Νησιωτικότητα και Επτανησιακή συνείδηση
“Νῆσος, ἀπό τοῦ νῶ νήσω το κολυμβῶ· νῆσος δέ ἐστι γῆ περιτετειχισμένη ὺπό θαλάσσης, πάντοθεν ἒχουσα ἐν ὲαυτῇ πόλεις πολλάς ἢ καί ὀλίγας, ἲσως δέ εἳρηται ἀπό τοῦ ὀρνέου τῆς νήσσης, ἣτις και αὐτή διαπαντός τοῖς κύμασι τῶν ὑδάτων νήχεται”. Ο εφευρετικότατος Κος Ανδρέας Στίνης και η ομάδα του πολύ επιτυχημένα παρουσίασαν στο καρναβάλι της Κέρκυρας μία ομάδα Κερκυραίων οι οποίοι ποιούμενοι τας νῆσσας, κάνοντας τις πάπιες δηλαδή, χόρευαν ανέμελα στον ρυθμό μίας πολιτικής συμφωνίας. Ίσως η σάτιρα της παραπάνω ομάδας να αναφερόταν σε ολόκληρο τον Ελληνικό λαό, το παρόν άρθρο όμως εστιάζεται στον Επτανησιακό ο οποίος ανέμελος νήχεται στα κύματα της Ιόνιας παρελθούσας δόξας χωρίς να διερωτάται εάν γιαυτόν υπάρχει ταξίδι γιά την Ιθάκη.
Νησί λοιπόν σημαίνει γη περιτοιχισμένη από θάλασσα, είναι μία λέξη που προέρχεται από το νήσω, το κολυμπώ. Η ετυμολογία της λέξης από μόνη της περιγράφει και τα βασικά χαρακτηριστικά του νησιού, ενός χώρου απομονωμένου και δυσπρόσιτου. Σε κάθε κατοικημένο χώρο υπάρχουν κοινωνίες οι οποίες συναθροίζονται γύρω από μικρότερα ή μεγαλύτερα οικιστικά κέντρα. Τα μέλη αυτών των κοινωνιών έχουν σαφή συναίσθηση της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητάς τους και συνεπώς της ένταξής τους σε γεωγραφικά προσδιορισμένες μονάδες, όπως και της ευθύνης και των υποχρεώσεων που απορρέουν· με άλλα λόγια έχουν κοινή συνείδηση. Η τελευταία με την σειρά της ωθεί τα άτομα στο να αναπτύσσουν μεταξύ τους στενούς συνδέσμους, δηλαδή συνοχή η οποία ενισχύοντας την έννοια της μονάδας ανατροφοδοτεί την κοινή συνείδηση. Τα οικιστικά αυτά κέντρα συνδέονται μεταξύ τους με άξονες κατά μήκος των οποίων η πυκνότητα του πληθυσμού και της ανθρώπινης δραστηριότητας αυξομειώνεται ανάλογα με την απόσταση από κάθε κέντρο δημιουργώντας συνεχή δίκτυα. Οι άξονες των δικτύων αποτελούν δίαυλους επικοινωνίας η οποία φέρνει τα άτομα πιό κοντά και τα κάνει να αναγνωρίζουν τα υπάρχοντα, αλλά και να αποκτούν διαρκώς νέα κοινά χαρακτηριστικά, κοινή συνείδηση και επομένως αυξημένη συνοχή. Σε ένα νησί όμως το δίκτυο σταματά στην ακτογραμμή και γίνεται πεπερασμένο, η οριοθέτηση αυτή ενισχύει την έννοια της γεωγραφικά προσδιορισμένης μονάδας, ο χώρος του νησιού γίνεται πιό οικείος στους κατοίκους και ενισχύεται ιδιαίτερα η κοινή ταυτότητα των επί μέρους κοινωνιών του νησιού και η κοινή συνείδηση με αποτέλεσμα η συνοχή να φθάνει σε υψηλότατα επίπεδα. Η θάλασσα όμως που περιτοιχίζει ένα νησί αποτελεί από μόνη της ένα δίαυλο επικοινωνίας ή μάλλον προσφέρει την δυνατότητα ανάπτυξης “άπειρων” διαύλων επικοινωνίας του νησιού με άλλα δίκτυα. Οι θαλάσσιοι δίαυλοι δεν είναι τόσο εύχρηστοι όσο οι στεριανοί, οπότε η επικοινωνία των νησιών με τις όμορες περιοχές είναι σχετικά δυσχερής. Από την άλλη πλευρά όμως οι θαλάσσιοι δίαυλοι έχουν την δυνατότητα να συνδέουν τα νησιά με κοινωνίες πολύ απομακρυσμένες και εκτός της γεωγραφικής γειτονιάς κάνοντας τους κατοίκους να συναισθάνονται ότι δεν είναι απομονωμένοι, αλλά έχουν συνδέσμους σε υπερτοπικό επίπεδο. Η επαφή με απομακρυσμένες κοινωνίες διαχρονικά έχει σαν αποτέλεσμα η ταυτότητα του νησιού να διαφοροποιείται από αυτή των όμορων περιοχών με υπεισερχόμενο πλέον παράγοντα την ιστορία η οποία μέσω των διαύλων επικοινωνίας καθορίζει και την εξελικτική πορεία της ταυτότητας του νησιού. Η έννοια λοιπόν της λέξης νησί μπορεί να επεκταθεί πέραν του καθαρά γεωγραφικού προσδιορισμού. Μπορεί να θεωρηθεί ότι νησί είναι ένα κομμάτι ξηράς περιτοιχισμένο από θάλασσα του οποίου η κοινωνία έχει πεπερασμένα γεωγραφικά όρια, ισχυρή ταυτότητα, συνείδηση και συνοχή, που αποτελεί έναν ισχυρό κόμβο που διατηρεί διαρκώς εξελισσόμενους δίαυλους επικοινωνίας και χαλαρούς δεσμούς με άλλες όμορες, αλλά και μακρινές κοινωνίες.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον είναι εφικτό μία ομάδα νησιών να δημιουργεί διαχρονικά ισχυρά δίκτυα, όπως πράττουν οι στεριανές περιοχές. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ δικτύων αποτελούμενων από νησιά και στεριανών δικτύων εντοπίζεται σε τρία σημεία: (α) κάθε νησί αποτελεί ένα ισχυρότερο κόμβο με μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή σε σχέση με ένα στεριανό, (β) οι δίαυλοι επικοινωνίας των νησιών με το εξωτερικό περιβάλλον μπορούν να επεκτείνονται και σε μακρινές περιοχές, ενώ των στεριανών περιοχών περιορίζονται συνήθως στις όμορες και (γ) οι δεσμοί μεταξύ των κόμβων ενός νησιωτικού δικτύου είναι πιό χαλαροί από αυτούς μεταξύ των κόμβων στεριανών δικτύων. Η διαφορές αυτές αμέσως υποδεικνύουν ότι οι νησιωτικές κοινωνίες ενώ έχουν ή μπορούν να έχουν μία πιό κοσμοπολίτικη προσέγγιση στις σχέσεις τους με το εξωτερικό περιβάλλον σε σχέση με τις στεριανές, έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στην δημιουργία και διατήρηση μίας κοινής οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας μεταξύ τους και συνεπώς κοινής συνείδησης.
Τα Επτάνησα ήδη τουλάχιστον από τον 14ο μΧ αιώνα έχουν ακολουθήσει μία κοινή πορεία διακριτή από αυτή των υπόλοιπων Ελληνικών περιοχών. Η ενσωμάτωσή τους στην Βενετική δημοκρατία είχε σαν αποτέλεσμα οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δομές των νησιών να καταστούν παρόμοιες. Αυτό σε συνδυασμό με την κοινή Ελληνική και ορθόδοξη ταυτότητα των νησιών, η οποία παρέμενε ισχυρότερη στα κατώτερα στρώματα, είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός συγκρίσιμου πολιτιστικού περιβάλλοντος στα νησιά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα υπήρχε αναπτυγμένη κοινή συνείδηση. Με την κατάλυση της Βενετικής δημοκρατίας και τον ερχομό των Γάλλων η εθνική ταυτότητα ενισχύθηκε και η δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες Ιονίων Νήσων έδωσε κρατική υπόσταση στα νησιά. Οι Επτανήσιοι ανέπτυξαν σε υψηλότερο βαθμό την συναίσθηση της ένταξής τους σε ένα χώρο – κράτος ο οποίος είχε πλέον την δική του γλώσσα, θρησκεία και κοινή ιστορική πορεία. Η ανάπτυξη των τεχνών και των γραμμάτων έγινε μέσα σε ενιαία πλαίσια, αυτά του λεγόμενου Επτανησιακού πολιτισμού. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να ενισχυθεί η Επτανησιακή συνείδηση των κατοίκων των Ιόνιων νησιών και ακολούθως η συνοχή τους. Με την ένωση με την Ελλάδα τα Ιόνια νησιά έχασαν την πολιτική συνοχή τους καθώς απετέλεσαν ξεχωριστούς νομούς, αλλά παράλληλα δέχθηκε πλήγμα και η πολιτιστική συνοχή τους με την εξάρθρωση του συστήματος παιδείας τους με την κατάργηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (Αρχοντείου της Παιδείας εν Επτανήσω, της Ιονίου Ακαδημίας, του Ιεροσπουδαστήριο Κέρκυρας, το Γυμνάσιο Κέρκυρας και τα Λύκεια Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος, Ιθάκης, Παξών και Κυθήρων). Σταδιακά άρχισαν να αναπτύσσονται δίαυλοι επικοινωνίας και δεσμοί του κάθε νησιού με την Αθήνα και με τις απέναντι στεριανές περιοχές, ενώ παράλληλα εξασθενούσαν οι αντίστοιχοι μεταξύ των νησιών δεσμοί, ιδιαίτερα καθώς αυτά είχαν διασπορά σε μία μεγάλη γεωγραφική περιοχή. Ο ευνουχισμένος από την κατάργηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων Επτανησιακός πολιτισμός δεν μπορούσε πλέον να οδεύσει ενιαία και η κοινή Επτανησιακή συνείδηση άρχισε να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ιστορικές και στις πολιτιστικές καταβολές της. Περίπου 120 χρόνια μετά την ένωση με την Ελλάδα συστάθηκε η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων και τα Επτάνησα πλην των Κυθήρων απέκτησαν μία ενιαία διοικητική οντότητα η οποία όμως δεν ήταν αυτοδιοικητική, αλλά κρατική. Στα περίπου τριάντα χρόνια ύπαρξης της περιφέρειας ελάχιστα έχουν επιτευχθεί στον τομέα της ενδυνάμωσης της κοινής ταυτότητας, της κοινής συνείδησης και της συνοχής των Επτανήσων. Θετικό στοιχείο είναι η μετατροπή της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων σε αυτοδιοικητική οντότητα, καθώς αυτή ουσιαστικά αποτελεί μία μορφή πολιτικής ενοποίησης, άρα ανάπτυξης της συναίσθησης ένταξης των Επτανησίων σε ένα σύνολο, άρα ανάπτυξης και κοινής συνείδησης. Αρκεί όμως μόνο η αυτοδιοικητική πολιτική ενοποίηση γιά την περαιτέρω ενδυνάμωση της κοινής συνείδησης και της συνοχής; Η απάντηση είναι όχι. Οι παράγοντες που συντελούν στην ενδυνάμωση της κοινής συνείδησης μεταξύ κοινωνιών είναι αυτοί που άπτονται της καθημερινής ζωής των πολιτών, όπως η επικοινωνία, οι οικονομικές και πολιτιστικές ανταλλαγές και η κοινή παιδεία. Σε κανέναν από τους παραπάνω τομείς δεν έχει γίνει σημαντική πρόοδος κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η επικοινωνία μεταξύ των νησιών στον τομέα των μεταφορών βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο περιοριζόμενη σε μία αραιή αεροπορική σύνδεση, και σε μη σταθερές ακτοπλοϊκές συνδέσεις μεταξύ των τεσσάρων νοτιότερων νησιών. Κάποια πρόοδος στον τομέα της ενημέρωσης είχε παρατηρηθεί γιά μία περίοδο με την δημιουργία των δικτύων των ραδιοφωνικών σταθμών της ΕΡΑ. Θετική πάντως είναι η εξέλιξη κατά τα τελευταία χρόνια της ηλεκτρονικής ενημέρωσης μέσω των sites εφημερίδων και blogs. Στον τομέα της οικονομικής συνεργασίας δεν έχουν γίνει ιδιαίτερα βήματα και οι οικονομικοί χώροι των νησιών εκτείνονται κυρίως στις απέναντι στεριανές περιοχές. Αυτό έχει προφανώς σχέση με την υποτυπώδη επικοινωνία μεταξύ των νησιών, αλλά και με την παρουσία ισχυρών γειτονικών στεριανών κόμβων. Στον τομέα των πολιτιστικών ανταλλαγών και της παιδείας ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί, ο μεγάλος αριθμός πολιτιστικών σωματείων και φορέων των νησιών δεν έχουν διασυνδεθεί μεταξύ τους και σπάνια γίνονται πολιτιστικές ανταλλαγές. Το Ιόνιο πανεπιστήμιο δεν έχει καμία παρουσία στα νότια νησιά και το ΤΕΙ Ιονίων νήσων στην Κέρκυρα. Από τα παραπάνω λοιπόν προκύπτει ότι ο μοναδικός παράγοντας που επηρεάζει στο παρόν θετικά την κοινή συνείδηση των Επτανησίων (πλην της κοινής ιστορίας και πολιτισμού) είναι η πολιτική συνοχή, η οποία δεν έχει ούτως ή άλλως πολύ υψηλή βαρύτητα. Η απουσία ουσιαστικής συνοχής των νησιών σε συνδυασμό με την ισχυρή εσωτερική συνοχή καθενός από αυτά και με την υποδαύλιση της ΠΙΝ από διάφορους παράγοντες δημιουργεί συνθήκες προστριβών μεταξύ των νησιών με αποτέλεσμα να βάλλεται η πολιτική συνοχή. Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης και μερικοί πολιτικοί σε νοτιότερα νησιά επιδίδονται σε μία δυσανάλογη με την πραγματικότητα επίθεση κατά της έδρας και κατά των Κερκυραίων υποσκάπτοντας την ενότητα των Επτανήσων με σκοπό κάποια άγνωστα οφέλη. Η εξελικτική πορεία λοιπόν της κοινής συνείδησης και συνοχής των Επτανήσων δεν είναι πολύ ευοίωνη. Από προσωπική εκτίμηση της συμμετοχής Επτανησίων σε σχετικά με τα Ιόνια νησιά blogs προκύπτει ότι από τους κατοίκους των Επτανήσων η συμμετοχή προέρχεται κυρίως από την Κέρκυρα, ενώ από τους Επτανησίους απόδημους υπάρχει αναλογική συμμετοχή από όλα τα νησιά. Η παραπάνω παρατήρηση, εάν είναι αληθής, έχει μεγάλη σημασία γιατί καταδεικνύει ότι οι μεν απόδημοι έχουν περισσότερο ανεπτυγμένη την Επτανησιακή συνείδηση βασιζόμενοι στις ιστορικές και πολιτιστικές καταβολές, ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι των νησιών φαίνεται ότι θέτουν σαν προτεραιότητα τους περισσότερο σχετικούς με την καθημερινή ζωή τους παράγοντες. Η Κέρκυρα είναι μία διαφορετική περίπτωση πιθανά όχι μόνο επειδή αποτελεί το διοικητικό κέντρο της περιφέρειας, αλλά και επειδή λόγω του πληθυσμιακού και οικονομικού μεγέθους της είναι λιγότερο εξαρτημένη από γειτονικά στεριανά δίκτυα.
Η μελέτη της ενιαίας συνείδησης και συνοχής των Επτανήσων μπορεί να βοηθηθεί από ανάλυση παρεμφερών περιπτώσεων άλλων νησιωτικών συμπλεγμάτων. Τα Δωδεκάνησα αποτελούν μία παρόμοια, αλλά όχι ίδια περίπτωση. Η κοινή συνείδηση και η εσωτερική συνοχή της Δωδεκανήσου είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτή της Επτανήσου. Τα Δωδεκάνησα όμως έχουν μία κοινή ιστορική πορεία σαν μία ενότητα μέχρι τις ημέρες μας. Κατά την ένωσή τους με την Ελλάδα δεν διασπάστηκαν σε διαφορετικούς νομούς, αλλά εντάχθηκαν σαν ένας. Επίσης τα Δωδεκάνησα βρίσκονται ουσιαστικά κάτω από την ομπρέλα της κυρίαρχης σε αυτά πόλης της Ρόδου και καθώς απέχουν από άλλα σημαντικά νησιωτικά ή στεριανά κέντρα βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από αυτήν. Αντίθετα η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (ΠΝΑ) έχει πολύ μικρή συνοχή καθώς συνίσταται από ετερόκλητα νησιά πολλά των οποίων δεν έχουν καλή συγκοινωνιακή επαφή ούτε με την πρωτεύουσα Ερμούπολη. Η ΠΝΑ ουσιαστικά βρίσκεται περισσότερο κάτω από την ομπρέλα του Πειραιά παρά κάποιας νησιωτικής πόλης. Συγκρινόμενη η ΠΝΑ με την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων (ΠΙΝ) μπορεί με μία πρώτη ματιά να φαίνεται ότι βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση κοινής συνείδησης και συνοχής, μία βαθύτερη ανάλυση όμως δείχνει ότι η πρώτη δεν υφίσταται τις φυγόκεντρες πιέσεις που υφίσταται η ΠΙΝ από στεριανά κέντρα. Με άλλα λόγια, η ΠΝΑ δεν αντιμετωπίζει τους ίδιους κινδύνους διάσπασης με την ΠΙΝ. Επίσης ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι τα Επτάνησα έχοντας αναπτύξει τον τουρισμό σε μία εσωστρεφή μορφή, δηλαδή χωρίς συνεργασίες με τα υπόλοιπα νησιά, αυξάνουν και την οικονομική εσωστρέφειά τους, ενισχύονται σαν κόμβοι, αυξάνουν τους δεσμούς με τις στεριανές περιοχές λόγω αναγκών προμηθειών και συγκοινωνίας και μειώνουν τους δεσμούς μεταξύ τους. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί σαν παράγοντας αποδυνάμωσης της εσωτερικής συνοχής των Επτανήσων και ενίσχυσης της εξάρτησής τους από στεριανά δίκτυα η υπαγωγή αρκετών δημοσίων υπηρεσιών των νησιών, όπως η υγεία, η επιθεώρηση εργασίας, το περιβάλλον, κλπ σε στεριανούς κόμβους.
Πιθανή πολιτική διάσπαση των Επτανήσων με υπαγωγή των νησιών σε διαφορετικές στεριανές περιφέρειες θα έχει τραγικές συνέπειες στην κοινή συνείδηση και στην ενότητα των Επτανησίων. Οι συνέπειες της πολιτικής διάσπασης των Επτανήσων στην μετά την ένωση εποχή δεν είχαν τις συνέπειες που θα έχει μία πιθανή διάσπαση στην σύγχρονη εποχή, καθώς τότε οι δίαυλοι επικοινωνίας των νησιών με τα κοντινά στεριανά δίκτυα ήταν σαφώς ασθενέστεροι απ’ότι σήμερα. Η πολιτική ενοποίηση των νότιων νησιών με τις απέναντι στεριανές περιφέρειες σε συνδυασμό με την εξάρτηση σε επίπεδο οικονομίας, υγείας, παιδείας θα ενισχύσει την συνοχή με τα στεριανά δίκτυα και αυτή πλέον θα επιφέρει την ενίσχυση της κοινής συνείδησης. Το νησί που έχει τις περισσότερες δυνατότητες να αντισταθεί σε αυτήν την εξάρτηση από τις στεριανές περιφέρειες είναι η Κέρκυρα η οποία, ιδιαίτερα εάν μπορέσει να αναπτύξει αποτελεσματικά την οικονομία της στο μέλλον, θα είναι πολύ δύσκολο να εξαρτηθεί από γειτονικούς στεριανούς κόμβους, όχι όμως αδύνατον εάν αυτή είναι η επιθυμία των Ελληνικών κυβερνήσεων.
Γιά να ενισχυθεί η ενότητα των Επτανήσων απαιτείται η ανάπτυξη της κοινής συνείδησης και των δεσμών μεταξύ των νησιών. Γιά να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητο να βελτιωθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των νησιών. Το τελευταίο μπορεί να γίνει με τους ακόλουθους τρόπους:
- Διατήρηση της πολιτικής συνοχής των Επτανήσων μέσω της επιβίωσης της ΠΙΝ, η ένταξη των Κυθήρων στην περιφέρεια θα μπορούσε να αποτελέσει μία δυνατή ώθηση στην κοινή Επτανησιακή συνείδηση και θα έπρεπε να επιδιωχθεί. Επίσης πρέπει να απαιτηθεί από την πολιτεία με διαρκείς ουσιαστικές πιέσεις η διοικητική αυτονόμηση της ΠΙΝ κατά τα πρότυπα άλλων περιφερειών και η αποδέσμευσή της από την στεριανή Γενική Διοίκηση στην οποία ανήκει με την δημιουργία είτε Γενικής Διοίκησης Ιονίων Νήσων είτε υπαγωγή της περιφέρειας στην Γενική Διοίκηση Αιγαίου με έδρα τον Πειραιά. Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει σαν αποτέλεσμα τόσο την εξασθένηση της εξάρτησης των νησιών από γειτονικά στεριανά δίκτυα, όσο και της καλύτερης οργάνωσης των υπηρεσιών καθώς η περιφέρεια θα βρίσκεται στην ίδια ομάδα με άλλες νησιωτικές περιοχές.
- Βελτίωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των νησιών με αύξηση του εσωτερικού εμπορίου, ανάπτυξη κοινών επιχειρήσεων και κάλυψη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κάτω από ένα ενιαίο σχήμα επιμελητηρίου.
- Κάλυψη όλων των νησιών κάτω από μία ομπρέλα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ένωση του Ιονίου Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ή με διασύνδεσή τους.
- Ενίσχυση πολιτιστικών ανταλλαγών μέσω διασύνδεσης των πολιτιστικών φορέων των νησιών και δημιουργίας ενός ενιαίου φορέα Επτανησιακού πολιτισμού στον οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι επιμέρους φορείς.
- Δημιουργία τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών δικτύων ώστε να υπάρχει ενημέρωση σε κάθε νησί γιά τα τεκταινόμενα στα υπόλοιπα.
- Βελτίωση των συγκοινωνιών μεταξύ των νησιών, τόσο των αεροπορικών όσο και των χερσαίων και θαλάσσιων.
- Αναλογική διανομή δραστηριοτήτων και πόρων σε όλα τα νησιά ώστε να μην υπάρχει υδροκεφαλισμός.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η αδράνεια της ΠΙΝ, των πολιτιστικών φορέων των Επτανήσων, του Ιονίου Πανεπιστημίου, του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, των επιμελητηρίων και γενικότερα των κατοίκων στην προσπάθεια ανάπτυξης δεσμών και βελτίωσης της κοινής συνείδησης. Όλοι περιορίζονται σε ευχολόγια και σε γραφικές επιστολές διαμαρτυρίας στις κεντρικές κυβερνήσεις. Και ενώ η Ελλάδα αλλάζει και αναδιαμορφώνεται οι Επτανήσιοι συνεχίζουν, ποιούμενοι τας νήσσας, να άδουν καντάδας νηχόμενοι στα Ιόνια κύματα και παρασυρόμενοι από τους ανέμους των όχι πάντοτε αθώων ασκών του Αιόλου.