπρεπή υποκρισία. Πώς μπορούσε κάτι τόσο απλό να έχει γίνει τόσο πολύπλοκο; Όμως μετά συλλογιζόμουν, όχι χωρίς κάποια δηκτικότητα, πώς… «Έτσι είναι ο κόσμος εδώ»…